Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Η στιγμή του Θανάτου μου...

- Σοβαρά τώρα; Εάν δεν απαντησω αυτή την ερώτηση δεν θα μπω; Λοιπόν την στιγμή αυτή δεν την κατάλαβα καθόλου,απλά συνέβη. Δεν ένιωσα τίποτε απολύτως. Ούτε αγωνία, ούτε άγχος, ούτε καν λύπη για αυτά που αφήνω πίσω μου. Μάλλον τώρα λυπάμαι που δεν μπόρεσα ποτέ να νιώσω κάποιο έντονο συναίσθημα.



- Συγγνώμη που είμαι τόσο αγενής και γελώ με την ερώτηση αυτή αλλά εδώ που φτάσαμε θα απαντήσω. Περιέργεια. Αυτό νομίζω ένιωσα...θα ήθελα να την ζήσω ξανά και να την μελετήσω καλύτερα. Όνειρο μου ήταν να ρουφήξω όλη την γνώση του κόσμου. Να μπορώ να λύσω όλα τα γνωστά και άγνωστα μυστήρια. Κι όμως στέκομαι εδώ μπροστά σας πιο άμαθος από ποτέ...


- Η στιγμή του θανάτου μου απλά συνέβη. Δεν ένιωσα οτι ηταν κατι το ξεχωριστο. Δηλαδη ισως μπορει και να ηταν τοσο ξεχωριστή που τελικά να μην σήμαινε και τίποτα. Θα απαντήσω με ερώτηση στην ερώτηση σου.. Θα μπορούσε κάποιος να μην εχει μια τελευταια επιθυμια; Θα υπαρξει ποτε ανθρωπος που θα νιωθει τοσο πληρης ωστε να αναζητα αυτη την στιγμη; Κι ακομα κι αν την αναζητησει οταν θα πρεπει να την ζησει δεν θα παλεψει να την ανατρεψει; Η στιγμη του θανατου μου με αφηνει αδιαφορο αλλα η τελευταια μου επιθυμια ήταν να τα ξερω όλα και να μην ξερω τιποτα, να τα έχω όλα και να μην έχω τιποτα, να τους έχω αγαπήσει όλους και να τους μισώ όλους.... 

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Τα γράμματα της Δουλτσινέα (7- τελευταίο γράμμα)

Δον μου,
Ναι σε εσενα μιλάω, σε εσενα που εδω και τόσους μήνες σου γραφω γραμματα, σε εσενα που θα πέθαινα για μια ματια σου, για ενα χάδι, για ενα φιλι σου. Γραφω σε εσενα για τελευταία φορα. Κάθομαι στα σκαλοπάτια σου και γραφω για έναν έρωτα που έζησα, εξωπραγματικό κι αλλόκοτο. Τον έζησα μόνη  μου αυτόν τον έρωτα Αλονσο μου και δεν μπόρεσα να σε βρω. Να σου λύσω τα μαγιά που σε κρατούσαν μακριά μου.
 Οι εποχές άλλαξαν. Εγω δεν ειμαι πλεον μια ρομαντική Δουλτσινεα που ψάχνει τον Δον της αλλα ειμαι η τρελή Δεινα που ψάχνει τον ευπρεπώς κύριο Τάδε. Κάθεται στα σκαλοπάτια του αμέτρητους μήνες με ενα μπουκάλι κρασί. Οι εποχές περασαν απο πανω της και δεν τις κατάλαβε. Ο χρονος αδυσώπητος, το ίδιο. Προσπάθησα να σου μιλήσω..εσκυψες το κεφάλι σου όσο πιο χαμηλά μπορούσες κι έφυγες. Το συναίσθημα μέσα μου ηταν ανεξήγητο. Απελπισία ανάκατη με στεναχώρια. Δεν εκτιμήσεις οτι τόσους μήνες καθομουν εξω απο την πόρτα σου. Ο ερωτας θα μου πεις σε φτάνει στα όρια της τρέλας, της παράνοιας. Ποιος ερωτας Δον μου; Ο ανεκπλήρωτος;
 Μια ματια σου ζήτησα, ενα χάδι σου να κλέψω προσπάθησα κι εσυ έμεινες μακριά μου, απαθής. Ναι αγαπημένε μου, θα μου λείψεις. Πολλές φορές θα σκέφτομαι το βλέμμα σου. Αυτο το βλέμμα που με έκανε να πεθαίνω. Αυτο το βλέμμα που θα νοσταλγώ. Δεν μου έδωσες την ευκαιρία Δον μου να σου αποδείξω οτι θα μπορούσα να ήμουν το άλλο σου μισό, να αποδείξω οτι στην πραγματική ζωή υπαρχουν ευτυχισμένα τέλη, σχεδόν κινηματογραφικά. Ναι Αλονσο μου γελα, γελα με την καρδια σου. Γελά με την τρελή που ήθελε να σου δώσει πραγματα γιατι αυτο το απόθεμα αγάπης που είχε την έπνιγε. Ηταν πανω απο τις δυνάμεις της να το κρατήσει και να το καταλαγιάσει. Κι ομως καταλαβα Δον μου οτι ολο αυτόν τον καιρο έχανα πραγματα απο την ζωη μου.. Έχανα στιγμές σημαντικές και μη. Οι φιλοι μου έγιναν ζευγάρια, αντρόγυνα, γονείς κι εγω επέμενα πεισματικά στην πόρτα σου κυνηγώντας σε. Οχι Δον μου η Δουλτσινεα ανήκει στην φαντασία του Θερβάντες, εγω δεν εχω καμία σχεση μαζι της. Εσυ δεν εισαι ο Δον Κιχώτης μου και το παραμύθι μου παιρνει τέλος. Η ζωή που δεν έζησα αυτόν τον καιρο με περιμένει κι ο αληθινός, πραγματικός ερωτας ειναι εξω απο τα δικά σου σκαλοπάτια. Το αν θα με βασανίζει πάντοτε, δεν το γνωρίζω..αλλα δεν μπόρεις να δώσεις μια ξεκάθαρη και λογική εξήγηση σε ολα τα αν..γι'αυτο κι εγω κάθομαι εδω... Και λεω οτι θα ερωτευτώ τον εαυτό μου. Δεν θα σε ξεχάσω Δον μου! Ηδη σε εκανα αυτόν τον καιρο κομμάτι του εαυτού μου. Ισως θα εισαι για παντα το ανεκπλήρωτο κομμάτι της αγάπης μου!
Θα μου λείψεις , ηδη μου λείπεις...
Σε φιλώ γλυκά
Η Δουλτσινεα σου

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Tα γράμματα της Δουλτσινέα (6)

Αγαπημένε μου Δον,
για ακομα ενα βραδυ κάθομαι στα σκαλοπάτια σου. Κάθε φορά που καποιος μπαίνει ή βγαίνει απο την πολυκατοικία δείχνω οτι ψάχνω κατι..ισως με περνούν για τρελή. Δεν με ενδιαφέρει. Κοίταξα και τα ονόματα στα κουδούνια. Δεν ήθελα να ψαξω να δω ποιος εισαι απο όλους. Για μενα εισαι ο Δον Κιχώτης μου. Εισαι μαγεμενος πανω στο κάστρο σου κι εγω προσπαθώ να λύσω τα μαγια σου και να με ερωτευτείς. Να ζήσεις μαζι μου μια μεγάλη αγαπη που θα εμπνεύσει ενα χαρούμενο τέλος στην ιστορία μας, ενα μυθιστόρημα, μια ταινια. 
Πολλές φορές ομως πιστεύω οτι υπαρχουν συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων που εμπνέουν βιβλία, που εμπνέουν τον μεγάλο έρωτα. Λίγοι ειναι αυτοί βέβαια και μέχρι στιγμής πιστεύω οτι δεν ανήκω σε αυτήν την κατηγορία. Ήμουν παντα ο δεύτερος ρόλος, αυτός του Σάντσο Πάντσα. Ένας ρόλος που προσπαθούσε να βοηθήσει τον πρωταγωνιστη και να του διευκολύνει την ζωή κι αυτός έμενε στην άκρη χωρις να τον νοιάζει εαν θα ευτυχήσει ή οχι. Ολοκληρωμένος κι απόλυτα συνειδητοποιημένος οτι ο σκοπός του ειναι αυτός. Συμβατικός. Αλλά ποιος δεν θελει να υπάρξει πρωταγωνιστής μιας ιστορίας αγάπης; Κι εγω προσπαθώ μέσα απο τα γραμματα που σου γραφω να γίνω η Δουλτσινεα σου, αλλά εαν ανήκω στους ανθρωπους που θα ειναι παντα ο Σάντσο πως μπορω να το αλλάξω; Πώς μπορώ να τα βάλω με την μοίρα μου και τι μαγεία θα έπρεπε να εχω για να τα καταφέρω;
 Για εσενα ξερω σε τι κατηγορία ανήκεις. Εισαι σε αυτούς τους ανθρωπους που εμπνέεις τον μεγάλο έρωτα, που εμπνέεις μαγεία, μυστήριο απο ένα και μόνο βλέμμα σου. Κι εγω εξακολουθώ να ειμαι στα σκαλοπάτια σου και να παλεύω με τους δαίμονες μου μέχρι να σου μιλήσω. Να σου πω απλα ενα γεια. Δεν ειναι πολυ λιγο το γεια ομως; Πολυ ανούσιο; Οταν το μόνο που θελω ειναι να σε σφίξω στην αγκαλιά μου και να σε φιλήσω γλυκά πολυ αγαπημένε μου Δον;


Η Δουλτσινεα σου

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Του ανθρώπου η συμμορία...

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακρινό από το δικό μας υπήρχαν δυο γελωτοποιοί, ένας μεγάλος κι ένας μικρός. Είχαν μια περίεργη και δυνατή σχέση μεταξύ τους. Αγαπούσε πολύ ο ένας τον άλλον αλλά συνάμα δεν έβρισκαν καμία χρυσή τομή επικοινωνίας. Ο μεγάλος ήθελε να προστατεύει τον μικρό, ενώ ο μικρός θαύμαζε τον μεγάλο. Μια μέρα λοιπόν αποφάσισαν να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι για να πάνε στο διπλανό βασίλειο και να δοκιμάσουν κι εκεί την τύχη τους σαν γελωτοποιοί . Τα δύο βασίλεια τα χώριζε ένα τεράστιο δάσος. Ο μεγάλος φοβόταν το μεγάλο δάσος, άγρια θηρία, παγίδες κάτω από τα δέντρα και ούτε ήθελε να ξέρει τι άλλο θα μπορούσαν να συναντήσουν. Ο μικρός το έβλεπε σαν μια περιπέτεια, σαν μια ακόμα εμπειρία. Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν το παιχνίδι τους. Κι όπως σε κάθε μεγάλο ταξίδι για να περάσει η ώρα οι άνθρωποι διηγούνται ιστορίες, άλλοτε αληθινές κι άλλοτε ψεύτικες.
- Έχεις μεγάλε κάνει ποτέ ξανά τέτοιο ταξίδι;
-Μα φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που περνάω αυτό το Μεγάλο Δάσος.
-Και πως ήταν;
-Να συνάντησα πολλά επικίνδυνα πλάσματα, αλλά εγώ..., συνέχισε ο μεγάλος γελωτοποιός κι άρχισε να λέει ιστορίες για τα επικίνδυνα θηρία και πως αυτός με διάφορα τεχνάσματα τα είχε βγάλει πέρα.
Ο μικρός τον άκουγε και τον θαύμαζε. Έτσι περνούσαν οι μέρες κι αυτοί όλο και προχωρούσαν στο μεγάλο δάσος που με κάθε βήμα τους γινόταν όλο και πιο σκοτεινό, όλο και πιο τρομαχτικό.
όπως προχωρούσαν λοιπόν συνάντησαν την πονηρή αλεπού. Ένα πλάσμα πανέμορφο, που η όψη του σε παραπλανούσε γιατί στην ουσία ο σκοπός της ήταν να κλέψει τους δύο ταξιδιώτες μας. Ο μεγάλος το ήξερε, ο μικρός όχι. Έπιασε αμέσως φιλίες μαζί της κι αυτή ξεκίνησε να τους ακολουθεί. Μεγάλοι καυγάδες ξέσπασαν μεταξύ τους αγαπητά μου παιδιά. Ο μεγάλος επέμενε οτι έπρεπε να την διώξουν και να προχωρήσουν μόνοι τους, οτι έβαζαν μπελάδες στο κεφάλι τους, οτι στο τέλος θα την πατούσε ο μικρός που είχε δείξει εμπιστοσύνη σε αυτό πλάσμα. Ο μικρός δεν άκουγε κουβέντα. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν έπρεπε να ζήσει κι αυτός τις ίδιες εμπειρίες με τον μεγάλο; Και τι ήξερε ο μεγάλος δηλαδή από ζωή; Μόνο συμβουλές ήξερε να δίνει και να καυχιέται για το παρελθόν του. Άραγε να ήταν κι αυτός ποτέ μικρός; Να θέλει να ανακαλύψει τον κόσμο; Να αγωνιστεί για τα ιδανικά του; Να θέλει να αφήσει το δικό του στίγμα πάνω σε αυτόν τον πλανήτη; Κι ο μεγάλος έβλεπε στον μικρό τον ίδιο του τον εαυτό. Ο μικρός ήταν ένας καθρέφτης του μεγάλου. Το μόνο που ήθελε ήταν να μην την πατήσει στην ζωή του, μην κάνει τα ίδια λάθη με αυτόν.
Κι οι μέρες περνούσαν κι οι δυο γελωτοποιοί μας είχαν τσακωθεί τόσο πολύ που δεν μιλούσαν πια μεταξύ τους. Κι οι μέρες συνέχισαν να περνάνε κι η αλεπού έβγαλε όλη την πονηριά της κι έκλεψε τον μικρό και τον πρόδωσε. Μα απο εκεί και πέρα καλά μου παιδιά δεν ξέρω τι έγινε, εάν δηλαδή ο μικρός με τον μεγάλο γελωτοποιό τα ξαναβρήκαν, ή συνέχισαν να είναι μαλωμένοι γιατί η γάτα που μου έλεγε την ιστορία είχε δει έναν σκύλο να έρχεται απο μακριά φουριόζος για καυγά και εξαφανίστηκε, αν και κάτι μέσα μου μού λέει οτι συνέχισαν να έχουν ακριβώς την ίδια σχέση, με κόντρες και πεισμώματα μια σχέση τρυφερή, γιατί αυτή είναι η ιστορία της ανθρώπινης συμμορίας. Η ανθρώπινη συμμορία είναι μια ζούγκλα οικογενειακή....κι αν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Τα γράμματα της Δουλτσινέα (5)

Αγαπημένε μου Αλόνσο, πολυαγαπημένε μου Δον,

αυτό είναι το πέμπτο γράμμα που σου γράφω. Είμαι καθισμένη στα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας σου. Βρίσκεσαι πάνω, στο διαμέρισμά σου. Συνεχίζω και σε παρακολουθώ. Κάθε πρωί τρέχω να προλάβω, για να σε χαιρετήσω για την δουλειά σου και κάθε απόγευμα πάλι τρέχω για να είμαι εδώ όταν γυρίσεις. Κάποιες φορές μου ρίχνεις κάποιες ματιές. Κάθε φορά η ματιά σου στέκεται όλο και πιο πολύ πάνω μου. Νομίζω οτι έχω αρχίσει και γίνομαι πρόσωπο οικείο. Αυτό μου δίνει μια μικρή χαρά. Και πώς να μην μου δώσει άλλωστε;
Πολλές φορές νιώθω μπερδεμένη, νιώθω οτι φλερτάρω με την τρέλα. Πόσο φυσιολογικό είναι να προσπαθείς να κάνεις κάποιον να σε προσέξει; Πώς μπορώ να έχω απαίτηση να είσαι μόνο δικός μου από την στιγμή που δεν με ξέρεις καν; Αρκετές φορές ζηλεύω το χαμόγελο σου. Το ζηλεύω και φοβάμαι μήπως οφείλεται σε κάποια άλλη και τότε ναι σκοτεινιάζω και η επιθυμία μου να σε σφίξω στην αγκαλιά μου γίνεται ακαταμάχητη, με κατακλύζει. Και μετά..και μετά φτιάχνω την ιστορία μας στο μυαλό μου. Με γνωρίζεις, μου μιλάς στην αρχή και μετά όσο περνούν οι μέρες σε απογοητεύω, χάνεις τον ενθουσιασμό σου κι εγώ προσπαθώ να σε πλησιάσω κι όσο προσπαθώ τόσο απομακρύνεσαι κι εγώ μοιάζω να βουλιάζω. Αυτό το φοβάμαι. Αχ δεν ξέρεις πόσο το φοβάμαι Δον μου. Κι ο κόμπος στον λαιμό μου μεγαλώνει. Σκέφτομαι τι έχω κάνει, το παρελθόν μου, το ανύπαρκτο παρόν μου, το αβέβαιο μέλλον μου και τότε σταματώ να σκέφτομαι. Τότε μένω ικανοποιημένη να σε κοιτώ μόνο. Ξέρεις τι με τρομάζει πιο πολύ απ' όλα πολυαγαπημένε μου Δον; Οτι ίσως ανήκω σε αυτούς τους ανθρώπους που δεν θα αγαπηθούν ποτέ. Ξέρεις αυτοί οι άνθρωποι που περιμένουν οτι θα έρθει κάποιος  άλλος άνθρωπος και θα τους κλείσει σφιχτά στην αγκαλιά τους και περιμένουν...και περιμένουν...Και τότε εγώ τι θα κάνω Αλόνσο μου; Και τώρα εγώ τι κάνω Δον μου;

Σε φιλώ γλυκά
η Δουλτσινέα σου

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Τα γράμματα της Δουλτσινέα (4)

Αλονσο μου, πολυ αγαπημένε μου Δον,
Εδω και μέρες γνωρίζω που μένεις! Έρχομαι κάτω από την πολυκατοικία σου και προσπαθώ να σε παρακολουθήσω..σε παρακολουθώ. Έχει τύχει δυο φορές να συναντηθούμε στην γωνία του δρόμου,δεν μου έδωσες σημασία, πέθαινα για μια ματιά σου.
Ναι ρώτησε με πιο δυνατά! Οπως ρωτάω κι εγω τον εαυτό μου! Γιατι; Γιατι δεν βρίσκω την δύναμη να σου μιλήσω. Στην τελική δεν εχω να χάσω τιποτα..ισως εχω να χάσω πολλα! Οχι εχω να χάσω παρα πολλα! ΧΙλιαδες σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό μου! Εαν δεν μου δώσεις σημασία; Εάν είσαι ερωτευμένος με κάποια άλλη; Αλήθεια πως θα μπορούσα να ζήσω έναν έρωτα μαζί σου εάν ήδη έχεις ερωτευτεί; Ή εάν ήδη έχεις πονέσει από έναν μεγάλο έρωτα; Δεν θα ερχόμουν για πάντα δεύτερη στην ζωή σου; Θα γινόταν να σε αγαπώ και να είμαι ερωτευμένη εγώ και για τους δυο μας; Θα γινόταν να με λατρέψεις τόσο δυνατά, ώστε να μην μπαίνεις στην διαδικασία να με συγκρίνεις; Δεν ξέρω Δον μου! Σε αυτές τις σκέψεις χάνομαι, σε αυτές αναλώνομαι και δεν βρίσκω το θάρρος να σου πω ένα γεια...να απλώσω το χέρι μου και να σε σταματήσω έτσι όπως στρίβεις βιαστικός στην γωνία.Η καρδιά μου μένει παγωμένη,χωρίς το παραμικρό ίχνος ζωής όταν νομίζω ότι είσαι κοντά μου. Μένει παγωμένη και συνάμα νιώθω μια τέτοια ζεστασιά μέσα μου σαν να με καίει μια τεράστια φλόγα.
Δεν μπορω να μείνω ομως με τους φόβους μου και τις αμφιβολίες μου πολυαγαπημένε μου Αλονσο! Δεν μπορω να περιμενω και να περνάνε ανούσιες οι στιγμές που θα μπορούσα να σε κρατώ στην αγκαλιά μου, να κρατώ τον κόσμο μου στην αγκαλιά μου. Ισως παλι ο ερωτας ειναι για τους τολμηρούς. Ισως να μην ανήκω σε αυτή την κάστα ανθρώπων. Ισως γι'αυτο τον λόγο να μην μου αξίζει να το ζήσω,μια ζοφερή αγάπη, ένα δυνατό πάθος.
Σε φιλώ γλυκά
Η Δουλτσινεα σου

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Τα γράμματα της Δουλτσινέα (3)

Αλόνσο μου, Δον μου,

πιστεύεις οτι μπορεί να ζήσει κάποιος ενώ η καρδιά του είναι σταματημένη; Η καρδιά μου έχει σταματήσει από το πρωί. Δεν ξέρω πως περπατώ, δεν ξέρω πως κρατάω το στυλό αυτή την στιγμή, δεν ξέρω πως σου γράφω. Βάζω το χέρι μου στο στήθος και δεν την ακούω καν να χτυπά. Ίσως αυτή την στιγμή είμαι νεκρή. Δεν είναι δυνατόν όμως αυτό. Μπορεί ένας νεκρός να είναι τόσο χαρούμενος; Να είναι τόσο τυχερός;
Γυρίζοντας στο σπίτι μου έγραψα την διεύθυνσή σου σε ένα χαρτί και μετά ξάπλωσα στον καναπέ κοιτώντας τον απέναντι τοίχο. Ναι, έγραψα την διεύθυνσή σου. Ξέρω πλέον που μένεις. Σε είδα να βγαίνεις από τον υπόγειο σταθμό. Εκείνη την στιγμή η ανάσα μου έγινε πιο γρήγορη κι η καρδιά μου σταμάτησε. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι γύρω σου και ήταν δύσκολο να μην σε χάσω. Δεν θα συγχωρούσα στον εαυτό μου αυτή την ευκαιρία. Οι θεοί μου μού είχαν χαμογελάσει, η θεά της τύχης μου έκλεινε το μάτι εκείνη την στιγμή. Σε ακολούθησα. Το βήμα σου σταθερό, αποφασιστικό και κουρασμένο. Το κεφάλι σου ήταν σκυμμένο, αλλά ανά διαστήματα το σήκωνες και θωρούσες τον ουρανό. Δεν κοιτούσες τους άλλους γύρω σου. Χαμένος στις σκέψεις σου κι εγώ να προσπαθώ να νικήσω την ανάγκη μου να σε αγκαλιάσω. Σταμάτησες σε ένα μικρό μαγαζί. Έμεινες αρκετή ώρα και βγήκες από εκεί με ένα δέμα, τυλιγμένο με ένα κίτρινο χαρτί ανακύκλωσης. Η όψη σου ήταν πιο ευδιάθετη. Τυχαία έπεσε η ματιά σου επάνω μου. Εκείνο το βλέμμα σου που με κάνει να καίγομαι και συνάμα να παγώνω. Έμεινα αποσβολωμένη. Συνέχισες να περπατάς, συνέχισα κι εγώ. Έστριψες σε έναν παράδρομο. Έμεινα στην γωνία να σε ακολουθώ με την ματιά μου. Ανέβηκες γρήγορα τα δέκα σκαλιά της εξόδου και μπήκες στην πολυκατοικία σου. Δεν ξέρω εάν έμεινα στην γωνία του δρόμου, δευτερόλεπτα, λεπτά ή και αιώνες. Η καρδιά μου εξακολουθούσε να είναι σταματημένη.
Δεν ξέρω τι θα κάνω αγαπημένε μου Δον. Ξέρω πλέον πως μπορώ να σε ξανά δω. Εσύ τι έκανες όταν έψαχνες εμένα; Τι έκανε ο Δον Κιχώτης όταν έψαχνε την Δουλτσινέα του; Η καρδιά μου είναι σταματημένη κι εγώ ζω κι είμαι αισιόδοξη γεμάτη ελπίδα. Περίεργο συναίσθημα η ελπίδα, έτσι δεν είναι Αλόνσο μου; Περίεργο να έχει σταματήσει καρδιά και μυαλό κι εσύ να συνεχίζεις να αναπνέεις και να ελπίζεις...

Σε φιλώ γλυκά
η Δουλτσινέα σου

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Tα γράμματα της Δουλτσινέα (2)

Αλόνσο μου, Δον μου,

έχουν περάσει σχεδόν εικοσιτέσσερις ώρες από την στιγμή που σε είδα και νιώθω την ανάγκη να σου γράψω πάλι. Νομίζω οτι μου λείπεις. Δεν είναι περίεργο αυτό το συναίσθημα; Να σου λείπει κάτι, κάποιος που είδες μόνο για μια στιγμή και μετά εξαφανίστηκε στο πλήθος. Τα χαρακτηριστικά σου έχουν αρχίσει και ξεθωριάζουν αλλά πίστεψε με πιέζω πολύ τον εαυτό μου να τα κρατήσω ζωντανά στην μνήμη μου.
Είμαι με μια κούπα καφέ στο μικρό μου διαμέρισμα και κοιτώ τον συννεφιασμένο ουρανό της πόλης. Αναλογίζομαι που μπορεί να βρίσκεσαι ή τι μπορεί να κάνεις τώρα. Η σκέψη οτι μπορεί κι εσύ να κοιτάς έξω από κάποιο παράθυρο με κάνει να χαμογελώ. Είναι σαν να έχω την αίσθηση οτι μου κάνει παρέα κάποιος σε αυτή την απέραντη μοναξιά. Μοναξιά...περίεργη λέξη. Να περιτριγυρίζεσαι από τόσους ανθρώπους και να νιώθεις μόνος. Πολλές φορές μου αρέσει αυτή η μοναχικότητα. Να κάθομαι με την κούπα του καφέ μου μπροστά από το παράθυρο μου και να κοιτώ τους περαστικούς στο δρόμο.
Όταν είχα πρωτοέρθει στο διαμερισματάκι μου προσπαθούσα να φανταστώ την ιστορία του καθενός ανάλογα με το περπάτημα τους. Από ποιά χώρα μπορεί να ήταν και τι βασάνιζε την ζωή τους. Συνήθως έδινα χαρούμενο τέλος στις ιστορίες τους. Πλέον σταμάτησα να το κάνω κι αυτό. Η μοναχικότητα  αρκετές φορές σε κουράζει και πράγματα, τα οποία σε ενθουσίαζαν τα βρίσκεις ανούσια. Αλήθεια έχεις αισθανθεί ποτέ μόνος; Νομίζω οτι οι περισσότεροι άνθρωποι σε αυτή την μεγαλούπολη αισθάνονται μόνοι. Εκεί που μεγάλωσα δεν είναι έτσι. Κανείς δεν αισθάνεται μόνος και κανείς δεν αφήνει τον άλλον να αισθανθεί μόνος είτε με τον καλή έννοια είτε με την κακή.
Απο χθές όμως αυτό το συναίσθημα έχει αρχίσει και αλλάζει. Νιώθω ξανά την διάθεση κι ίσως την ανάγκη να πλάσω ιστορίες κι ίσως και την δική σου.
Αυτή την στιγμή κάθεσαι κι εσύ στο δικό σου διαμέρισμα με ένα βιβλίο κι ένα ποτήρι κρασί. Νομίζω οτι διαβάζεις Σαιξπηρ και από τον υπολογιστή σου παίζει σιγανά Jazz. Σου αρέσει αρκετά ο Σινάτρα, αρέσει και σε εμένα πολύ. Δεν θυμάμαι την ηλικία που ξεκίνησα να ακούω τον Φρανκ. Δεν ήμουν μικρή, ίσως ήμουν φοιτήτρια. Κάποια πράγματα τα διαγράφω από το μυαλό μου σαν να μην έγιναν ποτέ και κάποια άλλα τα θυμάμαι τόσο έντονα με όλες τους τις λεπτομέρειες. Ώρες ώρες νομίζω οτι είμαι πολύ περίεργο άτομο και μάλλον είμαι, αλλά κανείς δεν μου το έχει παραδεχτεί.
Γλυκέ μου Δον οι σκέψεις μου με συνεπάιρνουν και χάνομαι κι η ώρα περνά, όπως και τώρα. Θα σου ξανα γράψω κι ελπίζω να σε δω σύντομα από κοντά.
Σε φιλώ γλυκά
η Δουλτσινέα σου

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Τα γράμματα της Δουλτσινέα (1)

Καλησπέρα..
Δεν με γνωρίζεις. Ούτε εγώ σε γνωρίζω. Δεν ξέρω το όνομα σου, εάν καπνίζεις κι αν ναι τι καπνό φουμάρεις..σε είδα καθώς περνούσες δίπλα μου στο μέτρο..περπάτησα πιο γρήγορα για να σε φτάσω..περπάτησες ακόμα πιο γρήγορα..βιαζόσουν! Κι εγώ βιαζόμουν αλλά εκείνη την ώρα το είχα ξεχάσει. Προσπάθησα να μπω στο ίδιο βαγόνι με εσένα. Έβλεπα την πλάτη σου και το πίσω μέρος τους κεφαλιού σου. Ξάφνου μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να βάλω τα δάχτυλα μου ανάμεσα στα μαλλιά σου και να σε σφίξω δυνατά στην αγκαλιά μου. Είχε κόσμο όμως..πολύ κόσμο κι εγώ δεν ήμουν τόσο δυνατή ώστε να αρχίσω να τους πετώ όλους έναν έναν από εκεί μέσα. Νιώθω πολύ χαζή που κάθομαι και σου γράφω. Γράφω σε έναν άγνωστο αλλά θα ήθελα να με γνωρίσεις κι ίσως με την φαντασία μου σε γνωρίσω κι εγώ! Ελπίζω να σε ξανά δω..αλλά η πόλη αυτή είναι τεράστια..χάνεσαι.. Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο μου γράμμα σε εσένα..ίσως σε ονομάσω Φιλοκτήτη..αρχαίος Έλληνας  ήρωας..ίσως σε ονομάσω Όμπερον όπως το ξωτικό στο Όνειρο Θερινής νυκτός. Ακόμα δεν ξέρω πως.. Ερωτεύτηκα ευθύς το βλέμμα σου. Μακάρι να μπορούσα να το περιγράψω με λόγια αυτό το φευγαλέο βλέμμα και μακάρι να μπορούσα να εξηγήσω την ζεστασιά και συνάμα την παγωνιά  που μου άφησε. Στο υπόσχομαι οτι θα σου γράψω κι άλλα γράμματα
Σε φιλώ γλυκά 
Δουλτσινέα
Υ.Γ ναι σε ονόμασα Δον Κιχώτη  ή μήπως πρέπει να σε αποκαλώ με το πραγματικό σου όνομα, Αλόνσο, ας αλλάξω λίγο την ροή της ιστορίας κι ας σε ψάχνω εγώ αγαπημένε μου Δον προσπαθώντας να λύσω τα μάγια σου και δένοντας πιο πολύ τα δικά μου..

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Ο πρίγκιπας που δεν είχε μάθει να του λένε ποτέ όχι..

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα βασίλειο το οποίο βρισκόταν πολύ μακριά από την δική μας χώρα! Αυτό το βασίλειο καλύπτονταν από τεράστιες ποσότητες άμμου και κάποιοι σοφοί το ονόμαζαν και έρημο. Σε αυτή την έρημο λοιπόν υπήρχε ένα παλάτι αλλά όχι σαν αυτά που ξέρουμε. Ήταν με πολύχρωμα πετράδια και περίεργες τέντες! Σε αυτό το παλάτι λοιπόν κατοικούσαν ο βασιλιάς κι η βασίλισσα του βασιλείου. Αυτοί δεν είχαν  παιδί άλλα μετά από πολλές προσπάθειες απέκτησαν ένα όμορφο αγοράκι. Ήταν ένα αξιαγάπητο παιδί και πανέμορφο. Μόνο που είχε ένα κακό ..δεν είχε μάθει ποτέ να του λένε όχι σε ότι κι αν ήθελε! Κι έτσι τα χρόνια περνούσαν κι αυτός μεγάλωνε και κάποτε χρειάστηκε να φύγει μακριά από το παλάτι του γιατί γινόταν πόλεμος κι ο πρίγκιπας έπρεπε να είναι ο πρώτος στην μάχη ! Ένα βράδυ λοιπόν εκεί που καθόταν και συζητούσαν με τους υπόλοιπους στρατιώτες για την μάχη είδε μια όμορφη κοπελιά να χορεύει ! Χόρευε σαν νεράιδα. Του φάνηκε ότι τα πόδια της δεν πατούσαν στην γη. Την ερωτεύτηκε και ήθελε αμέσως να την κάνει γυναίκα του. Σηκώθηκε και πήγε κοντά της.
-θα γίνεις γυναίκα μου, της ανακοίνωσε.
-Ποιος είσαι εσύ που με διακόπτεις τον χορό;
-Είμαι ο πρίγκιπας του βασιλείου και αποφάσισα να σε παντρευτώ!
-Όχι του είπε αυτή και συνέχισε τον χορό της σαν να μην είχε γίνει ποτέ η συζήτηση.
Ο πρίγκιπας μας τρελάθηκε! Κανείς δεν του έλεγε όχι! Ποια ήταν αυτή για να αρνηθεί την πρόταση του; Αμέσως διέταξε και την συνέλαβαν και την φυλάκισαν σε μια σκηνή! Της έδεσαν τα πόδια ώστε να μην μπορεί ούτε να χορεύει, ούτε να φύγει κι απ' έξω υπήρχαν στρατιώτες που την φυλουσαν! Κάθε βράδυ πήγαινε στην σκηνή της και την ρωτούσε εάν άλλαξε γνώμη και κάθε βράδυ που την έβλεπε την ερωτευόταν όλο και πιο πολύ και κάθε βράδυ αυτή του έλεγε όχι. Μέχρι που πέρασε καιρός κι ένα από αυτά τα βραδιά ο πρίγκιπας ξανά πήγε στην σκηνή της χορεύτριας μα κάτι είχε αλλάξει πάνω της! Δεν ήταν η ίδια! Ήταν ταλαιπωρημένη, γερασμένη, στεναχωρημενη και τότε ένιωσε άσχημα για αυτήν! Κατάλαβε ότι αυτό που έκανε δεν την έφερνε πιο κοντά του αλλά την σκότωνε σιγά σιγά από την αγάπη του! Και έτσι εκείνο το βράδυ την άφησε να φύγει χαρίζοντας της πίσω την ελευθερία της, την ζωή της γιατί η ελευθεριά καλά μου παιδιά είναι το σημαντικότερο πράγμα που έχει ο άνθρωπος στην ζωή του. Κι αν μου είπαν ψέματα,ψέματα κι εγώ σας λέω..

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Κυνηγώντας τα ξωτικά...

Ξεκίνησα να τρέχω και συνέχισα έτσι...μέσα σε δάση σκοτεινά..κι εκέι έλεγα τρέχω για να αποφύγω τους δαίμονες, τα ξωτικά, τα άγρια ζώα, τα γεράκια..και συνέχισα να τρέχω ακόμα κι όταν βγήκα από τα σκοτεινά δάση..έπεσα πολλές φορές, τα γόνατα μου μάτωναν και ξανά και ξανά κι εγώ δεν έδινα σημασία. Στον δικό μου κόσμο, στο δικό μου μυαλό έπρεπε να τρέχω...ο καθένας εχει τον δικό του σκοπό κι ο δικός μου ήταν αυτός...όταν έμεινα χωρίς πόδια δεν έδωσα σημασία απλά συνέχισα..σερνόμουν με τα χέρια..δάγκωνα το χωμα και μασούσα το χορτάρι..και τα χρόνια πέρασαν κι εγώ μεγάλωσα και δεν είχα πια ουτε χέρια, ήμουν απλά ένα κορμί χωρίς άκρα που προσπαθούσε να τρέξει να ξεφύγει από τους δικούς του δαίμονες, τα δικά του ξωτικά, τα δικά του άγρια ζώα, τα δικά του γεράκια..και δεν άκουσα που μου είπαν ψέματα και συνέχισα ψέματα κι εγώ να λεω...

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Μια φορά κι έναν καιρό...

Μια φορά κι έναν καιρό ήθελα να αλλάξω τον κόσμο...μια φορά κι έναν καιρό με κορόιδευαν που ήθελα να αλλάξω τον κόσμο...μια φορά κι έναν καιρό προσπάθησα ...μια φορά κι έναν καιρό με απογοήτευσαν...μια φορά κι έναν καιρό δεν το έβαλα κάτω...μια φορά κι έναν καιρό προσπάθησα πάλι και πάλι και τώρα πια δεν μπορώ να πω μια φορά κι έναν καιρό...τώρα πια τα παραμύθια τελείωσαν για μένα και φωνάζω βουβός και τρέχω ανάπηρος και γράφω αγράμματος και ξεχνάω προσπαθώντας να θυμηθώ τι έκανα μια φορά κι έναν καιρό... και έζησαν αυτοί καλά κι εγώ ξεκίνησα να κοιτάζω με μισό μάτι αυτούς που προσπαθούσαν να αλλάξουν τον κόσμο..κι έζησαν αυτοί καλά κι εγώ ξεκίνησαν να χλευάζω τους ιδεολόγους...κι έζησαν αυτοί καλά...έζησαν αυτοί καλά κι εγώ τώρα...εγώ τώρα είμαι ασφαλής μέσα στις παρωπίδες μου, και μου είπαν ψέμματα και ψέμματα σας λέω...

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Θάνατος και τέχνη

- Θα ήθελα να μπορώ να ζωγραφίζω. Η μαγεία των χρωμάτων πάνω στο χαρτί με συνεπαίρνει. Κάνεις τις σκέψεις εικόνα, τα συναισθήματα  εκφράσεις, τα λόγια βλέμματα σπινθηροβόλα. Δεν ξέρω εάν μαθαίνει κανείς να ζωγραφίζει ή εάν πρέπει να έχεις κάποιο ταλέντο. Κάπου έχω διαβάσει ότι υπάρχει και το σχέδιο που υπακούει σε κανόνες και μπορεί να το κάνει ο καθένας, αλλά αυτό μου φαίνεται άχρωμο, άνοστο...η τέχνη δεν μπαίνει σε καλούπια...Πρέπει να γυρίσω όμως στο δικό μου καλούπι και στην ρουτίνα μου τώρα. Γι'αυτό ίσως δεν μπόρεσα ποτέ να ζωγραφίσω...

-Ωραία ερώτηση αυτή..δεν μου την έχουν κάνει ξανά. Θα ήθελα να μπορώ να χορέψω μπαλέτο. Ολόκληρο το σώμα στηριγμένο πάνω στις μύτες και η κίνηση των χεριών να δίνει μια εικόνα που να γεννά συγκίνηση, χαρά εμπειρία. Ακούς μια μουσική τόσο παραμυθένια, απόκοσμη και την ντύνεις με συναίσθημα, συναισθήματα που έχεις, που δημιουργείς...νομίζω οτι τα δικά μου συναισθήματα χάθηκαν κάπου στο πέρασμα των. Γι'αυτό ίσως δεν μπόρεσα ποτέ να χορέψω..

- Ο θάνατος; Είναι πολύ μακριά από μένα. Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Θα ήθελα να μπορώ να γραψω όλα αυτά που σκέφτομαι. Να γραφω με τις  ώρες κι αυτά κάποτε να διαβαστούν. Να περάσουν οι ιδέες μου, τα συναισθήματα μου, οι εμπειρίες μου σε κάποιον άλλον, και σε κάποιον άλλον και σε κάποιον άλλον κι από εκεί στην αιωνιότητα, ματαιοδοξία σωστά; Γι'αυτό ίσως ποτέ δεν μπόρεσα να γράψω...

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Πατρίδα...ποια πατρίδα (Ι)



Αύγουστος 1891

    Η ζέστη ήταν αφόρητη. Μεσημέρι κι έξω δεν κινιόταν τίποτα. Η Χρυσούλα είχε μπει στον μήνα της εδώ και δέκα μέρες. Τα δάχτυλα της είχαν πρηστεί τόσο πολύ που πλέον δεν μπορούσε να κάνει καμία δουλειά και τα   πόδια της ήταν τόσο πρησμένα, που πατούμενο δεν της χωρούσε. Δεν ήταν η πρώτη της γέννα κι είχε ένα παιδί να βαστάει στην αγκαλιά της.
   Ένα είχε γεννήσει, ένα της είχε πεθάνει πριν ακόμα γεννηθεί και το τελευταίο το είχε χάσει όταν ήταν δυο ή τριών χρονών, κάπου εκεί. Από μάτι μάλλον πήγε. Καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη της. Αυτό άραγε τι τύχη θα είχε; Τι να’ ταν; Αρσενικό ή θηλυκό;   Αν και πάντα ήθελε ένα κορίτσι. Μια τσούπα θα την ξελάφρωνε από όλες τις δουλειές κι εδώ και στα χωράφια, αλλά ποιος έχασε την τύχη του για να την βρει αυτή; Αγορομάνα ήταν. Τα δύο που είχε γεννήσει αγόρια κι αυτό απ’ ότι της έλεγαν αγόρι θα ήταν.
‘Αρκετά χαζολόγησες κυρα-Χρυσούλα’ σκέφτηκε δυνατά και σηκώθηκε να μαζέψει τα πιάτα για να τα πλύνει και μετά να πάει στο χωράφι και να βρει τον άντρα της μαζί τον μικρό της μήπως βοηθήσει κι αυτή όπου μπορεί. Έτσι είχε μάθει από μικρή. Χρόνος υπάρχει μόνο για δουλειά.
Έπλενε τα πιάτα έξω στην αυλή κι αυτός ο φριχτός ήλιος της            προκαλούσε ίλιγγο. Έκανε το στόμα της να ξεραίνεται, αλλά συνέχιζε την δουλειά της αμίλητη κι απολύτως συγκεντρωμένη.
Ξαφνικά αισθάνθηκε μια σουβλιά χαμηλά στην κοιλιά. Ανάσανε βαριά και συνέχισε. Δεν ήταν τίποτα. Στον πρωτότοκό της πονούσε 15 μέρες πριν γεννήσει κι όλο έλεγε στον Σπήλιο ότι γεννάει κι ο καημένος έτρεχε στην μαμή. Τελικά τον μικρό της, τον Θανασάκη, τον γέννησε στα χωράφια, κοντά στ’   αμπέλια, κάτω από το πλατάνι. Κι άλλος πόνος τώρα. Αυτή την φορά στην μέση. Και πάλι πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. Δυο πιάτα της είχαν μείνει και θα τέλειωνε. Τέλειωσε. Ήταν ιδρωμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Πήγε τα πιάτα μέσα, βρήκε το τράστο της, το φόρεσε και κίνησε για τα χωράφια.
Περπατούσε ξελιγωμένη από τον ήλιο. Το νερό δεν της έφτανε πουθενά. Συνεχώς τα χείλια της ξεραίνονταν από την δίψα. Δεν είχε προχωρήσει πολύ από το σπίτι  όταν πάλι ένας δυνατός πόνος στην μέση την έριξε στο χώμα. Έπεσε προς τα πίσω κι όχι με την κοιλιά. Οι πόνοι τώρα ήταν πιο έντονοι, τόσο πολύ που δεν άντεξε, μια δυνατή στριγκλιά ξέφυγε από το στόμα της, τα πόδια της βράχηκαν. Μια ηρεμούσε και μια σφάδαζε σαν να της ξερίζωναν τα σωθικά.
Γεννούσε. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Είχαν σπάσει τα νερά. Φώναζε μήπως και την ακούσει κανένας εργάτης ή καμιά γυναίκα από το χωριό κι έρθει να την βοηθήσει. Ερημιά. Ψυχή δεν φαινόταν. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα είχαν σχηματιστεί στο μέτωπό της. Έβαλε όλη της την δύναμη να σπρώχνει για να ξεσφηνώσει αυτό το πράγμα που ερχόταν και την έστελνε στην κόλαση από τους πόνους. Προσπαθούσε να δώσει δύναμη στον εαυτό της, αλλά αυτοί οι πόνοι ήταν αλλιώτικοι. Στην πρώτη της γέννα μέσα σε μισή ώρα το παιδί είχε βγει, ενώ αυτό την βασάνιζε κι αυτή δεν ήξερε για πόση ώρα. Ίσως για μια αιωνιότητα,
Δεν άντεχε άλλο. Έχανε σιγά σιγά τις αισθήσεις της. Μπορεί και να πέθαινε. Ήθελε απλά να κοιμηθεί και να ησυχάσει από όλον αυτόν τον πόνο.
‘ Ξύπνα ωρή, ξύπνα. Σπρώξε για το παιδί. Θα το πνίξεις το παιδί σου ωρή’ άκουσε μια φωνή, μάλλον γνωστή, να της λέει.
Ναι το παιδί της. Έπρεπε να συνεχίσει για το παιδί της.
‘Θέμη, Θέμη λέω. Φέρε από μέσα ένα σεντόνι και τις κουτάλες. Έχει σφηνώσει το άτιμο και δεν βγαίνει’ άκουσε η Χρυσούλα πάλι την ίδια φωνή.
Δεν ήξερε τι γινόταν γύρω της. Είχε επικεντρωθεί στη δουλειά που    έπρεπε να κάνει. Να σπρώχνει. Φώναζε, ούρλιαζε. Νόμιζε ότι έπαιρνε δύναμη από τις ίδιες της τις κραυγές. Ξαφνικά ο πόνος έγινε πιο δυνατός. Πάγωσαν τα σωθικά της, ξεσκίστηκε η σάρκα της. Έβγαλε μια δυνατή στριγκλιά και μετά σαν ένα χέρι να την πήρε μακριά. Δεν άκουσε το κλάμα του μωρού, δεν άκουσε τίποτα. Το κορμί της ήταν πλέον χαλαρό. Εντελώς παραδομένη έκλεισε τα μάτια.


Άνοιξε τα μάτια της. Βρισκόταν στο κρεβάτι του σπιτιού της. Όνειρο ήταν αυτό τελικά; Έπιασε την κοιλιά της. Δεν ήταν τόσο φουσκωμένη πλέον, αλλά το ένιωθε κιόλας πως είχε γίνει πάλι μάνα. Ένιωθε πως μέσα σε αυτό το δωμάτιο χτυπούσε μια καρδούλα φτιαγμένη από εκείνη.
‘Σπήλιο, Σπήλιο… πού είσαι;’ είπε και η φωνή της ακουγόταν ξέπνοη.
‘Εδώ είμαι Χρυσούλα. Είχες δύσκολη γέννα’ της είπε ένας άντρας   μετρίου αναστήματος με κοιλίτσα, αλλά πολύ γλυκό πρόσωπο και μάτια καταγάλανα σαν του ουρανού.
‘Το παιδί; Πού είναι το παιδί;’ ρώτησε αυτή ανήσυχα και προσπάθησε να ανασηκωθεί στα χέρια της.
‘Ηρέμησε, ηρέμησε. Καλά είναι. Αγόρι έκανες. Άργησε να κλάψει κι η Αννιώ το χτύπησε αρκετά, αλλά τώρα είναι καλά. Κοιμάται. Μόνο που υπήρξε ένα πρόβλημα… όχι σοβαρό…’
‘Τι Σπήλιο; Τι έγινε; Μην μου παίρνεις την ψυχή…’
‘Το μικρό του δάχτυλο στο ένα χέρι είναι κοκαλωμένο, σαν να είναι   ξένο. Έτσι γεννήθηκε.’


Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Η γελωτοποιός που έτρεχε....

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα κάστρο, που βρισκόταν πολύ μακριά από την δική μας χώρα ζούσε μια μικρή γελωτοποιός. Η οικογένεια της ήταν γνωστή οικογένεια γελωτοποιών και δεν της χαλούσαν ποτέ χατίρι. Όταν πέρασαν τα χρόνια κι αποφάσισε να σπουδάσει ένα επάγγελμα, διάλεξε αυτό του γελωτοποιού. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ήταν οικογενειακή της κληρονομιά, αλλά της άρεσε να κάνει τον κόσμο να γελάει και να ξεχνάει τα προβλήματα του. Η μικρή μας γελωτοποιός ήταν καλή, χρυσή κι είχε όλα τα καλά του κόσμου, είχε ένα μεγάλο κακό όμως...πάντα βιαζόταν...τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Τελείωσε, λοιπόν την μεγάλη σχολή των γελωτοποιών κι ήρθε η ώρα να ψάξει για δουλειά, αλλά δεν μπορούσε να περιμένει καθόλου μέχρι να βρει, ήθελε σώνει και ντε να βρει την επόμενη μέρα. Τι να κάνει λοιπόν κι ο καημένος ο πατέρας της ο μεγαλογελωτοποιός πήγε και παρακάλεσε τον βασιλιά του κάστρου να δεχτεί την κόρη του στην δούλεψη του. Ο βασιλιάς δέχτηκε με χαρά, γιατί χρόνια συνεργαζόταν με την οικογένεια των γελωτοποιών. Η μικρή τα πήγαινε καλά στην δουλειά κι όταν ο βασιλιάς της πέταξε ένα χάλκινο φλουρί γιατί του άρεσαν τα κόλπα της αυτή πήγε χωρίς δεύτερη σκέψη κι αγόρασε ένα καπέλο, ξέρετε αυτό με τα τρελά κουδουνάκια που κάνουν περίεργους ήχους όταν χοροπηδάς. Κι η δουλειά συνεχιζόταν κι ο βασιλιάς έμενε ευχαριστημένος και μετά από κάμποσες μέρες της πέταξε ένα ασημένιο φλουρί. Χωρίς δεύτερη σκέψη η μικρή μας γελωτοποιός πήγε και πήρε μπογιές για να ζωγραφίζει στο πρόσωπο της αστείες γκριμάτσες, οι γονείς της όμως την συμβούλεψαν να μην χαλάει όλα της τα χρήματα και να κρατάει κάτι στην άκρη. Σιγά μην τους άκουγε όμως...αυτή ήξερε τι έκανε. Είχε δουλειά κι αφού είχε δουλειά θα είχε και πάντα λεφτά. Έτσι λοιπόν όταν ο βασιλιάς της πέταξε ένα χρυσό φλουρί, αυτή πήγε κι αγόρασε μια ρόδα με πετάλι για να κάνει κόλπα και φιγούρα, γιατί η μικρή μας φίλη είχε ρόδα, αλλά δεν ήταν καινούρια και δεν γυάλιζε. Κι η ρόδα αγοράστηκε. Σε ένα κόλπο περίπλοκο πολύ όμως, που είχε σάλτο στον αέρα και δυο τούμπες ακούστηκε ένα ξαφνικό κρατς, ένα πολύ δυνατό κρατς και τα ρούχα της μικρής γελωτοποιού σχίστηκαν. Τότε σκέφτηκε πως εάν είχε κρατήσει τα χρήματα που είχε μαζέψει θα μπορούσε να πάρει μια νέα αλλαξιά ρούχα και να συνεχίσει την δουλειά της...τώρα τι έγινε μετά δηλαδή εάν η μικρή μας γελωτοποιός βρήκε τα λεφτά να πάρει καινούρια ρούχα ή εάν έχασε την δουλειά της γιατί ο λαγός που μου έλεγε την ιστορία βιαζόταν  κάπου να πάει κι έφυγε τρέχοντας...τώρα εάν μου είπε ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω..