Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Βρωμοέλληνες


(Στην σκηνή υπάρχουν καρέκλες σκεπασμένες με σεντόνια κι ένα μπαούλο. Ο χώρος μοιάζει με ακατάστατη σοφίτα ή αποθήκη. Στο βάθος της σκηνής πίσω από τον κεντρικό καναπέ είναι ένα μεγάλο κάδρο. Ένας μεγαλωμένος ηθοποιός κάθεται σε μια καρέκλα ντυμένος με καλά ρούχα εποχής, καπέλο και μουστάκι... ακίνητος και ανέκφραστος μέσα σε μια εσοχή με πλαίσιο γύρω του που το κάνει να μοιάζει σαν μεγάλη κορνίζα, σα φωτογραφία. Στην σκηνή μπαίνει μια κοπέλα, η οποία μιλάει στο κινητό της)
Κοπέλα: …με κοιτούσε τόσο καιρό κι έκανε το πρώτο βήμα και μου μίλησε. Τι ποιος βρε Ειρήνη; Το παιδί στην καφετέρια…. ναι ναι αυτός ο καστανόξανθος. Χθες με πλησίασε και με ρώτησε εάν θα ήθελα να βγούμε για έναν καφέ. Φοιτητής είναι… βασικά τελειώνει Νομική. Ναι, αλλά δεν ξέρω… είναι Αλβανός. Λισιάν τον λένε….  όχι εδώ μεγάλωσε. Τι εννοείς τι θα κάνω; Πας καλά; Φυσικά και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να βγω μαζί του. Κοίτα ήμουν όσο ευγενική μπορούσα… ναι, η ευγένεια θα με φάει του έδωσα και το τηλέφωνο μου το ζώον ... λες να μου δημιουργήσει πρόβλημα αυτό; ... Εννοείτε! Για να βγούμε το άφησα στο φλου. Τι θα πει ο κόσμος εάν αρχίσω να βγαίνω με έναν Αλβανό; Στην παρέα πες μου πως θα τον παρουσιάσω; Θα πω παιδιά από εδώ ο Λισιάν; Ούτε να το σκέφτομαι δεν μπορώ…. άσε που θα δώσω και την ικανοποίηση σε μερικές να πούνε ‘αυτή τόσο απελπισμένη είναι που το έριξε στους Αλβανούς’. Ναι, ναι την Μαρία λέω. Βασικά δεν θα του σηκώνω το τηλέφωνο…. με πήρε πριν από λίγο και δεν το σήκωσα. Ελπίζω να το πάρει το μήνυμα. Τι να πω πάντως; Ένας ωραίος άντρας με πλησίασε κι αυτός Αλβανός. Ειρήνη, δεν έχω να σκεφτώ τίποτα… μη με πρήζεις κι εσύ με τον βρωμοαλβανό, έχω να συγυρίσω και την σοφίτα. Τι ποια σοφίτα παιδάκι μου; Δεν σου είπα ότι μετακομίζω στην σοφίτα με την τεράστια φωτογραφία του παππού για να έχω ησυχία στο διάβασμα; Έλα ντε, γιατί αυτός ήταν ο όρος της ξύπνιας της μάνας μου… εάν θέλω τη σοφίτα πρέπει να την καθαρίσω. Φαντάσου ο Αλβανός πως θα το έλεγε. ‘Πρέπει να καταρίσω ντιν σοφίτα’. Καλά, σταματάω να γίνομαι κακιά.  Θα τα πούμε αργότερα… εάν βγω ζωντανή από αυτήν την σκόνη εδώ μέσα! Φιλιά πολλά! Ναι… ναι… Γεια!
(Η κοπέλα αρχίζει να τακτοποιεί τα πράγματα που είναι πεταμένα. Παίρνει το μπαούλο και το μεταφέρει μπροστά στην σκηνή. Το ανοίγει και βγάζει από μέσα κάποια παλιά βιβλία. Τα ξεφυλλίζει για λίγο και τα αφήνει στην άκρη. Πιάνει στα χέρια της ένα σημειωματάριο. Το ξεσκονίζει από την σκόνη κι αρχίζει να το διαβάζει)
Κοπέλα: Αχ βρε παππού…..
(Η φωτογραφία αλλάζει αμυδρά φως και το ακίνητο πρόσωπο αρχίζει να μιλάει.)
Παππούς: Εδώ πέρα δεν είχε δουλειά. Πολύ φτώχεια και πείνα κι από πάνω είχαμε και τον στρατό. Εφτά χρόνια ήμουν φαντάρος κι όταν γύρισα πίσω με ξανά κάλεσαν. Έτσι αποφάσισα να φύγω, μα κι ο στρατός να μην υπήρχε πάλι θα έφευγα. Ήμουν από τους λαθραίους κι ο φόβος μην με πιάσουν ήταν διπλός.
(Ο παππούς σηκώνεται από την καρέκλα και περπατάει εμπρός. Βγαίνει από την κορνίζα και κατεβαίνοντας δυο σκαλοπάτια που κρύβονται από έναν καναπέ βγαίνει στη σκηνή. Η κοπέλα δεν τον κοιτά μένει αφοσιωμένη στο κείμενο που διαβάζει.)
Στο καράβι ήμασταν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Κάθε μεσημέρι ερχόταν ένας Ιταλός ναύτης, χτυπούσε ένα κουδούνι και μας μάζευε να φάμε. Ένα μήνα περάσαμε στο καράβι μέχρι να φτάσουμε στο όνειρο… στην γη της επαγγελίας. Εκεί μέσα ήταν δύσκολα. Είχαμε κολλήσει ψείρες κι αρρωσταίναμε συνέχεια. Ο ένας κολλούσε τον άλλον και τα ποντίκια τόσα πολλά που θαρρούσες ότι ήταν περισσότερα από μας. Στο βαπόρι είχε συγκεκριμένα μέρη που μας επιτρεπόταν να πάμε. Το έκαναν για να μην ενοχλούμε τους κυρίους της πρώτης θέσης. Δεν μας ένοιαζε όμως. Κάναμε υπομονή. Στην Αμερική θα μας υποδέχονταν με ανοιχτές αγκάλες…. θα είχαμε μια καλύτερη ζωή. Μας είχαν πει ότι φτάναμε και είχαμε μαζευτεί να δούμε το λιμάνι από μακριά. Είδαν έναν Έλληνα που έδειχνε με το δάκτυλο κάτι. Ήταν το άγαλμα της ελευθερίας. Το κοίταγα πολύ ώρα. Ήταν τεράστιο σε έπιανε κάτι μόλις το έβλεπες... σου έδινε μια σιγουριά πως το χρήμα περίσσευε και για τους ανθρώπους αφού το σπαταλούσαν σε τέτοια αγάλματα... Όπως και στην Ελλάδα τα παλιά χρόνια. Κατεβήκαμε στο λιμάνι του Ellis Island. Ήμασταν πάλι στοιβαγμένοι κρατώντας τα λίγα μπογαλάκια μας στο χέρι αλλά δεν μας ένοιαζε. Από το λιμάνι μας πήραν και μας πήγαν σ’ ένα μεγάλο κτίριο. Εκεί μέσα ήταν άνθρωποι όλων των χωρών, ό,τι ράτσα ανθρώπου ήθελες την έβλεπες. Ήμασταν όλοι φοβισμένοι μα και χαρούμενοι. Εμάς, τους Ιταλούς και τους Ισπανούς μας χώρισαν από όλους τους υπόλοιπους. Υπήρχε μια ασθένεια τότε στα μάτια που την είχαμε μόνο εμείς. Όσοι βρίσκονταν να πάσχουν τους γυρίζανε. Ευχόμασταν μόνο να μας κρατήσουν. Θυμάμαι ένα παλικάρι από την Κρήτη, ψηλός, λεβέντης είχε σπάσει στα δυο και τους παρακαλούσε να τον αφήσουν να μπει στην χώρα. Τον έδιωξαν πίσω…. νοσούσε. Όσοι περνούσαμε τις ιατρικές εξετάσεις μας πήγαιναν για ανάκριση σ’ ένα μικρό γραφείο. Μας ρωτούσαν διάφορα. Γιατί ήρθαμε, γιατί διαλέξαμε την Αμερική. Εάν είχες συγγενείς που είχαν έρθει πρωτύτερα από σένα ήσουν τυχερός. Σε ανέκριναν δυο-τρεις φορές και μετά σου έδιναν το πασαπόρτι να μπεις στην χώρα. Έμεινα τρεις βδομάδες στο Ellis Island.Με ανέκριναν μέρα παρά μέρα γιατί τους φαινόμουν ύποπτος. Μια μέρα ξαφνικά ήρθε ένας αξιωματικός και μου είπε ‘You are free’ και μου ζήτησε ένα ρούχο. Έβγαλα την ζώνη μου και τον σουγιά μου, σκάλισα τα αρχικά μου και του την έδωσα. Η απόδειξη ότι είχα περάσει κι εγώ από το νησί του φόβου και των δακρύων. Τώρα ήμουν έτοιμος να ζήσω το όνειρο.
( Χτυπάει το κινητό της κοπέλας. Η αφήγηση σταματάει καθώς αυτή σταματάει να διαβάζει το ημερολόγιο  και το κοιτάει για λίγο και μετά η αφήγηση συνεχίζει όταν αρχίζει η κοπέλα να ξανά διαβάζει.)
 Στην Νέα Υόρκη πήγα σε ένα γραφείο που έβρισκε δουλειές για να με βοηθήσει. Εκεί μου άλλαξαν το όνομα για να μην φαίνεται τόσο ελληνικό κι από Σωτήρης έγινα Σαμ. Βρήκα δουλειά σε ένα μεγάλο κτίριο που έφτιαχναν τότε. Empire State νομίζω ότι το έλεγαν. Κι ο μισθός…
(Ακούγεται μια φωνή που διακόπτει την αφήγηση του παππού και λέει: Americans nine dollars per day, Italians and Russians six dollars per day, Greeks three dollars per day.Η αφήγηση συνεχίζεται.)
Δεν μας εκτιμούσαν πολύ μήτε οι Αμερικάνοι μήτε οι άλλοι λαοί, γι’ αυτό και δεν μας έδιναν και πολλές κουβέντες. Μας έπαιρναν μόνο επειδή ήμασταν φτηνοί και κάναμε τα πάντα. Μας έλεγαν και προδότες γιατί τα μεγάλα αφεντικά μας πλήρωναν για να σπάμε τις απεργίες... Μπορούσες να μην πας. Είχαμε οικογένειες πίσω στην πατρίδα κι έπρεπε να στείλουμε λεφτά. Δεν έμεινα πολύ στην Νέα Υόρκη. Άκουσα για ένα εργοστάσιο στην Γιούτα που έβγαζε κάρβουνο. Όταν πήγα να βγάλω εισιτήριο για το τρένο, η ταμίας με ρώτησε από πού είμαι. Έλληνας της είπα κι εκείνη μου έδωσε πολύ προσεκτικά το εισιτήριο για να μην την ακουμπήσω σαν να ήμουν λεπρός. Σε όλο το ταξίδι δεν μιλούσα, για να μην με καταλάβουν. Έκανα ότι ήμουν μουγγός…. καλύτερα να με νόμιζαν ότι ήμουν προβληματικός παρά ότι ήμουν Έλληνας. Μπορεί να με πετούσαν κάτω από το τραίνο ή να με λιντσάρανε. Το είχαν κάνει σε πολλούς. Στο εργοστάσιο υπήρχαν κι άλλοι Έλληνες. Το πόστο μας ήταν στις εξορύξεις… περνούσαμε δωδεκάωρα κάτω από την γη, μέσα στην σκόνη και το σάλαρι ήταν μισό από αυτό ενός Αμερικάνου. Για να τα βγάλουμε πέρα νοικιάζαμε σπίτι πολλοί μαζί. Θυμάμαι πως νοίκιαζα με έναν Θεσσαλονικιό κι έναν από την Σπάρτη. Ο σπιτονοικοκύρης είχε απαιτήσει να του δίνουμε τα χρήματα στην αρχή κάθε μήνα από φόβο μήπως τον χρεώσουμε. Έτσι ήταν τότε. Εμείς οι Έλληνες ήμασταν κλέφτες. Κάθε δέκα μέρες μπούκαρε στο σπίτι και μας έλεγχε για παράνομα πράγματα. Είχαμε την φήμη ότι διακινούσαμε ναρκωτικά, παράνομα όπλα… Συχνά όταν γυρνούσαμε από την δουλειά βλέπαμε στην πόρτα γραμμένο ‘Greek bustards’ …βρωμοέλληνες…. έτσι μας έλεγαν γιατί τους παίρναμε τις δουλειές κι ήμασταν υπεύθυνοι για όλα τα δεινά τους. Είχαν βγει κι έρευνες στις εφημερίδες που έλεγαν ότι ήμασταν πρώτοι σε πάσης φύσεως κακουργήματα, βιασμούς, ληστείες, ναρκωτικά, όπλα με μεγάλη διαφορά από τους Ρώσους, τους Ιταλούς, τους Ισπανούς. Όταν περνούσε μια Αμερικάνα από μπροστά μας έπρεπε να χαμηλώνουμε το κεφάλι και να μην την κοιτάμε γιατί θα μας κατηγορούσαν για παρενόχληση. Υπήρχαν και μαγαζιά που δεν μας δέχονταν…. είχαν απ’ έξω πινακίδες που έλεγαν ‘Only white Americans. No rats, no Greeks’. Δεν θυμάμαι πότε άρχισαν τα πράγματα να αλλάζουν προς το καλύτερο. Ίσως με τον Λουή Τίκα… ίσως τότε να κατάλαβαν ότι είχαμε κι εμείς την ιστορία μας, ότι ήμασταν κι εμείς άνθρωποι σαν κι αυτούς. Αλλά ήταν αργά… το όνειρο μας ήταν πια να γυρίσουμε στην πατρίδα… Είχαμε πατρίδα; Στην Αμερική ήμασταν οι Έλληνες και στην Ελλάδα οι Αμερικάνοι…. Ποια πατρίδα;
(Τα λόγια του παππού σβήνουν μαζί με το φως. Η κοπέλα ξεφυλλίζει το ημερολόγιο για λιγο. Βγάζει το κινητό της και καλεί.)
Κοπέλα: Γεια σου Λισιάν. Η Ιωάννα είμαι. Τι κάνεις; Κι εγώ καλά ευχαριστώ. Συγγνώμη για πριν που δεν απάντησα, αλλά είχα δουλειά. (Μικρή παύση και γέλιο.)
Έχει  δίκιο η μαμά σου που λέει ότι το ντουλειά ντεν τελειώνει, αλλά δεν χρειάζεται να την κοροϊδεύεις. Θα την βοηθήσεις να μάθει πιο σωστά τα ελληνικά. Ποια ταινία είναι; Ναι θα ήθελα πολύ να την δώ. Θες να βρεθούμε στο κέντρο κατά τις εννιά; ... Σ’ αφήνω τώρα... το ντουλειά με περιμένει!

ΣΚΟΤΑΔΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου