Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Το μικρό καλικαντζαράκι που το έλεγαν Θυμό

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μεγάλο και πολύ σκοτείνο δάσος πολύ μακριά από την δική μας χώρα υπήρχε ένα πολύ μικρό σπίτι. Σε αυτό λοιπόν το σπίτι ζούσε ένα μικρό καλλικαντζαράκι που το έλεγαν Θυμό. Αυτό το καλλικαντζαράκι ήταν μόνο του. Δεν είχε φίλους ούτε οικογένεια. Το μόνο που ειχε ήταν έναν περίεργο κόμπ στον λαιμό που το έκανε να νιώθει πολύ άσχημα και γι’αυτό ήθελε να συμπεριφέρεται άσχημα και στους άλλους.
Μια μέρα εκεί που καθόταν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο αποφάσισε να πάει ένα μεγάλο ταξίδι στην πόλη. Εκεί θα γνώριζε ανθρώπους και θα έκανε φίλους κι ίσως αυτός ο κόμπος που είχε στον λαιμό να έφευγε. Μόλις έφτασε στην πόλη άρχισχε χαρούμενο να γυρνάει στους δρόμους και να μιλάει στους περαστικούς, αλλά ήταν τόσο δα μικρό που ούτε καν φαινόταν κι οι άνθρωποι δεν του έδιναν σημασία και δεν του μιλούσαν. Κι οι μέρες περνούσαν κι ο κόμπος που είχε ο Θυμός στον λαιμό του όλο και μεγάλωνε και τον γαργαλούσε και τον έκανε να αισθάνεται άσχημα και ήθελε να κάνει κακό.
Έτσι λοιπόν αποφάσισε να πηγαίνει και να κρύβετε στα ρούχα των μικρών παιδιών που δεν θα τον έβλεπαν και θα τα έκανε να αισθάνονται κι αυτά το ίδιο άσχημα όπως αυτός. Και τα κατάφερε. Τα παιδιά είχαν αρχίσει και τσακώνονταν μεταξύ τους και να συμπεριφέρονται άσχημα το ένα στο άλλο. Μάλωναν για τα παιχίδια, μάλωναν για τα μαθήματα, μάλωναν με την μαμά τους και τον μπαμπά τους που τους έδιναν να τρώνε φακές και λαχανικά. Έλεγαν άσχημες κουβέντες και πρόσβαλλαν όσους αγαπούσαν αλλά ο κομπός που ένιωθαν κι αυτά πλεον στο λαιμό τους μεγάλωνε όλο και πιο πολύ και δεν έφευγε με τίποτα. Το καλλικάντζαράκι μας, ο Θυμός χαιρόταν και γελούσε που προξενούσε τόσους μπελάδες.
Πηδούσε από το ένα παιδάκι στο άλλο και το έκανε να είναι θυμωμένο συνέχεια. Μια μέρα λοιπόν έπεσε στην τσέπη ενός μικρού κοριτσιού. Ούτρε αυτό είχε φίλους. Κανείς δεν την μιλούσε, αλλά αυτή δεν έλεγε τίποτα. Δεν τσακωνόταν, δεν μιλούσε άσχημα μόνο καθόταν και ζωγράφιζε. Το καλλικαντζαράκι μας δεν το πίστευε αυτό. Θύμωνε που δεν μπορούσε να κάνει την σκανταλιά του και μεγάλωνε, μεγάλωνε, μεγάλωνε μέχρι που έφτασε σε μέγεθος όσο ένα σκαθάρι και τότε το κοριτσάκι το πρόσεξε.
‘Ποιος είσαι εσυ;’ Του είπε
‘Είμαι ο καλλικάντζαρος, ο Θυμός.’
‘Εσύ τους κάνεις όλους να συμπεριφέρονται τόσο άσχημα;’
‘Ναι, αλλά εσένα δεν μπορώ. Γιατί δεν μιλάς κι εσύ άσχημα σε αυτούς που σου μιλούν;’
‘Γιατί να μιλήσω;’
‘Γιατί σε προσβάλλουν και σε κάνουν να στεναχωριέσαι.’
‘Εάν τους μιλήσω άσχημα, θα στεναχωρηθούν κι αυτοί και μετά εγώ θα νιώσω ακόμα πιο άσχημα. Δεν είναι δίκαιο και σωστό.’
‘Και τι κάνεις;’
‘Ζωγραφίζω και μετά τους λεω ότι αυτό που έκαναν με πείραξε και τους ζητάω να μην το ξανακάνουν. Είναι απλό και κανείς δεν στεναχωριέται.’
Το καλλικαντζαράκι μας δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του. Μα πώς ήταν δυνατόν να ξεχασει κάποιος αυτόν τον κόμπο που είχε στον λαιμό; Πώς ήταν δυνατόν όταν κάποιος σε θυμώνει να μην του μιλησεις άσχημα ή να μην το χτυπήσεις; Ανήκουστα πράγματα αυτά. Δεν μίλησε. Σηκώθηκε κι έφυγε και γύρισε στο σπίτι του στο δάσος. Εκεί έμεινε κλεισμένος για πάντα. Κάθε μέρα σκεφτόταν τα λόγια του κοριτσιού και κάθε μερα καταλάβαινε ότι το κοριτσάκι είχε δίκιο. Γιατί να στεναχωρούμε τους άλλους; Έτσι σιγά σιγά ο κόμπος που είχε το καλλικαντζαράκι μας στον λαιμό μίκραινε συνέχεια μέχρι που εξαφανίστηκε.
Μια μέρα λοιπόν που έκανα κι εγώ μια βόλτα στο μεγάλο δάσος βρήκα το μικρό καλλικαντζαράκι που πλέον δεν το έλεγαν Θυμό, αλλά Συγγνώμη και μου είπε την ιστορία του κι εγώ με την σειρά μου την λέω σε εσας…τώρα εάν μου είπε ψέματα….ψέματα κι εγώ σας λεω…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου