Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Το όνομα μου είναι πρόσφυγας, το επίθετο μου κατατρεγμένος

Το όνομα μου είναι πρόσφυγας.Το επίθετο μου κατατρεγμένος. Με ξερίζωσαν από τον τόπο μου. Άγρια με τράβηξαν δίχως να προλάβω να αντιδράσω. Πώς να προλάβω να αντιδράσω; Το μαχαίρι το φοβόμουν..το ένιωθα να παγώνει τον λαιμό μου έτοιμο να τον κόψει κι έτρεχα. Πia δεν είχα σπίτι, δεν είχα πατρίδα. Περπάτησα. Η μαντίλα μου δεν ήταν πια στο κεφάλι αλλά στο χέρι μου, γεμισμένη με όνειρα και αναμνήσεις. Ένα χεράκι κρατούσε το άλλο μου χέρι. Δεν ήξερα εάν ήταν δικό μου παιδί. Τα παιδιά ανήκουν σε όλους και δεν ανήκουν σε κανέναν...τα παιδιά ανήκουν στους εαυτούς τους. Κι έφτασα σε θάλασσα μαύρη, φουρτουνιασμένη και σταμάτησα. Φοβήθηκα το μαχαίρι. Και μπήκα σε βάρκα ξύλινη, μικρή. Και το μικρό χεράκι όλο κι έσφιγγε την χούφτα μου και ξαφνικά σταμάτησε. Χάθηκε στην φουρτουνιασμένη θάλασσα.Δεν ήξερα εάν ήταν δικό μου παιδί. Τα παιδιά ανήκουν σε όλους και δεν ανήκουν σε κανέναν...τα παιδιά ανήκουν στους εαυτούς τους. Αυτό το παιδί δεν υπήρχε πια, δεν άνηκε πουθενά. Το μαχαίρι συνέχισε να με ακολουθεί. Το όνομα μου είναι πρόσφυγας, το επίθετο μου κατατρεγμένος.