Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Η φωτιά που άλλαξε χρώμα...

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα δάσος μεγάλο και πυκνό πολύ μακριά από την δική μας χώρα υπήρχε ένα μικρό ξύλινο σπίτι. Περισσότερο με καλύβα έμοιαζε. Σε αυτή την καλύβα λοιπόν ζούσε μια μικρή γελωτοποιός, ξέρετε από αυτές με τα περίεργα κουδουνάκια που όταν κάνουν τούμπες, αυτά κουδουνίζουν περίεργα. Στο σπίτι είχε πολλά λουλούδια γιατί τους άρεσε η συντροφιά τους και δυο ζωάκια μικρά. Μια γάτα κι έναν λαγό. Κάθε πρωί όλοι πήγαιναν στις δουλειές του και το βράδυ γύριζαν, έτρωγαν και κάθονταν μπροστά στο τζάκι κι έλεγαν πως τα πέρασαν. Η μικρή γελωτοποιός εδώ και πολύ καιρό είχε αρχίσει να είναι κατσούφα, της έλειπε μια ανθρώπινη συντροφιά, αγαπούσε τα λουλούδια της, αγαπούσε τα ζωάκια της αλλά ήθελε κάποιον άλλο γελωτοποιό ή μπορεί και τον πρίγκιπα του κάστρου όπου δούλευε να παίζει, να χορεύει, να του λέει τα αστεία της. Οι φίλοι της, προσπαθούσαν να της συμπαρασταθούν. Η γάτα της έφερε ένα ποντίκι να δώσει παράσταση μήπως και να της φτιάξει το κέφι, τίποτα. Ο λαγός διοργάνωσε αγώνα δρόμου με την χελώνα και την άφησε να κερδίσει, μα πάλι τίποτα. Η μικρή μας γελωτοποιός γινόταν μέρα με την μέρα όλο και χειρότερα. Τόσο που δεν κατάλαβε ότι οι φίλοι της τα ζώα είχαν φύγει και τα λουλούδια της είχαν μαραθεί. Ένα βράδυ λοιπόν που συνέχισε να γκρινιάζει στην φωτιά, αυτή άλλαξε χρώμα κι από κόκκινη έγινε πράσινη και της μίλησε. Της είπε να κοιτάξει γύρω της και να δει τι είχε καταφέρει με την γκρίνια της. Ούτε ανθρώπινη συντροφιά είχε βρει, αλλά είχε διώξει και τους φίλους της από δίπλα της. Κι αυτή ξαφνικά κατάλαβε τι είχε κάνει κι έτρεξε στην πόρτα. Τώρα τι έγινε καλά μου παιδιά δεν ξέρω, εάν δηλαδή βρήκε τους παλιούς της φίλους, ή βρήκε την ανθρώπινη συντροφιά που τόσο έψαχνε ή βρήκε άλλους καινούριους γιατί το ποντίκι που μου έλεγε την ιστορία το είχαν καλέσει να δώσει κάπου μια χριστουγεννιάτικη παράσταση και βιαζόταν να φύγει. Τώρα εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Ο καλικάντζαρος που κατέστρεφε τα Χριστούγεννα

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακρινό από την δική μας χώρα υπήρχε ένα μικρό κι όμορφο χωριό. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τις δουλειές τους και αγαπούσαν ο ένας τον άλλον. Η καλύτερη εποχή του χρόνου ήταν γι' αυτούς τα Χριστούγεννα γιατί στόλιζαν το μεγάλο δέντρο της πλατείας, έψελναν χριστουγεννιάτικα τραγούδια και μοίραζαν γλυκά, ζεστά χαμόγελα και αγκαλιές. Κάτω από αυτό το χωριό, όμως ζούσε ένας μικρός καλικάντζαρος. Είχε μυτερά αυτιά και μακριά μουσούδα και φορούσε ένα πράσινο σκουφί. Αυτός λοιπόν ο καλικάντζαρος έβγαινε στην επιφάνεια της γης και γινόταν φίλος με κάποιο παιδάκι, μετά έλεγε ότι ήταν μόνος του κι έκλαιγε και τα παιδιά τον φιλοξενούσαν σπίτι τους. Ο κύριος καλικάντζαρος λοιπόν, σηκωνόταν το βράδυ κι έτρωγε τα μπισκότα και το γάλα που άφηναν τα παιδιά για τον Αη Βασίλη, αυτός δεν τα έβρισκε και δεν άφηνε τα δώρα του, οπότε την άλλη μέρα τα παιδιά έψαχναν κάτω από το έλατο, μέσα στις κάλτσες του τζακιού και δεν έβρισκαν τίποτα. στεναχωρούνταν κι έτσι τα Χριστούγεννα τους χαλούσαν. Ο καλικάντζαρος έτριβε τα χέρια του από ικανοποιήση και εξαφανιζόταν στα έγκατα της γης μέχρι την νέα χρόνια. Έτσι και φέτος, λοιπόν βγήκε στην επιφάνεια της γης και το πρώτο παιδάκι που είδε του έπιασε την κουβέντα. Με τα πολλά και τα λίγα καλά μου παιδιά έγιναν φίλοι με το παιδάκι κι αυτό προθυμοποιήθηκε να τον φιλοξενήσει σπίτι του. Το μικρό μας παιδάκι όμως την είχε πατήσει από τον καλικάντζαρο  και δεν ήθελε να την πατήσει και δεύτερη φορά, έτσι το βράδυ ενώ έκανε πως κοιμόταν άκουσε τον καλικάντζαρο σιγά σιγά να σηκώνεται από το κρεβάτι του και να πηγαίνει να φάει τα μπισκότα και το γάλα και ξαφνικά το έπιασε στα πράσα. Αυτός ξεκίνησε να τρέχει κι από πίσω του το παιδάκι κι από πίσω του η μαμά του κι από πίσω ο μπαμπάς του κι από πίσω του ο θείος του και για να μην τα πολυλογώ ολόκληρο το χωριό. Τώρα εάν τον έπιασαν τον καλικάντζαρο δεν ξέρω γιατί ο Ρούντολφ που μου έλεγε την ιστορία έχει γεράσει λίγο και δεν θυμόταν καλά. Τώρα εάν μου είπε ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω...