Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Κατάρα η ασχήμια...κατάρα η ομορφιά....

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα πολύ μακρινή από εδώ που ζούμε τώρα, υπήρχε ένα μικρό χωριό. Ήταν κρυμμένο μέσα στο δάσος κι οι χωρικοί που ζούσαν εκεί δεν έβγαιναν συχνά έξω από το χωριό τους γιατί φοβόντουσαν την κακία και την ασχήμια του έξω κόσμου. Σε αυτό το χωριό ζούσε κι ένα μικρό παιδάκι. Το μοναδικό του χωριού. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 6-7 χρονών. Μια μέρα λοιπόν ξέσπασε μεγάλη φασαρία στο χωριό. Κάτι σοβαρό συνέβαινε κι όλοι έτρεξαν στην πλατεία για να δουν. Το άκουσε κι ο μικρός μας φίλος κι άρχισε να τρέχει κι αυτός. Καθώς ήταν μικρόσωμος και κοντούλης χώθηκε μέσα στο πλήθος. Κι όσο πλησίαζε πιο πολύ στην πλατεία τόσο οι φωνές γίνονταν πιο δυνατές, πιο άγριες, πιο φοβισμένες. Σύρθηκε για να φτάσει όσο πιο κοντά μπορούσε. Σήκωσε το κεφαλάκι του και τι να δει; Ένα πλάσμα που όμοιό του δεν υπήρχε. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις εάν ήταν άντρας ή γυναίκα. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις εάν ήταν ανθρώπινο πλάσμα. Είχε 4 μάτια και ήταν τριχωτή σε όλο της το σώμα και τα χέρια της δεν είχαν δάχτυλα. Όλο το χωριό είχε εξαγριωθεί και της φώναζαν να φύγει και τις πετούσαν πέτρες. Αυτή άρχισε να σέρνεται, μέχρι που χάθηκε από τα μάτια τους. Ο μικρός μας φίλος γύρισε σπίτι του, αλλά όλο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τι να έκανε άραγε αυτή η γυναίκα; Μόνη της και χτυπημένη; Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να ψάχνει στο χωριό. Ήταν μέσα σε ένα στάβλο κι έκλαιγε. Δεν της μίλησε. Πήγε μόνο και την αγκάλιασε και σκούπισε τα δάκρυα της. Δεν την φοβόταν, δεν την σιχαινόταν. Ήξερε ότι αυτό εδώ το πλάσμα ένιωθε, είχε καρδιά κι έκλαιγε. Στεναχωρήθηκε για την ασχήμια της, αλλά δεν είπε τίποτα.
' Κατάρα να σε κοιτούν στα μάτια και να μην καταλαβαίνουν. Κατάρα η ασχήμια.' του είπε αυτή κι εξαφανίστηκε από μπροστά του.
Κι ο καιρός περνούσε. Και μια μέρα ακούστηκε πάλι φασαρία στο χωριό. Όλοι έτρεξαν στην πλατεία. Έτρεξε κι ο μικρός μας φίλος. Σύρθηκε, έσπρωξε και όταν σήκωσε το κεφαλάκι του είδε κάτι θεσπέσιο. Δεν μπορούσε να πει εάν ήταν άντρας ή γυναίκα. Δεν ήξερε εάν ήταν ανθρώπινο πλάσμα. Έλαμπε κι ήταν τόσο όμορφος. Με μαλλιά ξανθά, μπούκλες και μάτια γαλάζια και τεράστια κατάλευκα φτερά. Οι χωρικοί όρμησαν πάνω του και τον φυλάκισαν. Σε ένα μεγάλο σιδερένιο κλουβί για να μην φύγει και να το θαυμάζουν για πάντα.Ο μικρός μας φίλος γύρισε σπίτι του, αλλά όλο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί.Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να ψάχνει στο χωριό. Τον βρήκε μέσα στο κλουβί του. Σκυμμένο να κλαίει. Τον πλησίασε. Δεν του μίλησε. Έφερε το προσωπάκι του κοντά στα κάγκελα και πέρασε το χεράκι του μέσα στο κλουβί. Του σκούπισε τα δάκρυα και τότε το κλουβί άνοιξε κι αυτός βγήκε έξω.
' Κατάρα να σε κοιτούν στα μάτια και να μην καταλαβαίνουν. Κατάρα η ομορφιά.' του είπε αυτός κι εξαφανίστηκε από μπροστά του.
Ο μικρός μας γύρισε στο κρεβάτι του και ξάπλωσε. Ήξερε πως δεν είναι κατάρα η ομορφιά, δεν είναι κατάρα η ασχήμια. Κατάρα είναι να σε κοιτούν στα μάτια και να μην σε καταλαβαίνουν. Τώρα καλά μου παιδιά εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου