Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Η φωτιά που άλλαξε χρώμα...

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα δάσος μεγάλο και πυκνό πολύ μακριά από την δική μας χώρα υπήρχε ένα μικρό ξύλινο σπίτι. Περισσότερο με καλύβα έμοιαζε. Σε αυτή την καλύβα λοιπόν ζούσε μια μικρή γελωτοποιός, ξέρετε από αυτές με τα περίεργα κουδουνάκια που όταν κάνουν τούμπες, αυτά κουδουνίζουν περίεργα. Στο σπίτι είχε πολλά λουλούδια γιατί τους άρεσε η συντροφιά τους και δυο ζωάκια μικρά. Μια γάτα κι έναν λαγό. Κάθε πρωί όλοι πήγαιναν στις δουλειές του και το βράδυ γύριζαν, έτρωγαν και κάθονταν μπροστά στο τζάκι κι έλεγαν πως τα πέρασαν. Η μικρή γελωτοποιός εδώ και πολύ καιρό είχε αρχίσει να είναι κατσούφα, της έλειπε μια ανθρώπινη συντροφιά, αγαπούσε τα λουλούδια της, αγαπούσε τα ζωάκια της αλλά ήθελε κάποιον άλλο γελωτοποιό ή μπορεί και τον πρίγκιπα του κάστρου όπου δούλευε να παίζει, να χορεύει, να του λέει τα αστεία της. Οι φίλοι της, προσπαθούσαν να της συμπαρασταθούν. Η γάτα της έφερε ένα ποντίκι να δώσει παράσταση μήπως και να της φτιάξει το κέφι, τίποτα. Ο λαγός διοργάνωσε αγώνα δρόμου με την χελώνα και την άφησε να κερδίσει, μα πάλι τίποτα. Η μικρή μας γελωτοποιός γινόταν μέρα με την μέρα όλο και χειρότερα. Τόσο που δεν κατάλαβε ότι οι φίλοι της τα ζώα είχαν φύγει και τα λουλούδια της είχαν μαραθεί. Ένα βράδυ λοιπόν που συνέχισε να γκρινιάζει στην φωτιά, αυτή άλλαξε χρώμα κι από κόκκινη έγινε πράσινη και της μίλησε. Της είπε να κοιτάξει γύρω της και να δει τι είχε καταφέρει με την γκρίνια της. Ούτε ανθρώπινη συντροφιά είχε βρει, αλλά είχε διώξει και τους φίλους της από δίπλα της. Κι αυτή ξαφνικά κατάλαβε τι είχε κάνει κι έτρεξε στην πόρτα. Τώρα τι έγινε καλά μου παιδιά δεν ξέρω, εάν δηλαδή βρήκε τους παλιούς της φίλους, ή βρήκε την ανθρώπινη συντροφιά που τόσο έψαχνε ή βρήκε άλλους καινούριους γιατί το ποντίκι που μου έλεγε την ιστορία το είχαν καλέσει να δώσει κάπου μια χριστουγεννιάτικη παράσταση και βιαζόταν να φύγει. Τώρα εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Ο καλικάντζαρος που κατέστρεφε τα Χριστούγεννα

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακρινό από την δική μας χώρα υπήρχε ένα μικρό κι όμορφο χωριό. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τις δουλειές τους και αγαπούσαν ο ένας τον άλλον. Η καλύτερη εποχή του χρόνου ήταν γι' αυτούς τα Χριστούγεννα γιατί στόλιζαν το μεγάλο δέντρο της πλατείας, έψελναν χριστουγεννιάτικα τραγούδια και μοίραζαν γλυκά, ζεστά χαμόγελα και αγκαλιές. Κάτω από αυτό το χωριό, όμως ζούσε ένας μικρός καλικάντζαρος. Είχε μυτερά αυτιά και μακριά μουσούδα και φορούσε ένα πράσινο σκουφί. Αυτός λοιπόν ο καλικάντζαρος έβγαινε στην επιφάνεια της γης και γινόταν φίλος με κάποιο παιδάκι, μετά έλεγε ότι ήταν μόνος του κι έκλαιγε και τα παιδιά τον φιλοξενούσαν σπίτι τους. Ο κύριος καλικάντζαρος λοιπόν, σηκωνόταν το βράδυ κι έτρωγε τα μπισκότα και το γάλα που άφηναν τα παιδιά για τον Αη Βασίλη, αυτός δεν τα έβρισκε και δεν άφηνε τα δώρα του, οπότε την άλλη μέρα τα παιδιά έψαχναν κάτω από το έλατο, μέσα στις κάλτσες του τζακιού και δεν έβρισκαν τίποτα. στεναχωρούνταν κι έτσι τα Χριστούγεννα τους χαλούσαν. Ο καλικάντζαρος έτριβε τα χέρια του από ικανοποιήση και εξαφανιζόταν στα έγκατα της γης μέχρι την νέα χρόνια. Έτσι και φέτος, λοιπόν βγήκε στην επιφάνεια της γης και το πρώτο παιδάκι που είδε του έπιασε την κουβέντα. Με τα πολλά και τα λίγα καλά μου παιδιά έγιναν φίλοι με το παιδάκι κι αυτό προθυμοποιήθηκε να τον φιλοξενήσει σπίτι του. Το μικρό μας παιδάκι όμως την είχε πατήσει από τον καλικάντζαρο  και δεν ήθελε να την πατήσει και δεύτερη φορά, έτσι το βράδυ ενώ έκανε πως κοιμόταν άκουσε τον καλικάντζαρο σιγά σιγά να σηκώνεται από το κρεβάτι του και να πηγαίνει να φάει τα μπισκότα και το γάλα και ξαφνικά το έπιασε στα πράσα. Αυτός ξεκίνησε να τρέχει κι από πίσω του το παιδάκι κι από πίσω του η μαμά του κι από πίσω ο μπαμπάς του κι από πίσω του ο θείος του και για να μην τα πολυλογώ ολόκληρο το χωριό. Τώρα εάν τον έπιασαν τον καλικάντζαρο δεν ξέρω γιατί ο Ρούντολφ που μου έλεγε την ιστορία έχει γεράσει λίγο και δεν θυμόταν καλά. Τώρα εάν μου είπε ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω...

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Το ροζ μπαλόνι...

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα πολύ μακριά από την δική μας υπήρχε ένα τεράστιο δάσος. Σε
αυτό το δάσος υπήρχαν δυο μικρά σπίτια, ξύλινα και φτωχικά. Στα δυο αυτά σπίτια ζούσαν οι γιαγιάδες με τα εγγόνια τους, βλέπετε  καιροί δύσκολοι κι οι γονείς έπρεπε να φύγουν να πάνε κάπου αλλού να βρουν δουλειά. Κάθε Κυριακή οι γιαγιάδες έντυναν με τα καλύτερά τους ρούχα τα δυο μικρά παιδάκια και τα πήγαιναν στο λούνα παρκ, να παίξουν με τα αυτοκινητάκια, να φάνε μαλλί της γριάς και να πάρουν από ένα μεγάλο μπαλόνι. Ένα ροζ για το κορίτσι κι ένα γαλάζιο για το αγόρι. Και τα χρόνια πέρασαν και τα δυο παιδιά μεγάλωσαν, αλλά την συνήθεια να πηγαίνουν στο λούνα παρκ δεν την σταμάτησαν. Μια όμορφη Κυριακή είπε το κορίτσι στο αγόρι ο,τι τον είδε στο όνειρό της, αλλά αυτός δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό. Δεν είχε δει ποτέ όνειρο στην ζωή του. Στεναχωρήθηκε αρκετά και μετά από πολύ σκέψη αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο, μήπως και καταφέρει να βρει λύση στο πρόβλημά του. Το κορίτσι ήθελε να πάει μαζί του, αλλά αυτός δεν ήθελε να την βάλει σε κίνδυνο. Δικό του ήταν το πρόβλημα, αυτός έπρεπε να βρει την λύση. Ξεκίνησε λοιπόν την περιπλάνηση του. Πέρασε ποτάμια, βουνά, πόλεις και δάση και κάποτε έφτασε σε ένα μικρό χωριό. Όλοι του είπαν να πάει στον γέροντα του χωριού, που ήταν τόσο μεγάλος σε ηλικία που κι ο ίδιος είχε ξεχάσει πότε γεννήθηκε. Πήγε λοιπόν και του είπε το πρόβλημά του. Ο γέροντας όμως δεν τον ρώτησε περισσότερα γι'αυτό παρά τον ρώτησε ιστορίες από το χωριό του. Πως ήταν η γιαγιά του, πώς ήταν η φίλη του και πως ήταν κι η άλλη γιαγιά. Το παλικάρι του διηγήθηκε την ιστορία του. Μιλούσε πολλές ώρες ακατάπαυστα μέχρι που βράδιασε και στο τέλος ένιωσε τόσο κουρασμένος που ζήτησε συγγνώμη κι έφυγε να πάει να κοιμηθεί. Καθώς πλάγιασε κι έκλεισε τα μάτια του είδε ένα μεγάλο ροζ μπαλόνι να πετάει στον ουρανό και ξύπνησε μέσα στον ύπνο του. Ξύπνησε χαρούμενος γιατί είχε δει το πρώτο του όνειρο και τότε κατάλαβε πως τα όνειρα είναι η νοσταλγία, τα όνειρα είναι για να μας αγρυπνούν. Τώρα εάν είδε κι άλλα όνειρα το αγόρι της ιστορίας μας δεν ξέρω γιατί το ποντικάκι που μου έλεγε την ιστορία σταμάτησε στην μέση κι άρχισε να τρέχει. Είχε δει από μακριά μια γάτα να έρχεται ορεξάτη και φοβήθηκε. Τώρα εάν μου είπε ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω...

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Το μεγάλο ζογκλερικό κόλπο...

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα κάστρο πολύ μακριά από την δική μας χώρα ζούσε μια μικρή γελωτοποιός. Ξέρετε από αυτές που φοράνε τα περίεργα καπελάκια με τα κουδουνάκια, που κάνουν ήχους πολύ περίεργους καθώς περπατάνε και κάνουν τα κόλπα τους για να γελάνε οι άλλοι. Η γελωτοποιός μας αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι για να ανακαλύψει τον κόσμο και να μάθει καινούρια κόλπα και μαγικά. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε. Πέρασε δάση, βουνά, ποτάμια και ρυάκια. Γνώριζε διάφορα μικρά ζωάκια που την μάθαιναν διάφορα κόλπα, αλλά όλα αυτά τα κόλπα ήταν πολύ μικρά και δεν θα μπορούσαν να στηρίξουν ένα μεγάλο ζογκλερικό νούμερο. Περπατούσε λοιπόν με την ελπίδα να γνωρίσει κάποιον που θα της έδειχνε ένα πολύ όμορφο και πολύπλοκο κόλπο, που θα την έκανε ξεχωριστή. Βυθισμένη στις σκέψεις της έφτασε μπροστά στο μεγαλύτερο και το πιο πυκνοφυτεμένο δάσος του κόσμου. Είχε ακούσει πολλά για αυτό το δάσος και πραγματικά φοβόταν να μπει. Αλλά τι μπορούσε να κάνει; Έσφιξε τα χέρια της και άρχισε να προχωράει. Πέρασαν μέρες περπατώντας και δεν είχε συναντήσει κανέναν. Ούτε ένα περιστέρι, ούτε ένα σκίουρο, ούτε καν ένα μυρμήγκι. Μετά από κάμποσο καιρό έφτασε σε ένα ξέφωτο. Ήταν τεράστιο και γύρω γύρω δεν υπήρχαν δέντρα, μόνο μερικά κούτσουρα. Με την άκρη του ματιού της έπιασε έναν γελωτοποιό σαν κι αυτήν ντυμένο να παίζει με τις φωτιές και να κάνει περίεργα κόλπα και μορφασμούς τόσο πολύ αστείους που αυτή δεν κρατήθηκε κι άρχισε να γελάει δυνατά. Αυτός δεν της έδωσε σημασία και συνέχισε να κάνει τα κόλπα του. Κάποια στιγμή που κουράστηκε πήγε κι έκατσε σε ένα κούτσουρο κι άρχισε να σκαλίζει ένα ξύλο. Η μικρή μας γελωτοποιός πήρε το θάρρος και πήγε να του συστηθεί για να της μάθει κι αυτής τα περίεργα κόλπα που έκανε. Μα αυτός δεν της έδωσε καμία σημασία, παρά συνέχιζε να σκαλίζει. Η μικρή μας γελωτοποιός δεν έκανε τίποτε παραπάνω, από το να τον περιμένει να τελειώσει την δουλειά του. Λίγο πριν τελειοποιήσει αυτό που έκανε το σήκωσε ψηλά το κοίταξε και το πέταξε και ξεκίνησε να φτιάχνει κάτι άλλο. Αυτό γινόταν για πολύ καιρό και κάθε φορά η μικρή μας γελωτοποιός τον πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Της είχε κινήσει πολύ την περιέργεια αυτός ο περίεργος συνάδελφος της. Και να μια μέρα βρέθηκε μια ανάσα από δίπλα του. Αυτός συνέχισε να σκαλίζει και με μια κίνηση σήκωσε ψηλά το δημιούργημά του για να το παρατηρήσει. Η μικρή μας φίλη περίμενε ο,τι θα το πετάξει αλλά αυτός με μια μαγική κίνηση και μάλλον κωμική της το έδωσε και για πρώτη φορά είδε ένα μειδίαμα στα χείλη του. Τώρα καλά μου παιδιά δεν ξέρω τι έγινε μετά. Εάν δηλαδή η μικρή μας γελωτοποιός δέχτηκε το δώρο ή εάν ο γελωτοποιός της έδειξε αυτό το πολύπλοκο κόλπο του ή εάν συνέχισαν μαζί το ταξίδι τους γιατί ο τζίτζικας που μου έλεγε την ιστορία είχε όρεξη να τραγουδήσει και πήρε την κιθάρα του κι άρχισε να πετάει από δέντρο σε δέντρο. Τώρα εάν μου είπε ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω...

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Δυο νυχτερίδες στο παραθύρι μου...

Κάποτε εκεί που καθόμουν στο γραφείο μου και προσπαθούσα να θυμηθώ μια ιστορία που μου είπε κάποτε μια γάτα άκουσα ένα χτύπημα στο παράθυρό μου. Σηκώθηκα και πήγα να δω ποιος ήταν. Ήταν  δύο νυχτερίδες. Ξαφνιάστηκα...η μία μου έδωσε ένα χαρτί, η άλλη πρέπει να είχε πιει πολύ πορτοκαλάδα με ανθρακικό και να την είχε ανακατέψει και με κόλα κιόλας, οπότε πρέπει να ήταν λίγο μεθυσμένη γιατί πετούσε πολύ περίεργα σαν να χόρευε στον αέρα. Τις καληνύχτισα κι έκατσα πάλι στο γραφείο μου να διαβάσω τι έλεγε το χαρτί. Το χαρτί ήταν μαύρο με άσπρα γράμματα. Ξέρετε επειδή οι νυχτερίδες κυκλοφορούν το βράδυ κάνουν τα πάντα ανάποδα από ότι οι άνθρωποι. Λοιπόν το χαρτί έγραφε...
Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακρινό από το δικό μας ζούσε ένα μικρό παιδάκι. Έξυπνο πολύ...τετραπέρατο και όμορφο σαν την δροσοσταλιά που υπάρχει το πρωί στα λουλούδια  Αυτό το παιδάκι λοιπόν όμως φημιζόταν όχι για την εξυπνάδα του και την ομορφιά του αλλά για το χαμόγελό του. Ήταν τόσο ζεστό που μπορούσε να λιώσει ακόμα και τους πάγους στον βόρειο πόλο  Μια μέρα όμως ένα σκανταλιάρικο  μικρό ξωτικό τον ξεγέλασε τον φίλο μας και του έκλεψε το χαμόγελο  Γυρνούσε αυτός από εδώ κι από εκεί μήπως το βρει... Έψαξε σε πόλεις, σε χωριά, σε εξοχές και σε βουνά, αλλά τίποτα δεν βρήκε. Ρώτησε νεράιδες, μάγους, ξωτικά και τσαρλατάνους, αλλά και πάλι τίποτα. Πέρασαν τα χρόνια και είχε απογοητευτεί... και ξαφνικά μια μέρα όπως έσκυψε να πιει νερό σε μια λίμνη σε ένα μεγάλο ξέφωτο ενός δάσους το είδε στον βυθό. Βούτηξε αμέσως γρήγορα  Το είχε αποχωριστεί τόσο καιρό κι όταν το ξανά βρήκε ένιωσε τόσο χαρούμενος και το χαμόγελό του ήταν τόσο αληθινό....
Τώρα καλά μου παιδιά δεν ξέρω τι έκανε ο μικρός μας φίλος... Εάν έψαξε δηλαδή να βρει το μικρο σκανταλιάρικο ξωτικό και να του ζητήσει τον λόγο ή εάν  άφησε κάποιον άλλον να του κλέψει το χαμόγελο ξανά γιατί το χαρτί είχε σχιστεί στην άκρη και δεν τέλειωνε την ιστορία...μάλλον η μεθυσμένη από την πορτοκαλάδα νυχτερίδα το είχε σχίσει κατα λάθος...τώρα εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Συλλογίζομαι κι αυτό...

Χθες γεννήθηκε το μωρό,
τρία πεντακόσια ήταν παχουλό,
την χαρά μου δεν βαστώ
και σε όλους θα το πω...

Τρέχω αμέσως στο σχολειό.
'Παιδιά ελάτε εδώ....η θεία μου γέννησε μωρό.''
Ήταν βέβαια λιγάκι παχουλοκομψό.

Έκανα ξαδέρφη πιο μικρή,
όμορφη και ζωηρή.
Συλλογίζομαι κι αυτό,
εγώ εννιά κι αυτή μωρό!

Υ.Γ γιατί τα παιδικά ποιηματάκια από εννιάχρονα παιδάκια δείχνουν με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο την αγάπη τους για κάτι τόσο δα μικρό ή και μεγάλο.... ποιος ξέρει;

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Όταν γυρίζουν τα ρολόγια πίσω...

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα βασίλειο πολύ μακριά από την δική μας χώρα. Οι άνθρωποι φορούσαν τα ίδια ρούχα όπως κι εμείς, έτρωγαν όπως κι εμείς και έκαναν όλες τις δουλειές τους όπως κι ο υπόλοιπος κόσμος. Είχαν όμως μια ιδιαιτερότητα. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να γυρίσουν πίσω τα ρολόγια τους και να διορθώσουν οτιδήποτε λάθος είχαν κάνει. Ήταν ευτυχισμένοι γιατί διόρθωναν τα λάθη τους και δεν σκεφτόντουσαν πολύ τι απόφαση θα πάρουν, γιατί πολύ απλά θα μπορούσαν να γυρίσουν πίσω στο παρελθόν και να την αλλάξουν.  Μια μέρα, λοιπόν σε αυτό το παράξενο βασίλειο ήρθε ένας γίγαντας. Ήταν ψηλός όσο ένα ψηλό έλατο, και το σακάκι που φορούσε μπορούσε άνετα να χωρέσει 40 ανθρώπους. Όπως καταλαβαίνεται εξαιτίας του μεγέθους του έκανε πολλές ζημιές. Στην αρχή γκρέμισε ένα στάβλο καθώς περνούσε κι όταν κουράστηκε και πήγε να ξαποστάσει στο μεγάλο ρολόι της πλατείας του χωριού το γκρέμισε κι αυτό. Αυτός στεναχωρήθηκε πολύ μα οι κάτοικοι του είπαν ότι θα μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω κι όλα θα ήταν όπως πριν. Ο γίγαντας μας προσπαθούσε αρκετές μέρες να γυρίσει τον χρόνο πίσω, αλλά δεν τα κατάφερνε. Τελικά κατάλαβε ότι επειδή δεν ήταν από εκείνο το βασίλειο δεν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Έτσι έμαθε σιγά σιγά από ποιον δρόμο θα πήγαινε για να μην γκρεμίσει τα σπίτια ή που θα ακουμπούσε για να  ξεκουραστεί χωρίς να χρειαστεί να ξεριζώσει ένα ολόκληρο δάσος ή να γκρεμίσει ολόκληρο το χωριό. Ο γίγαντας μας μάθαινε από τα λάθη του. Αυτό άρχισε να παραξενεύει τους κατοίκους του βασιλείου. Μα πως ήταν δυνατόν να είναι ευτυχισμένος από την στιγμή που δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω  στον χρόνο και να μην διορθώσει τα λάθη του; Και τότε κατάλαβαν. Κατάλαβαν πως  αυτοί πήγαιναν πίσω στον χρόνο αλλά δεν τους ένοιαζε να μάθουν από τα λάθη που έκαναν. Για παράδειγμα ο ράφτης του χωριού ποτέ δεν θυμόταν πως να ράψει από την αρχή ένα παντελόνι γιατί δεν έδινε σημασία στο λάθος που έκανε, έτσι κανένας δεν μάθαινε από τα λάθη του και συνέχιζαν να τα κάνουν ξανά και ξανά. Όταν όμως είδαν ότι τελικά δεν ήταν και τόσο κακό να κάνεις λάθη και να μαθαίνεις μέσα από αυτά σταμάτησαν να γυρίζουν πίσω το χρόνο κι έμαθαν να ζουν και να μαθαίνουν μέσα από τα λάθη τους και στο τέλος να είναι κι ευτυχισμένοι κάνοντας τα αυτά. Τώρα εάν οι κάτοικοι του βασιλείου μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Ο Ιάσονας, το μικρό ξωτικό....

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια λίμνη, πολύ μακριά από την δική μας χώρα ζούσε ένα μικρό ξωτικό.
Ήταν κοντούλης, ξανθούλης με μεγάλα γαλάζια μάτια. Τον έλεγαν Ιάσονα. Ο  Ιάσονας λοιπόν ζούσε μόνος του με συντροφιά του ένα λουλούδι κι ένα κουνέλι. Ούτε το λουλούδι, ούτε το κουνέλι ήξερε από πότε τα είχε συντροφιά του. Ήταν σαν να γεννήθηκε και να τα είχε πάντα δίπλα του. Γενικότερα ήταν χαρούμενο ξωτικό. Φρόντιζε το λουλούδι του και με έναν περίεργο τρόπο το λουλούδι του φρόντιζε κι αυτόν. Κάποια στιγμή το κουνέλι που είχε δίπλα του τον άφησε. Του είπε πως έπρεπε να γυρίσει τον κόσμο και να δουν τα μάτια του κάποια πράγματα, αλλά θα του έστελνε κάρτες από όπου κι αν ήταν. Έτσι έμεινε το μικρό μας ξωτικό με το λουλούδι του κι ο καιρός περνούσε ήρεμα κι όμορφα. Μια μέρα το ξωτικό μας βγήκε να πάει στην λίμνη για ψάρεμα. Έλειπε αρκετές ώρες. Γυρίζοντας στο σπίτι πήγε κατευθείαν να δει εάν το λουλούδι του ήταν καλά...και τότε το είδε με τα πέταλα ριγμένα στο πάτωμα και τα φύλλα του μαραμένα. Το λουλούδι του είχε πεθάνει. Αυτό που ένιωσε μέσα του καλά μου παιδιά δεν μπορώ να το περιγράψω γιατί δεν έχω νιώσει ακόμα κάτι τέτοιο κι εύχομαι ούτε εσείς να νιώσετε. Συνέχισε να μένει σπίτι του, αλλά του φαινόταν άδειο. Δεν είχε πια νόημα να μένει εκεί μέσα. Ζήλευε αρκετά το κουνέλι του που έκανε το γύρω του κόσμου και έβλεπε πολλά πράγματα, διαφορετικά και μη. Μια μέρα όμως του ήρθε μια κάρτα πολύ περίεργη. Το κουνέλι του δεν ήταν καλά. Κάτι είχε πάθει. Ο Ιάσονας ανησύχησε και πόνεσε πολύ για δεύτερη φορά. Φοβήθηκε μην χάσει και το κουνέλι του κι έτσι πήρε την απόφαση και πήγε να το βρει. Όντως το κουνέλι του δεν ήταν καλά. Αποφάσισε να κάνει κάτι δραστικό. Είχε ακούσει ότι στην χώρα των πολλών βροχών με τα γκρίζα σύννεφα, εκεί που οι άνθρωποι φοράνε πάντα αδιάβροχα και κρατάνε ομπρέλες υπάρχει ένα μυστικό φάρμακο που τους γιατρεύει όλους. Έτσι και το μικρό μας ξωτικό πήρε το κουνέλι του αγκαλιά και κίνησε για την χώρα των βροχών. Έψαξε παντού για το φάρμακο, αλλά τίποτα δεν βρήκε. Δεν απογοητεύτηκε, αλλά συνέχισε να ψάχνει και να ψάχνει για δεύτερη και τρίτη φορά με το κουνέλι του πάντα στην αγκαλιά του, μέχρι που η βροχή στην χώρα των βροχών σταμάτησε για λίγο και παρουσιάστηκε ένα τεράστιο και χρωματιστό ουράνιο τόξο. Ο Ιάσονας θαμπώθηκε, έτρεξε κι ανέβηκε επάνω μέχρι που έφτασε στην άλλη πλευρά κι εκεί ως δια μαγείας το κουνέλι του έγινε καλά κι από τότε δεν άφησε τον Ιάσονα πότε μόνο του. Γύρισαν κι έβλεπαν μαζί όλον τον κόσμο. Τώρα θα μου πείτε πως αυτή η ιστορία έφτασε στα αυτιά μου...δυο μικρά μυρμήγκια που μάζευαν σπόρους ένα μεσημέρι μου την είπαν γιατί τα βοήθησα να βάλουν ένα μεγάλο σπόρο καλαμποκιού μέσα στην φωλιά τους...τώρα εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Η γελωτοποιός, ο πρίγκιπας κι ο μάγειρας....

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακριά από την δική μας χώρα υπήρχε ένα κάστρο. Ξέρετε από αυτά τα τεράστια κάστρα με τους μεγάλους πύργους και τα πολλά δωμάτια. Σε αυτό το κάστρο, λοιπόν εκτός από τον βασιλιά και την βασίλισσα ζούσαν πολλοί ακόμα άνθρωποι που τους εξυπηρετούσαν. Καμαριέρες, μάγειροι, μουσικοί, νταντάδες, γελωτοποιοί. Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους ζούσε και μια μικρή γελωτοποιός, με μια περίεργη μύτη που άνετα την περνούσες για γουρουνάκι. Η γελωτοποιός μας, λοιπόν έκανε παρέα με έναν από τους μάγειρες του κάστρου. Του έλεγε αστεία, τον βοηθούσε στην μαγειρική και του έλεγε όλα της τα μυστικά. Ο μάγειρας ποτέ δεν της εμπιστευόταν κάτι και ποτέ δεν της μίλαγε γι'αυτόν. Την γελωτοποιό μας όμως δεν την πείραζε γιατί ήξερε πως την αγαπούσε. Μια μέρα στο παλάτι έφτασε ένα πριγκιπόπουλο από ένα άλλο βασίλειο κι ο βασιλιάς του πρόσφερε αμέσως φιλοξενία. Αυτός ο πρίγκιπας ενθουσιάστηκε με την γελωτοποιό μας. Περνούσαν ατελείωτες ώρες μαζί, γελούσαν, συζητούσαν, έπαιζαν. Είχαν γίνει δυο καλοί κι αχώριστοι φίλοι. Κι ο καιρός περνούσε ευχάριστα. Αλλά ποτέ δεν περνάει ο καιρός ευχάριστα χωρίς να το διακόψει ένα δυσάρεστο γεγονός. Κι αυτό το γεγονός συνέβη. Ο πρίγκιπας έκλεψε το καπέλο της γελωτοποιού. Ξέρετε αυτό με τα κουδουνάκια που κάνει περίεργους ήχους όταν κουνάς το κεφάλι σου. Η γελωτοποιός μας στεναχωρήθηκε και δε ήξερε τι να κάνει. Έτσι λοιπόν  απευθύνθηκε στον παλιό καλό της φίλο τον μάγειρα. Αυτός έγινε έξω φρενών. Άρχισε να φωνάζει κι άρχισε να απειλεί θεούς και δαίμονες. Αυτή τρομαγμένη έφυγε μακριά. Συγχώρεσε τον πρίγκιπα για  το λάθος που είχε κάνει και συνέχισαν να κάνουν παρέα όπως και πρώτα. Αυτό όμως δεν άρεσε καθόλου στον μάγειρα, που άρχισε να δημιουργεί προβλήματα και να φωνάζει. Μέχρι και στον βασιλιά έφτασε και κατηγόρησε τον πρίγκιπα κι ο βασιλιάς ζήτησε τον πρίγκιπα να τον δει. Ο καημένος ο πρίγκιπας με τρεμάμενα πόδια πήγε και έπρεπε να απολογηθεί για κάτι που δεν αφορούσε κανέναν άλλον πέρα από την καλή του φίλη κι αυτόν κι αισθάνθηκε τόσο άσχημα κι αισθάνθηκε κι η μικρή μας γελωτοποιός άσχημα που τον έφερε σε τέτοια δύσκολη θέση. Το θέμα στον βασιλιά έληξε γιατί κατάλαβε πόσο υπερβολικός ήταν ο μάγειρας σε αυτά που του έλεγε, αλλά ο πρίγκιπας έφυγε από το κάστρο κι η μικρή μας γελωτοποιός σταμάτησε να μιλάει στον μάγειρα, που με την υπερβολική του συμπεριφορά την έκανε να χάσει έναν καλό της φίλο. Μετά αγαπητά μου παιδιά θα σας γελάσω τι έγινε...εάν η γελωτοποιός ξανά μίλησε με τον μάγειρα ή πήγε να βρει τον πρίγκιπα ή έμεινε στο κάστρο μόνη της και συνέχισε να κάνει τους άλλους να γελούν με τα καμώματά της, γιατί μου είχαν τελειώσει τα φουντούκια και τα σκιουράκια που μου έλεγαν την ιστορία έφυγαν. Τώρα εάν μου είπαν ψέματα....ψέματα κι εγώ σας λέω..

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Κατάρα η ασχήμια...κατάρα η ομορφιά....

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα πολύ μακρινή από εδώ που ζούμε τώρα, υπήρχε ένα μικρό χωριό. Ήταν κρυμμένο μέσα στο δάσος κι οι χωρικοί που ζούσαν εκεί δεν έβγαιναν συχνά έξω από το χωριό τους γιατί φοβόντουσαν την κακία και την ασχήμια του έξω κόσμου. Σε αυτό το χωριό ζούσε κι ένα μικρό παιδάκι. Το μοναδικό του χωριού. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 6-7 χρονών. Μια μέρα λοιπόν ξέσπασε μεγάλη φασαρία στο χωριό. Κάτι σοβαρό συνέβαινε κι όλοι έτρεξαν στην πλατεία για να δουν. Το άκουσε κι ο μικρός μας φίλος κι άρχισε να τρέχει κι αυτός. Καθώς ήταν μικρόσωμος και κοντούλης χώθηκε μέσα στο πλήθος. Κι όσο πλησίαζε πιο πολύ στην πλατεία τόσο οι φωνές γίνονταν πιο δυνατές, πιο άγριες, πιο φοβισμένες. Σύρθηκε για να φτάσει όσο πιο κοντά μπορούσε. Σήκωσε το κεφαλάκι του και τι να δει; Ένα πλάσμα που όμοιό του δεν υπήρχε. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις εάν ήταν άντρας ή γυναίκα. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις εάν ήταν ανθρώπινο πλάσμα. Είχε 4 μάτια και ήταν τριχωτή σε όλο της το σώμα και τα χέρια της δεν είχαν δάχτυλα. Όλο το χωριό είχε εξαγριωθεί και της φώναζαν να φύγει και τις πετούσαν πέτρες. Αυτή άρχισε να σέρνεται, μέχρι που χάθηκε από τα μάτια τους. Ο μικρός μας φίλος γύρισε σπίτι του, αλλά όλο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τι να έκανε άραγε αυτή η γυναίκα; Μόνη της και χτυπημένη; Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να ψάχνει στο χωριό. Ήταν μέσα σε ένα στάβλο κι έκλαιγε. Δεν της μίλησε. Πήγε μόνο και την αγκάλιασε και σκούπισε τα δάκρυα της. Δεν την φοβόταν, δεν την σιχαινόταν. Ήξερε ότι αυτό εδώ το πλάσμα ένιωθε, είχε καρδιά κι έκλαιγε. Στεναχωρήθηκε για την ασχήμια της, αλλά δεν είπε τίποτα.
' Κατάρα να σε κοιτούν στα μάτια και να μην καταλαβαίνουν. Κατάρα η ασχήμια.' του είπε αυτή κι εξαφανίστηκε από μπροστά του.
Κι ο καιρός περνούσε. Και μια μέρα ακούστηκε πάλι φασαρία στο χωριό. Όλοι έτρεξαν στην πλατεία. Έτρεξε κι ο μικρός μας φίλος. Σύρθηκε, έσπρωξε και όταν σήκωσε το κεφαλάκι του είδε κάτι θεσπέσιο. Δεν μπορούσε να πει εάν ήταν άντρας ή γυναίκα. Δεν ήξερε εάν ήταν ανθρώπινο πλάσμα. Έλαμπε κι ήταν τόσο όμορφος. Με μαλλιά ξανθά, μπούκλες και μάτια γαλάζια και τεράστια κατάλευκα φτερά. Οι χωρικοί όρμησαν πάνω του και τον φυλάκισαν. Σε ένα μεγάλο σιδερένιο κλουβί για να μην φύγει και να το θαυμάζουν για πάντα.Ο μικρός μας φίλος γύρισε σπίτι του, αλλά όλο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί.Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να ψάχνει στο χωριό. Τον βρήκε μέσα στο κλουβί του. Σκυμμένο να κλαίει. Τον πλησίασε. Δεν του μίλησε. Έφερε το προσωπάκι του κοντά στα κάγκελα και πέρασε το χεράκι του μέσα στο κλουβί. Του σκούπισε τα δάκρυα και τότε το κλουβί άνοιξε κι αυτός βγήκε έξω.
' Κατάρα να σε κοιτούν στα μάτια και να μην καταλαβαίνουν. Κατάρα η ομορφιά.' του είπε αυτός κι εξαφανίστηκε από μπροστά του.
Ο μικρός μας γύρισε στο κρεβάτι του και ξάπλωσε. Ήξερε πως δεν είναι κατάρα η ομορφιά, δεν είναι κατάρα η ασχήμια. Κατάρα είναι να σε κοιτούν στα μάτια και να μην σε καταλαβαίνουν. Τώρα καλά μου παιδιά εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Το πιο άσχημο παραμύθι του κόσμου...

Έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε και ξαφνικά βρέθηκε στο ποτάμι. Ξάπλωσε κάτω και κοίταζε τον ουρανό. Είχε πολλά αστέρια σήμερα. Πάρα πολλά. Άκουγε το χορτάρι δίπλα της να θροΐζει. Ήθελε να κλείσει τα μάτια της, αλλά δεν μπορούσε. Της άρεσαν τα αστέρια που σιγά σιγά είχαν αρχίσει και χόρευαν και χόρευαν πολύ όμορφα. Δεν άκουγε την μουσική. Την έβλεπε. Ήταν κάτι μαγικό. Χάθηκε εκεί να κοιτάει δεν ξέρει κι αυτή για πόση ώρα. Έσφιξε με τα μικρά χεράκια της το χώμα και τότε ένιωσε οτι πήγε πίσω στο παρελθόν. Δεν είδε εικόνες καθαρές. Είδε πόδια να κινούνται γρήγορα σε πανικό. Ξανά στερέωσε το βλέμμα της στον ουρανό κι άφησε την μουσική αυτή και τον χορό των αστεριών να την λούζουν σαν χρυσόσκονη. Το χορτάρι δίπλα της συνέχιζε το τραγούδι του... έμοιαζε με τραγούδι που τους έλεγε η δασκάλα τους στο σχολείο. Και ξαφνικά ένιωσε στο χέρι της το μαχαίρι. Σήκωσε τρομαγμένη να δει τι κρατούσε μα δεν είδε τίποτα, μύρισε απλά τα αίματα. Όχι, δεν της  άρεσε. Προτιμούσε να βλέπει και να νιώθει την μουσική του ουρανού. Λες οι άγγελοι να γνώριζαν τι είχε κάνει; Λες να της κρατούσαν κακία και να σταματούσαν την μουσική; Έδιωξε γρήγορα την σκέψη αυτή από το μυαλό της για να μην την ακούσουν οι άγγελοι. Κι η ώρα περνούσε κι ένιωθε το κορμάκι της να βουλιάζει όλο και πιο πολύ μέσα στο χώμα, αλλά δεν ένιωθε παγωνιά. Και τότε ανάκατα με την μουσική της ήρθαν οι εικόνες. Ο αδελφός της, μικρός, πιο μικρός από εκείνη κι η μάνα της να τον χτυπάει, να τον χτυπάει πολύ. Άκουγε τις κραυγές στα αυτιά της. Φώναζε αυτός, φώναζε κι αυτή και μετά το μαχαίρι και να χτυπάει την μαμά της στην πλάτη για να αφήσει τον αδελφό της. Ήταν μικρό παιδάκι, πιο μικρό από αυτήν. Μπορεί και τρία μπορεί και τέσσερα. Τον αγαπούσε πολύ παρ'όλο που τσακώνονταν συνέχεια. Και μετά να πάλι αυτή η μαγική μουσική να την βλέπει να πέφτει πάνω της. Δεν είδε πίσω της τι έγινε. Έτρεχε, έτρεχε, απλά έτρεχε γιατί ήταν κακό παιδί  Πολύ κακό παιδί. Το σωματάκι της βούλιαζε όλο και πιο πολύ στο χώμα κι αυτή μούδιαζε. Συνέχισε να βλέπει την μουσική να πέφτει πάνω της και τότε  ένιωσε ένα μικρό χεράκι να κρατάει το δικό της χεράκι...δεν χρειαζόταν να γυρίσει να δει ποιος ήταν...ήξερε. Απλά έσφιξε δυνατά το χεράκι....

Το διαμέρισμα


-Ζούσα πολλά χρόνια σε αυτό το διαμερισματάκι. Είχα και την δουλειά μου. Δεν χρειαζόμουν τίποτα παραπάνω. Ένας άνθρωπος μόνος του. Το μπάνιο μου έβλεπε στον ακάλυπτο. Όλα τα μπάνια της πολυκατοικίας έβλεπαν στον ακάλυπτο. Απέναντι από το δικό μου παράθυρο ήταν ήταν το παράθυρο του δίπλα διαμερίσματος. Κι από' κει τα άκουγα όλα....
- Ζούσαμε σε αυτό το διαμέρισμα δεκαεφτά χρόνια. Μέχρι να πάει ο Κωνσταντίνος δευτέρα λυκείου. Μέχρι τα 15 του ο Κωνσταντίνος ήταν ήσυχο παιδί. Του φώναζες κι έσκυβε το κεφάλι. Τον έβριζες κι έσκυβε τον κεφάλι. Τον χτυπούσες κι έσκυβε το κεφάλι. Δεν θυμάμαι πολλά όμως, μην με ρωτάτε άλλα. Τι; Ναι καλός μαθητής ήταν. Του άρεσαν τα γράμματα, το ποδόσφαιρο δεν του άρεσε. Το ποδόσφαιρο άρεσε στον Θανάση...
-Αυτό το διαμέρισμα ήταν το πατρικό μου. Εκεί περπάτησα, εκεί πρώτη φορά άρχισα να κλοτσάω την μπάλα. Εκεί κρυφά από τους δικούς μου ήπια τα πρώτα μου ποτά. Με ένα ποτηράκι ήμουν ο καλύτερος μπαλαδώρος του κόσμου. Δεν τα κατάφερα εγώ, θα τα κατάφερνε ο Κωνσταντίνος. Κι αν δεν ήθελε; Δεν έχει δεν ήθελε. Θα γινόταν ποδοσφαιριστής, όπως άκουσα τον πατέρα μου και δεν έγινα εγώ, έτσι θα άκουγε κι αυτός εμένα...
- Ο Θανάσης έπινε. Στην αρχή που και που μετά σχεδόν κάθε μέρα. Δύσκολα παιδικά χρόνια, δεν θα τον κρίνω εγώ. Κάπου, κάπου έτρωγα κι εγώ τα χαστούκια μου, αλλά έφταιγα. Η δουλεία μου ήταν να μαγειρεύω, να καθαρίζω και να έχω κόκκινο κρασί. Δεν είχα πάρει κόκκινο κρασί. Ο Κωνσταντίνος της έτρωγε κανονικά. Μα εάν δεν της φάει πώς θα μάθει; Δεν θυμάμαι πότε τον χτύπησε για πρώτη φορά....
-Δεν ήμουν μέθυσος. Έπινα γιατί με ανέβαζε. Ήμουν σημαντικός με αυτό. Ο Κωνσταντίνος δεν καταλάβαινε οτι με λίγη προσπάθεια ακόμα θα μπορούσε να μπει σε μια ακαδημία. Όταν ο προπονητής του μου είπε οτι δεν το'χε, θόλωσα. Με δυο σφαλιάρες θα έστρωνε. Θα ήταν τέσσερα πέντε τότε. Εάν το μετάνιωσα; Ναι, αλλά ο σκοπός αγιάζει τα μέσα δεν λένε;
- Και ξαφνικά από την μια μέρα στην άλλη ο Κωνσταντίνος άλλαξε. Δεν είχε πάει στην προπόνηση κι ο Θανάσης το είχε μάθει Γύρισε από το σπίτι ήρεμος, με την τσάντα στον ώμο. Ο Θανάσης τον περίμενε στην πόρτα και με το που μπήκε άρχισε να τον φωνάζει και τον έσπρωξε. Δεν θέλω να γίνω αυτό που θες, του φώναξε και σηκώθηκε κι έφυγε...το παιδί έφυγε από το σπίτι...
-Πολλούς καυγάδες. Πολύ ξύλο. Μια μέρα άκουγα μουσική και ξαφνικά άκουσα μουγκρίσματα. Σταμάτησα την μουσική. Άκουγα το παιδί που μούγκριζε. Το είχε πιάσει από τον λαιμό. Έκλεισα τα μάτια μου. Έκλεισα τα αυτιά μου. Θα τον έπνιγε. Δεν ήθελα να είμαι μάρτυρας. Ήθελα να με αφήσουν στην ησυχία μου. Δεν μου έπεφτε λόγος εάν το σκότωνε. Τι έγινε εκείνη την μέρα; Για πρώτη φορά άκουσα την φωνή του παιδιού. Δεν κατάλαβα τι είπε. Έκλεισα μάτια και αυτιά. Κίνηση συνηθισμένη. Και μετά....και μετά σιωπή. Τι με ρωτάτε τώρα; Δεν ήθελα μπελάδες. Δεν με ένοιαζε για τους δίπλα, δεν ήθελα να μαθαίνω για τους δίπλα. Ένας άνθρωπος ήμουν. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Τουλάχιστον μεγάλωσε κι έφυγε μόνος του...έφυγε με μια σύριγγα στο χέρι...

Ο Τζακ κι η φασολιά ήταν ένα ψέμα....


Λοιπόν καλά μου παιδιά, ότι ξέρατε για τον Τζακ και την φασολιά είναι όλα ένα ψέμα, για τον απλούστατο λόγο οτι ποτέ δεν φύτεψε ο Τζακ φασολιά! Ο Τζάκι είχε μαζί του σπόρους μουχρίτσας! Μόλις τους έριξε στο έδαφος αυτή φύτρωσε  αμέσως! Ο κορμός της ήταν πολύ χοντρός και τα φύλλα της είχαν σκούρο πρασινο χρώμα και ηταν τόσο χοντρά και γερά που μπορούσε ολόκληρος στρατός να ανέβει και να μην πάθουν τίποτα! Τα υπόλοιπα είναι γνωτά με το τι έγινε με τον Τζακ και τον γίγαντα! Τα χρόνια όμως περνούσαν κι η μουχρίτσα είχε βαρεθεί να κάθεται τόσα χρόνια....μπορεί και αιώνες ακίνητη! Έτσι απευθύνθηκε στον Θεό.
''Ε, ψιτ, εσύ εκεί πάνω''....καμία απόκριση!
''Εεεεε λέω.....εσύ εκει πάνω'', είπε αυτή την φορά πιο δυνατά, αλλά και πάλι καμία απόκριση!
''Εεεεεεε.....υπάρχεις;'' έβαλε όλη της την φωνή. Τελικά αποκρίθηκε!
''Τι θέλεις μουχρίτσα και φωνάζεις έτσι;''
''Κάνε με άνθρωπο...έχω πιαστεί τόσα χρόνια εδώ πέρα έτσι....να πάω και πουθενά αλλού θέλω.''
''Επειδή είμαι γνωστός για την μεγαλοψυχία μου θα στο κάνω το χατίρι....αλλά επειδή μου χάλασες τον ύπνο θα γίνεις ένας άνθρωπος που κανείς δεν του δίνει αξία και σημασία.'' Έτσι κι έγινε....και τα χρόνια συνέχιζαν να περνάνε κι η μουχρίτσα γυρνούσε από εδώ κι από εκεί! Στην αρχή της άρεσε γιατί μάθαινε πολλά, αλλά κάποια στιγμή  βαρέθηκε κι άρχισε να νιώθει άσχημα και μειονεκτικά....κι αυτό το συναίσθημα που ένιωθε την έκανε ζηλιάρα και να προσπαθεί να δημιουργήσει μπελάδες στους ανθρώπους.
Ένα βράδυ λοιπόν που καθόταν σε ένα καταγώγιο κι έπινε κρασί και προσπαθούσε να σκεφτεί τι ζαβολιά να κάνει άκουσε από το διπλανό τραπέζι να λένε μια ιστορία...ο Τζακ κι η φασολιά!!! Τι;;; Κι η φασολιά;;; Μια φασολιά την είχε αντικαταστήσει κι είχε πάρει όλη την δόξα....βγήκε έξω αλαφιασμένη!
''Εεεεε εσύ εκει πάνω κάνε με πάλι το δέντρο που ήμουν και θα δουν όλοι τι θα πάθουν.''
Ο Θεός όμως που είναι από την φύση του λίγο τεμπέλης δεν είχε καθόλου όρεξη να σώζει εκείνη την εποχή τον κόσμο από καταστροφές και την έκανε ένα μικρό χορταράκι, τις περισσότερες φορές ανεπιθύμητο γιατί βγαίνει μέσα στις καλλιέργειες των σιτηρών και χαλάει την παραγωγή. Προσοχή όμως παιδιά μου γιατί η μουχρίτσα άφησε απογόνους σε τούτη εδώ την γη όσο ήταν άνθρωπος....τα παιδιά της εύκολα τα μπερδεύουμε αλλά συνεχίζουν το έργο της και προκαλούν μπελάδες σε όσους τους δείχνουν λίγη  εμπιστοσύνη!

Ο Βασιλιάς, η Βασίλισσα και τα τριαντάφυλλα...

Μια φορά κι εναν καιρό σε μια χώρα πολύ μακρινή από την δικιά μας ζούσαν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Στην αρχή ήσαν πολυ ευτυχισμένοι. Έπαιζαν στους κήπους του κάστρου, πήγαιναν για πικ νικ και γενικόυετρα ένιωθε χαρούμενος ο ενας δίπλα στον άλλον.Του βασιλιά της ιστορίας μας όμως του άρεσε να φροντίζει και να βλέπει τα τραντάφυλλα του. Δεν τα έβλεπε συχνά,μόνο τρεις-τέσσερις φορές τον χρόνο. Στην βασίλισσα όμως δεν άρεσε αυτό. Κάποτε την είχε τσιμπήσει ένα κι είχε πονέσει πολύ και τώρα φοβόταν μήπως τσιμπήσει κάποιο τον βασιλιά της και τον πονέσει ή τον χάσει. Αλλά δεν φοβόταν μόνο αυτό....ζήλευε κιόλας επειδή ήταν τόσο όμορφα και μπορεί ο βασιλιάς της να σταματούσε να την αγαπάει και να άρχιζε να αγαπάει αυτά. 
Ο μόνος τρόπος που σκέφτηκε, για να κάνει τον βασιλιά να σταματήσει να επισκέπτεται τα τριαντάφυλλα του ήταν να του δείξει την δυσαρέσκειά της με τις φωνές, τους καβγάδες και την γκρίνια. όταν της έλεγε ότι θα πάει στον κήπο να τα δει, το κάστρο διαλυόταν από τις φωνές και τα κλάματα της. Ο βασιλιάς που ήταν ήσυχος άνθρωπος και δεν του άρεσαν οι φωνές δεν μιλούσε, δεν έκανε φασαρίες. Έκανε υπομονή γιατί αγαπούσε την βασίλισσά του. Αποφάσισε λοιπόν να μην της λεει τίποτα, ώστε να είναι τα πράγματα ήσυχα και πραγματικά όλα κυ΄λούσαν όμορφα.
 
Ήταν αρχές της άνοιξης, που τα λουλούδια ανθίζουν κι η φύση φοράει τα πιο όμορφα φορέματα τηςμ όταν ο βασιλιάς αποφάσισε να πάει κρυφά να δει τα τριαντάφυλλα του, χωρίς να της πει τίποτα. Εκεί λοιπόν που καθόταν αυτή και διάβαζε, παρουσιαστηκε μπροστά της ένας υπήκοος της και της είπε ότι είδε τον βασιλιά να μιλάει στα τριαντάφυλλά του, να τα χαιδεύει και να διασκεδάζει μαζί τους. Για άλλη μια φορά το παλάτι, αλλά κι όλο το βασίλειό της σείστηκε απο τις φωνές και τα δάκρυά της.
 
Ο βασιλιάς ο καημένος έκανε υπομονή γιατί την αγαπούσε και σκέφτηκε οτι η βασίλισσαά του κάποτε θα καταλάβαινε ότι δεν και τόσο κακό να επισκέφτεται μια στο τόσο τα τριαντάφυλλά του. Και τα πράγματα για λίγο καιρό έφτιαξαν και τα πήγαιναν καλά κι είχαν αρχίσει να κάνουν όνειρα και σχέδια για το μέλλον,αλλά όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός ξεκαρδίζεται στα γέλια.
 
Μια μέρα λοιπόν εκεί που έτρωγαν με φίλους τους αναφέρθηκε στο τραπέζι το θέμα με τα τριαντάφυλλα. Η φίλη τότε της βασίλισσας χωρίς να γνωρίζει κάτι είπε ότι και τα Χριστούγεννα είχε δει τον βασιλιά μαζί με τα τριαντάφυλλά του. Αμέσως το πρόσωπο της βασίλισσας σκοτείνιασε, άρχισε να βρίζει τον βασιλιά και να του λέει λόγια που θα πρόσβαλλαν και τον πιο άτιμο και χωρίς τσίπα άνθρωπο του κόσμου. Ο καλός ο βασιλιάς όμως κράτησε την ψυχραιμία του κι έκανε πάλι υπομονή, γιατί δεν ήθελε να την προσβάλλει και να την μειώση μπροστά στους φίλους του.
 
Οι μέρες περνούσαν κι ο βασιλιάς δεν μπορούσε να ζήσει άλλο με την βασίλισσα του. Όσο και να την αγαπούσε δεν ήθελε πλέον να μείνει μαζί της και να είναι ανγκασμένος να ανέχεται όλες τις ζήλιες και τις φωνές της. Η βασίλισσα από την άλλη ζούσε σε έναν κόσμο παραμυθένιο και δεν είχε καταλάβει πόσο πολυ είχε πληγώσει τον βασιλιά της. Ένα πρωί κατέβηκε στον κήπο του παλατιού και το μάτι της έπεσε πάνω στα τριαντάφυλλα. Πλησίασε κι έκοψε προσεκτικά ένα. Δεν την τσίμπησε! Ήταν όμορφο και μύριζε τόσο ωραία. Τελικά ήταν άδικη με τον βασιλιά της, που τον φώναζε και του συμπεριφερόταν τόσο άσχημα. Έτρεξε μέσα στο κάστρο για να του πει ότι πλέον είχε καταλάβει. Είχε καταλάβει ότι δεν θα τον έχανε εξαιτίας των τριαντάφυλλων. Άρχισε να τον ψάχνει μέσα στο παλάτι για να του ζητήσει συγγνώμη και να του πει πως είχε αλλάξει και τα πράγματα θα ήταν όπως παλιά. Ο βασιλιάς της όμως είχε φύγει. Είχε εξαντλήσει την υπομονή του και τώρα αυτή είχε μείνει μόνη της κρατώντας ένα τριαντάφυλλο στο χέρι.............

Η μαγική φλογέρα....


Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα κάστρο πολύ μακριά από την δικιά μας χώρα ζούσε ένας βασιλιάς μαζί με την γυναίκα του. Ήταν καλός άνθρωπος και διοικούσε το βασίλειο του με σοφία. Αυτός όμως ο άνθρωπος δεν ήταν ευτυχισμένος. Κάτι του έλειπε από την ζωή του, ένα παιδί. Κι η βασίλισσα όμως τον ίδιο καημό είχε. Μια μέρα λοιπόν εκεί που στεκόταν με τον άντρα της είδε ένα αστέρι να πέφτει κι έκαναν μια ευχή...κι η ευχή τους βγήκε αληθινή...μετά από ένα χρόνο απέκτησαν ένα όμορφο κοριτσάκι. Ήταν όμορφο μωρό και πολύ ήσυχο...κι όσο μεγάλωνε γινόταν ένα πολύ ευγενικό και καλοσυνάτο παιδί. Όλοι το αγαπούσαν και κάθε απόγευμα ένας από τους υπηρέτες το πήγαινε βόλτα στους κήπους του κάστρου και το πρόσεχε καθώς έπαιζε. Αλλά υπήρχε και μια υπηρέτρια που παλιά ήταν η αγαπημένη του βασιλιά και της βασίλισσας, μα με το κοριτσάκι είχε χάσει όλη την προσοχή και αυτό την έκανε να το ζηλεύει πολύ. Ένα λοιπόν απόγευμα πήρε αυτή την πρωτοβουλία να το πάει βόλτα στο δάσος. Κι εκεί στο δάσος το σκότωσε το παιδί....έφυγε τρέχοντας στο κάστρο κι άρχισε να φωνάζει ότι το κατασπάραξαν τα άγρια θηρία. όλο το βασίλειο βυθίστηκε στο πένθος και τίποτε δεν ήταν ξανά όπως παλιά.
Και τα χρόνια πέρασαν.....ένας βοσκός που είχε πάει τα πρόβατα του στο δάσος κάπου παράμερα βρήκε κάτι κόκαλα...μάλλον μεγάλου ζώου σκέφτηκε κι άρχισε να τα σκαλίζει για να φτιάξει μια φλογέρα. Μόλις την έφτιαξε και ξεκίνησε να παίζει ένα σκοπό η φλογέρα έπαιζε έναν δικό της και έλεγε:
                      'Σιγά βοσκέ μου το βιολί γιατί η καρδούλα μου πονεί.'
Φοβήθηκε ο βοσκός κι αποφάσισε να την πάει στον παπά να την ξορκίσει. Την πάει λοιπόν στον παπά και καθώς ξεκινάει να παίξει έναν ψαλμό η φλογέρα άρχισε να λέει:
                     'Σιγά παπά μου το βιολί γιατί η καρδούλα μου πονεί.'
Με τα πολλά ο παπάς αποφασίζει να την πάει στον βασιλιά που ήταν σπουδαγμένος κι ίσως ήξερε γιατι τα έλεγε αυτά η φλογέρα. Την πάνε λοιπόν στον βασιλιά, του εξηγούν την ιστορία και καθώς ξεκινά να παίξει ένα εμβατήριο αρχίζει η φλογέρα να λέει:
                      ' Σιγά μπαμπά μου το βιολί γιατί η καρδούλα μου πονεί.'
Ο βασιλιάς ταράχτηκε. Αμέσως αναγνώρισε την φωνή του παιδιού του. Το ίδιο κι η βασίλισσα. όλοι δοκίμασαν να παίξουν ένα σκοπό μέσα στο παλάτι αλλά η φλογέρα έλεγε συνεχώς τα δικά της λόγια...μέχρι που ήρθε κι η σειρά της κακιάς υπηρέτριας και το η φλογέρα είπε:
                      'Σιγά κυρία το βιολί γιατί η καρδούλα δεν βαστεί, η μαχαιριά που μου 'δωσες ακόμα με                        πονεί.
Τότε η υπηρέτρια τρελάθηκε κι είπε όλη την αλήθεια. Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα δεν της έκαναν κακό , μα την άφησαν να ζει για πάντα μέσα στην τρέλα της βασανισμένη. Από τον βοσκό παρακάλεσε να του δώσει την φλογέρα για να ακούει την φωνή του παιδιού του και θα του χάριζε όλο του το βασίλειο...μα ο βοσκός του την χάρισε. Κι έτσι συνεχίστηκε η ζωή σε εκείνο το βασίλειο.....τώρα εάν μου είπαν ψέμματα κι εγώ ψέμματα σας λέω....

Το κοριτσάκι που δεν πίστευε στα παραμύθια....


Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μέρος πολύ μακριά από την δική μας χώρα ζούσε υπήρχε ένα τεράστιο δάσος. Σε αυτό ο δάσος υπήρχε κι ένα μικρο χωριό. Σε αυτό το χωριό λοιπόν ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι. Αυτό το κοριτσάκι το έλεγαν Αντιγόνη και είχε δυο παράξενα πράγματα πάνω του...είχε κατακόκκινα μαλλιά και δεν πίστευε στα παραμύθια. Τι κι αν το παρακαλούσε η γιαγιά του να του πει ένα παραμύθι, αυτό δεν ήθελε γιατί νόμιζε ότι τα παραμύθια δεν υπάρχουν και είναι φαντασίες. Ένα βράδυ λοιπόν καθώς η Αντιγόνη κοιμόταν άκουσε μια ψιλή φωνή να της μιλάει σιγανά.Ανοίγει τα μάτια της και τι να δει...πάνω στο πάπλωμα της την κοιτούσε και της μιλούσε ένα ποντικάκι.
'Αντιγόνη ξύπνα. Πρέπει να σου δείξω κάτι.'
'Ποίος είσαι; Και γιατί μου μιλάς; Είσαι ποντίκι.' του είπε αυτή τρομαγμένη.
'Ακολούθησε με και θα δεις κάτι μαγικό.'
Η Αντιγόνη που ήταν πολύ περίεργη σηκώθηκε και το ακολούθησε. Βγήκαν από το σπίτι και άρχισαν να μπαίνουν πιο βαθιά στο δάσος. Ήταν σκοτάδι και δεν έβλεπε τίποτα, παρά μόνο το μικρό ποντίκι. Μετά από λίγο έφτασαν κοντά στο ρυάκι κι εκεί σε κάτι μεγάλες πέτρες κάθονταν τρεις άντρες και μια γυναίκα κι όλοι τους φορούσαν πολύ παράξενα ρούχα. Πλησίασε διστακτικά η Αντιγόνη και τους κοιτούσε από μακριά. Ξαφνικά ο πιο μεγάλος σε ηλικία την είδε και της μίλησε.
'Έλα κοντά μου και μην φοβάσαι.'
Αυτή πήγε κοντά και ο παππούς αυτός την πήρε στην αγκαλιά του. Τότε το ποτάμι χάθηκε και βρέθηκαν σε έναν δρόμο όπου έτρεχαν ένας λαγός και μία χελώνα. Ο λαγός κοίταξε πίσω του και δεν είδε πουθενά την χελώνα και πήγε σε ένα δέντρο και κοιμόταν. Δεν είδε την χελώνα που τον προσπερνούσε. Αμέσως φύγανε από εκεί και βρέθηκαν πάλι στο ποταμάκι.
'Και μετά και μετά;' του είπε η Αντιγόνη αλλά ο καλός παππούς απλά της χαμογέλασε. Μετά της μίλησε η γυναίκα που φορούσε κι αυτή πολύ παράξενα ρούχα και ένα μαντίλι που άφηνε μόνο τα μάτια της να φαίνονται.
'Έλα να δεις και την δική μου ιστορία.'
Την πήρε στην αγκαλιά της κι όπως έγινε και πριν το ποτάμι χάθηκε και εμφανίστηκε μπροστά τους ένα σπίτι με σαράντα μεγάλα πιθάρια στην πόρτα του απ'έξω. Τα πιθάρια όμως μιλούσαν και ψιθύριζαν κι ένας έμπορος τους έλεγε να κάνουν ησυχία για να μην τους καταλάβουν και το βράδυ να κλέψουν το σπίτι. Κάποιο από αυτό του είπε εντάξει Αλή Μπαμπά. Αμέσως φύγανε από εκεί και βρέθηκαν πάλι στο ποταμάκι.
Και μετά και μετά;'την ρώτησε η Αντιγόνη αλλά η όμορφη γυναίκα απλά της χαμογέλασε. Μετά σηκώθηκαν από τις πέτρες τους οι δυο άντρες που φορούσαν κάτι περίεργα γυαλιά και όλη την ώρα γελούσαν.
'Σειρά μας να σου δείξουμε την ιστορία μας' της είπαν και την άρπαξαν στην αγκαλιά τους. Μπροστά τους εμφανίστηκε ένα μονοπάτι που προχωρούσε ένα κοριτσάκι με μια κόκκινη κάπα και τραγουδούσε και μάζευε λουλούδια ενώ από πιο μακριά την ακολουθούσε ένας μεγάλος λύκος, αργά και προσεκτικά. Η Αντιγόνη έκανε να φωνάξει για να την ειδοποιήσει αλλά οι δυο μεγάλοι άντρες δεν την άφησαν.Αμέσως φύγανε από εκεί και βρέθηκαν πάλι στο ποταμάκι.
'Και μετά και μετά;' τους ρώτησε με αγωνία η Αντιγόνη, αλλά αυτοί έκαναν απλά μια υπόκλιση και τις χαμογέλασαν.
΄Γιατί δεν μου δείχνετε τι γίνεται στο τέλος της κάθε ιστορίας;' ρώτησε. Αλλά κανένας τους δεν απάντησε. Μέχρι να ανοιγοκλείσει τα μάτια της είχαν όλοι εξαφανιστεί.
Γύρισε στο ποντικάκι και το ρώτησε πάλι γιατί δεν της είχαν πει το τέλος.
'Το τέλος το ξέρει ο κάθε άνθρωπος που πιστεύει στα παραμύθια.'' της είπε και μετά εξαφανίστηκε κι αυτό.
Η Αντιγόνη γύρισε στο κρεβάτι της. Κοιμήθηκε και ήξερε οτι τα παραμύθια τελικά υπάρχουν. Από εκείνη την μέρα λοιπόν άρχισε να πιστεύει στα παραμύθια και να προσπαθεί να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε, κι όταν μεγάλωσε έγινε η καλύτερη παραμυθάς κι όλα τα παιδάκια μαζεύονταν γύρω της για να ακούσουν ένα παραμύθι της. Κι αυτοί έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα......

Σκάκι...σχολείο...εμπόδια


(Καθισμένη ημικυκλικά κάθεται μια παρέα  οχτώ εφήβων. Δείχνουν απορροφημένοι από την κουβέντα τους. Σιγά σιγά η βαβούρα που γίνεται ξεκαθαρίζει και ακούγεται καθαρά η συζήτηση τους).
Αγόρι 1: Σιγά μωρέ που τα ξέρετε όλα. Εδώ σας θέλω και θα σας παραδεχτώ. Τι είναι ο έρωτας;
Κορίτσι 1: Έρως ανήκατε μάχα, βλάχος απήγαγε βλάχα πάνω σε μια μηχανή Yamaha!
Αγόρι 1: Χιούμορ…γελάσαμε. Σοβαρά, τι είναι για σένα ο έρωτας;
Κορίτσι 1: Χμμμ….στρατηγική…σαν ένα παιχνίδι σκάκι.
(Τα παιδιά σηκώνονται και παίρνουν θέσεις σαν ένα παιχνίδι από σκάκι. Έχουμε 1 άλογο, 1 αξιωματικό, 1 πύργο, 2 βασίλισσες κι έναν στρατιώτη. Το αγόρι 1 και το κορίτσι 1 είναι οι παίκτες που τα κινούν.)
Κορίτσι 1: Άλογο απείλησε την αξιωματικό του αντιπάλου.
(Το άλογο πηγαίνει στην αξιωματικό και με μια απότομη κίνηση την ρίχνει κάτω.)
Αγόρι 1: Βασίλισσα επίθεση στον πύργο της αντιπάλου.
(Η Βασίλισσα κινείται μπροστά από τον Πύργο αλλά δεν κάνει καμία κίνηση να ου επιτεθεί. Παραμένει ακίνητη.)
Κορίτσι 1: Στρατιώτη επίθεση στην Βασίλισσα του αντιπάλου.
( Ο Στρατιώτης την πλησιάζει και γονατίζει μπροστά της.)
Στρατιώτης: Ποτέ δεν θα μπορούσα να σε πειράξω, κι όταν σε πληγώνω, πληγώνομαι κι εγώ ο ίδιος βασίλισσα μου. Μπροστά σου προσκυνώ…..
(Τα παιδιά διαλύονται με γέλια και κάθονται στις θέσεις τους λέγοντας ‘Μπα αποκλείεται’.)
Κορίτσι 2: Βλακείες! Εγώ νομίζω ότι ο έρωτας είναι κάτι αθώο….να όπως τότε στο σχολείο…
(Τα παιδιά κάθονται σαν σε τάξη και μια κοπέλα σηκώνεται και κάνει την δασκάλα.)
Δασκάλα: Θα μου γράψετε τι σας αρέσει να κάνετε στον ελεύθερό σας χρόνο.
( Ένα αγόρι πειράζει-ενοχλεί ένα άλλο κορίτσι).
Σοφία: Άσε με ήσυχη ρε Φοίβο. ( Αυτός συνεχίζει να την σπρώχνει και να της τραβάει τα μαλλιά.) Κυρία, κυρία ο Φοίβος με πειράζει.
Δασκάλα: Φοίβο, άφησε ήσυχη την Σοφία σε παρακαλώ.
(Όταν η Δασκάλα γυρίζει την πλάτη της ο Φοίβος συνεχίζει να πειράζει την Σοφία.)
Σοφία: Ρε παιδάκι μου, άσε με ήσυχη; Γιατί με βαράς;;; Πονάω!
Φοίβος: Σε αγαπάω.
(Η τάξη διαλύεται και η παρέα παίρνει πάλι τις αρχικές της θέσεις με γέλια λέγοντας πάλι ‘Μπα αποκλείεται’.)
Αγόρι 2: Έρωτας βασικά είναι να ξεπερνάς  όλα σου τα εμπόδια για να φτάσεις σε αυτόν που θες….
(Τα παιδιά ξαπλώνουν κάτω και γίνονται ανθρώπινα εμπόδια που δεν αφήνουν το αγόρι 2 και το κορίτσι 2 να φτάσουν ο ένας τον άλλον. Μετά από λίγο τα καταφέρνουν και αγκαλιάζονται. Η παρέα παίρνει πάλι τις αρχικές τις θέσεις προβληματισμένη αυτή την φορά και ο καθένας ψιθυρίζει δυνατά  για να ακούει το κοινό μια λέξη στο αυτί του διπλανού.)
Αγόρι1: Τον ακάθεκτο
Κορίτσι 1: Τον ακατάλυτο
Αγόρι 2: Τον ακατάσβεστο
Αγόρι 3: Τον μεταρσιωτικό
Κορίτσι 2: Τον ψυχαναλυτικό
Αγόρι 4: Τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα
Κορίτσι 3: τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,
Κορίτσι 4: ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ (ψιθυριστά στο κοινό)
(Τα τελευταία λόγια των παιδιών είναι από το ποίημα Λαχταρώ της Sharah Cane)

Το παιδί που δεν είχε ποτέ παρέες κι η πριγκίπισσα


Μια φορά κι έναν καιρό κάπου όχι πολύ μακριά από εδώ που μένουμε εμείς υπήρχε ένα παιδάκι μικρό. Ήταν ένα αγοράκι αρκετά παχουλό...σαν βαρελάκι με κρασάκι. Αυτό το παιδάκι λοιπόν δεν του μιλούσε κανείς στο σχολείο γιατί τα παιδιά εκεί ήταν όλα αδύνατα κι έτρεχαν κι ο μικρός μας φίλος, ας τον πούμε Στέφανο, δεν μπορούσε να παίξει και να τρέξει τόσο γρήγορα όσο αυτά κι έτσι δεν τον έκαναν παρέα. Τον κορόιδευαν συνέχεια και τον πείραζαν κι ο Στέφανος στεναχωριόταν, αλλά δεν έκανε τίποτα. Όταν πέρασαν τα χρόνια κι ο Στέφανος μεγάλωσε λίγο αποφάσισε να φύγει, να πάει σε άλλη χώρα και να βρει εκεί μια καινούρια παρέα. Άρχισε να ταξιδεύει.... μια μέρα εκεί που περνούσε ένα μεγάλο δάσος είδε ένα μικρό μυρμήγκι να προσπαθεί να ξεφύγει από μια αράχνη που προσπαθούσε να το φάει. Ο Στέφανος λοιπόν βοήθησε το μικρό μυρμήγκι κι αυτό από ευγνωμοσύνη του έδωσε ένα μικρό φτερό και του είπε πως όταν το χρειαζόταν θα το έκαιγε λίγο κι αυτό θα πήγαινε κοντά του. Ο φίλος μας λοιπόν συνέχισε το ταξίδι του.  Μετά από κάμποσο καιρό βρέθηκε σε μια λίμνη κι εκεί είδε ένα μικρό ψάρι να προσπαθεί να ξεφύγει από ένα μεγαλύτερο. Ο Στέφανος το βοήθησε κι αυτό και το ψάρι από ευγνωμοσύνη του έδωσε ένα λέπι του και του είπε ότι εάν το χρειαζόταν να έκαιγε για λίγο το λέπι και το ψάρι θα πήγαινε κοντά του. Τελειώνοντας το ταξίδι του λοιπόν ο Στέφανος συνάντησε κι ένα περιστέρι που προσπαθούσε να ξεφύγει από τα νύχια ενός γερακιού. Το λυπήθηκε το καημένο και το βοήθησε κι αυτό. Το περιστέρι του έδωσε ένα φτερό του και του είπε πως εάν το χρειαζόταν να το έκαιγε λίγο κι αυτό θα πήγαινε κοντά του.  Μετά από λίγο καιρό ο φίλος μας έφτασε στην ξένη χώρα κι από το τόσο δρόμο είχε πια αδυνατίσει κι είχε γίνει αγνώριστος. Όπως περιπλανιόταν στους δρόμους είδε σε ένα μεγάλο παλάτι την πριγκίπισσα της χώρας κι αμέσως ζήτησε να την κάνει γυναίκα του. Όλοι στην αρχή γέλασαν, αλλά η πριγκίπισσα που της άρεσε λίγο αυτός ο ξένος του είπε οτι θα τον έβαζε σε μια δοκιμασία κι αν τα κατάφερνε τότε θα τον παντρευόταν.
' Θα κρυφτείς κάπου. Αν δεν σε βρω μέχρι το τέλος της μέρας θα σε παντρευτώ.'
Έτσι λοιπόν ο Στέφανος έκαψε λίγο το φτερό του περιστεριού κι εκείνο εμφανίστηκε μπροστά του. Τού είπε τι το ήθελε κι εκείνο το πήγε στην φωλιά του πολύ πολύ ψηλά και φώναξε κι όλα τα περιστέρια να το κρύψουν.
Η πριγκίπισσα πήρε τον μαγικό της καθρέφτη κι
 άρχισε να ψάχνει  παντού. Κάπου ψηλά στον ουρανό είδε πολλά περιστέρια μαζεμένα. Κοίταξε καλύτερα και τότε είδε τον Στέφανο. Το βράδυ στο παλάτι του είπε που ήταν κρυμμένος. Ο Στέφανος απογοητεύτηκε και της ζήτησε μια δεύτερη ευκαιρία. Αυτή την φορά έκαψε το λέπι του ψαριού. Το ψάρι λοιπόν τον έκρυψε στο πιο βαθύ σημείο του ωκεανού και φώναξε και τα άλλα ψάρια να τον κρύψουν. Η πριγκίπισσα πάλι με τον καθρέφτη της άρχισε να ψάχνει, να ψάχνει και κάπου πήρε το μάτι της βαθιά στην θάλασσα μαζεμένα πολλά ψάρια.  Κοίταξε καλύτερα και τότε είδε τον Στέφανο. Το βράδυ στο παλάτι του είπε που ήταν κρυμμένος. Ο Στέφανος απογοητεύτηκε και ζήτησε μια τελευταία και τρίτη ευκαιρία. Αυτή που άρχισε να της αρέσει πάρα πολύ αυτός ο ξένος που εξουσίαζε τα πλάσματα του αέρα και της θάλασσας ου την έδωσε. Ο φίλος μας έκαψε το μικρό φτερό που του είχε δώσει το μυρμήγκι  κι αυτό εμφανίστηκε μπροστά του. Του είπε τι το ήθελε κι αμέσως το μυρμήγκι τον μεταμόρφωσε κι αυτόν σε μικρό μυρμήγκι κι έτσι ο Στέφανος πήγε και κρύφτηκε στην ράχη της πριγκίπισσας. Πήρε κι η πριγκίπισσα τον καθρέφτη για να δει που ήταν ο ξένος αλλά δεν τον βρήκε πουθενά. Έψαξε στον ουρανό, στην θάλασσα, στην γη αλλά τίποτα. Στο τέλος της μέρας έσπασε τον καθρέφτη της κι είπε:
Έλα βγες κέρδισες! Θα σε παντρευτώ.' Ο Στέφανος βγήκε από την κρυψώνα του κι έγινε πάλι κανονικός άνθρωπος και της είπε όλη του την
 ιστορία. Αυτή λυπήθηκε για τα κακά παιδιά που δεν του μιλούσαν και θέλησε να τους κάνει κακό, αλλά ο Στέφανος δεν ήθελε γιατί ήξερε πως πολλές φορές τα παιδιά δεν σκέφτονται οτι μπορεί με την συμπεριφορά τους να πληγώνουν τους φίλους τους. Ζήσανε πολλά χρόνια με την πριγκίπισσά του και διοικούσαν το βασίλειο για πολλά χρόνια με σοφία και δικαιοσύνη. Κι αυτοί ζήσανε καλά κι εμείς καλύτερα!

Τα επτά θαύματα του κόσμου κι ο αλαζόνας πρίγκιπας..


Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακριά από το δικό μας ζούσε ένα πριγκιπόπουλο. Αγαπούσε πολύ δύο πράγματα στην ζωή του, το διάβασμα και την χώρα του. Σε ένα ,λοιπόν,  από τα πολλά του βιβλία είχε διαβάσει για τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Το σκέφτηκε αρκετά και αποφάσισε να φτιάξει κι αυτός ένα κτίριο τόσο ωραίο και μεγάλο που θα ξεπερνούσε σε ομορφιά και μεγαλοπρέπεια και τα επτά θαύματα του κόσμου μαζί και θα έκανε την χώρα του να περάσει στην ιστορία.
Κάλεσε γλύπτες, αρχιτέκτονες, μαστόρους και μαρμαράδες, τους καλύτερους από τα πέρατα της γης. Αυτοί δούλευαν ολημερίς κι ολονυχτίς για να βγάλουν ένα σχέδιο καλό, αλλά στον πρίγκιπα μας τίποτα δεν άρεσε. Κάτι έλειπε. Μια μικρή λεπτομέρεια που θα έκανε το δημιούργημα του ξεχωριστό.
Κι εκεί λοιπόν που καθόταν κι έσπαγε ο κεφάλι του, εμφανίστηκε μπροστά του ο μάγος ου παλατιού.
‘Άρχοντά μου’ του είπε ‘ξέρω πως θα βρεις λύση στο πρόβλημα σου. Θα πιεις αυτό το μαγικό φίλτρο και θα πας ταξίδι πίσω στο παρελθόν για να δεις το κάθε <θαύμα> από κοντά. Αλλά προσοχή άρχοντα μου, δεν θα παινευτείς ότι θα φτιάξεις κάτι καλύτερο από αυτά που θα δεις γιατί τότε θα γυρίσεις αμέσως πίσω κι οι τεχνίτες σου ότι οδηγίες και να τους δώσεις δεν πρόκειται ποτέ να φτιάξουν κάτι όμορφο.’
Το πριγκιπόπουλο ενθουσιάστηκε κι ήπιε λίγο από το μαγικό φίλτρο.
Ξαφνικά το παλάτι χάθηκε και μπροστά του εμφανίστηκε μια έρημος και από μακριά φαινόταν ένα κτίριο που καθώς υψωνόταν στον ουρανό η κορυφή του όλο και στένευε. Περπάτησε ως εκεί και τότε θαύμασε την Πυραμίδα της Γκίζας. Ήταν τεράστια και τόσο όμορφη. Φοβόσουν δίπλα της γιατί ένιωθες πολύ μικρός. Ο πρίγκιπάς μας είχε μείνει άφωνος. Οι εργάτες μπροστά του συνέχιζαν και δούλευαν χωρίς να του δίνουν σημασία για να μεγαλώσουν κι άλλο αυτό το κτίριο. Όταν ρώτησε κάποιον γιατί το έφτιαχναν τότε αυτός του είπε ότι η πυραμίδα αυτή θα γινόταν ο τάφος του Φαραώ Χέοπα.
Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε λίγο ακόμα από το μαγικό του φίλτρο.
Όπως και πριν η έρημος χάθηκε και μπροστά του εμφανίστηκε ένας πανέμορφος κήπος. Αυτός ο κήπος όμως ήταν πολύ περίεργος. Είχε όλων των ειδών τα φυτά και τα ζώα. Είχε λίμνες και σιντριβάνια και τοίχους ψηλούς που και αυτοί ήταν καλυμμένοι με λουλούδια που έμοιαζαν με καταρράκτες να ξεχειλίζουν από τα πέτρινα εμπόδια τους. Τόσο πράσινο, τόσα αρώματα, τόσα ανακατεμένα χρώματα, τόσα διαφορετικά κελαιδίσματα. Η λαλιά του πρίγκιπα μας είχε χαθεί. Με δυσκολία ρώτησε έναν περαστικό για ποιο λόγο τους είχαν φτιάξει. Τότε αυτός του είπε πως   Κήποι ήταν δώρο προς τη γυναίκα του Ναβουχοδονόσορα από τον ίδιο, γιατί αυτή νοσταλγούσε τους δασωμένους λόφους της πατρίδας της, και ήθελε να διατρέφεται με φυτά που υπήρχαν στη χώρα της αλλά όχι στη Βαβυλώνα. 
Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε λίγο ακόμα από το μαγικό του φίλτρο.
Οι υπέροχοι κήποι εξαφανίστηκαν και την θέση τους πήρε ένας τεράστιος ναός . Το πριγκιπόπουλο μας μπήκε μέσα και ξάφνου αντίκρισε μπροστά του ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα που απεικόνιζε τον θεό Δία. Με το δεξί του χέρι ο θεός κρατούσε έναν κεραυνό ενώ στα πόδια του κούρνιαζε ο αγαπημένος του αετός. Αυτό το άγαλμα ήταν πάνω από 10 μέτρα ψηλό. Δίπλα στο άγαλμα καθόταν ένας γέρος με καμπούρα και το θαύμαζε. Όταν τον ρώτησε το πριγκιπόπουλό μας γιατί έφτιαξαν αυτό το άγαλμα ο γέρος απάντησε: Το έφτιαξα για να το κάνω δώρο στην αρχαία Ολυμπία. Κάθε τέσσερα χρόνια μαζεύονται εδώ αθλητές από όλη την Ελλάδα και αγωνίζονται. Για αυτούς το έφτιαξα. Για να προσεύχονται πριν από κάθε αγώνα και να παίρνουν δύναμη.
Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε λίγο ακόμα από το μαγικό του φίλτρο.
Το μεγαλοπρεπές άγαλμα εξαφανίστηκε και μπροστά του εμφανίστηκε ένας υπέροχος ναός με τρία πατώματα και εκατοντάδες εάν όχι χιλιάδες αγάλματα και αναπαραστάσεις πάνω στα τείχη του. Ο ήλιος λαμπύριζε στην στέγη του ναού και ο πρίγκιπας μας σκέφτηκε ότι πρώτη φορά καταλάβαινε πόσο όμορφος είναι ο ήλιος. Πλησίασε πιο κοντά σε αυτό το μεγαλοπρεπές κτίριο και διάβασε μια επιγραφή που έλεγε: Εμείς εδώ στην Έφεσο αγαπάμε την θεά Άρτεμις γι’ αυτό και τις αφιερώνουμε αυτόν εδώ τον ναό ώστε ο ήλιος του να πλησιάζει την μεγαλοπρέπεια του ήλιου του Ολύμπου.
  Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε λίγο ακόμα από το μαγικό του φίλτρο.
Ο ηλιόλουστος ναός εξαφανίστηκε από μπροστά του και βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι στο κέντρο μιας μεγάλης πόλης. Σήκωσε τα μάτια του ψηλά και τότε είδε ένα κατάλευκο σαν το χιόνι κτίριο που υψωνόταν ως τον ουρανό.  Είχε συμπαγή βάση και στην κορυφή του υψωνόταν ένας μικρός ναός με ολόασπρα αγάλματα. Δίπλα στον πρίγκιπα μας στεκόταν μια γυναίκα. Δεν της μίλησε, του μίλησε αυτή και του είπε: Είμαι η  βασίλισσα Αρτεμισία και φτιάχνω αυτόν τον τάφο για τον άντρα μου τον Μαυσωλό που πέθανε ξαφνικά για να τον τιμήσω.
Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε λίγο ακόμα από το μαγικό του φίλτρο.
Το ολόλευκο μαυσωλείο χάθηκε από τα μάτια του πρίγκιπά μας και μπροστά του εμφανίστηκε ένα χάλκινο άγαλμα με τα δυο του πόδια ενωμένα και στητά. Βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης. Αυτό το γιγάντιο άγαλμα κρατούσε στο χέρι του έναν πυρσό και φορούσε στεφάνι στο κεφάλι του. Το πριγκιπόπουλο το κοιτούσε πολύ ώρα μην μπορώντας να πιστέψει την ομορφιά αυτού του αγάλματος. Ρώτησε ένα παιδάκι που έπαιζε δίπλα του για ποιον ήταν αυτό το άγαλμα. ‘Μα δεν ξέρεις;; Ο Κολοσσός είναι ο θεός Ήλιος και τον έφτιαξε ο Χάρης από την Λίνδο γιατί ο θεός έσωσε την Ρόδο από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή.’
Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε τις τελευταίες σταγόνες από το μαγικό του φίλτρο.
Το κολοσσιαίο άγαλμα εξαφανίστηκε και την θέση του πήρε ένα τεράστιο περίεργο κτίσμα. Είχε  τέσσερα επίπεδα. Το χαμηλότερο ήταν μια τετράγωνη βάση, το δεύτερο ήταν ένα τετράγωνο κτίσμα, το τρίτο οκτάγωνο κτίσμα και το τέταρτο το ψηλότερο ένα κυκλικό κτίσμα στην κορυφή  του οποίου υπήρχε ένα άγαλμα . Στο τέταρτο επίπεδο υπήρχε ένας καθρέπτης που αντανακλούσε το φως του ήλιου. Ένας ψαράς ήταν εκεί κοντά και έφτιαχνε τα δίχτυα του. Το πριγκιπόπουλο μας τον ρώτησε για το κτίριο αυτό. ‘Αυτός είναι ο Φάρος μας. Το βράδυ εκεί ψηλά στον τέταρτο όροφο καίει μια μεγάλη φωτιά για να βλέπουν τα καράβια τον δρόμο για την Αλεξάνδρεια.
‘Να ξέρεις γερό ψαρά πώς σήμερα τα μάτια μου είδαν πολλά όμορφα πράγματα και θαμπώθηκαν, αλλά η χώρα μου είναι η πιο ωραία που ξέρω και πλέον ξέρω πως θα φτιάξω το κτίριο που θέλω και θα είναι καλύτερο από όλα αυτά που είδα σήμερα’ είπε ο πρίγκιπας με περηφάνια ξεχνώντας τον λόγο που είχε δώσει πρωτύτερα στον μάγο. Ο ψαράς απλώς χαμογέλασε και τότε όλα εξαφανίστηκαν.
Το πριγκιπόπουλό μας κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει. Είχε φερθεί αλαζονικά ξεχνώντας τον σεβασμό που έπρεπε να δείξει σε αυτά τα επτά θαύματα και στον κόπο των τόσων ανθρώπων που μόχθησαν για να τα φτιάξουν. 
Για χρόνια πολλά μετά προσπαθούσε να φτιάξει κι αυτός κάτι τόσο ξεχωριστό, μα όλο κάτι έλειπε, όλο κάτι δεν του άρεσε. Έτσι σταμάτησε να προσπαθεί κι άρχισε να λέει αυτήν την περίεργη μέρα που έζησε στα παιδιά του… κι αυτά στα δικά τους παιδιά κι έτσι έφτασε και στα δικά μου τα αφτιά. Αν ψέματα μου είπανε… ψέματα κι εγώ σας λέω… 

Βρωμοέλληνες


(Στην σκηνή υπάρχουν καρέκλες σκεπασμένες με σεντόνια κι ένα μπαούλο. Ο χώρος μοιάζει με ακατάστατη σοφίτα ή αποθήκη. Στο βάθος της σκηνής πίσω από τον κεντρικό καναπέ είναι ένα μεγάλο κάδρο. Ένας μεγαλωμένος ηθοποιός κάθεται σε μια καρέκλα ντυμένος με καλά ρούχα εποχής, καπέλο και μουστάκι... ακίνητος και ανέκφραστος μέσα σε μια εσοχή με πλαίσιο γύρω του που το κάνει να μοιάζει σαν μεγάλη κορνίζα, σα φωτογραφία. Στην σκηνή μπαίνει μια κοπέλα, η οποία μιλάει στο κινητό της)
Κοπέλα: …με κοιτούσε τόσο καιρό κι έκανε το πρώτο βήμα και μου μίλησε. Τι ποιος βρε Ειρήνη; Το παιδί στην καφετέρια…. ναι ναι αυτός ο καστανόξανθος. Χθες με πλησίασε και με ρώτησε εάν θα ήθελα να βγούμε για έναν καφέ. Φοιτητής είναι… βασικά τελειώνει Νομική. Ναι, αλλά δεν ξέρω… είναι Αλβανός. Λισιάν τον λένε….  όχι εδώ μεγάλωσε. Τι εννοείς τι θα κάνω; Πας καλά; Φυσικά και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να βγω μαζί του. Κοίτα ήμουν όσο ευγενική μπορούσα… ναι, η ευγένεια θα με φάει του έδωσα και το τηλέφωνο μου το ζώον ... λες να μου δημιουργήσει πρόβλημα αυτό; ... Εννοείτε! Για να βγούμε το άφησα στο φλου. Τι θα πει ο κόσμος εάν αρχίσω να βγαίνω με έναν Αλβανό; Στην παρέα πες μου πως θα τον παρουσιάσω; Θα πω παιδιά από εδώ ο Λισιάν; Ούτε να το σκέφτομαι δεν μπορώ…. άσε που θα δώσω και την ικανοποίηση σε μερικές να πούνε ‘αυτή τόσο απελπισμένη είναι που το έριξε στους Αλβανούς’. Ναι, ναι την Μαρία λέω. Βασικά δεν θα του σηκώνω το τηλέφωνο…. με πήρε πριν από λίγο και δεν το σήκωσα. Ελπίζω να το πάρει το μήνυμα. Τι να πω πάντως; Ένας ωραίος άντρας με πλησίασε κι αυτός Αλβανός. Ειρήνη, δεν έχω να σκεφτώ τίποτα… μη με πρήζεις κι εσύ με τον βρωμοαλβανό, έχω να συγυρίσω και την σοφίτα. Τι ποια σοφίτα παιδάκι μου; Δεν σου είπα ότι μετακομίζω στην σοφίτα με την τεράστια φωτογραφία του παππού για να έχω ησυχία στο διάβασμα; Έλα ντε, γιατί αυτός ήταν ο όρος της ξύπνιας της μάνας μου… εάν θέλω τη σοφίτα πρέπει να την καθαρίσω. Φαντάσου ο Αλβανός πως θα το έλεγε. ‘Πρέπει να καταρίσω ντιν σοφίτα’. Καλά, σταματάω να γίνομαι κακιά.  Θα τα πούμε αργότερα… εάν βγω ζωντανή από αυτήν την σκόνη εδώ μέσα! Φιλιά πολλά! Ναι… ναι… Γεια!
(Η κοπέλα αρχίζει να τακτοποιεί τα πράγματα που είναι πεταμένα. Παίρνει το μπαούλο και το μεταφέρει μπροστά στην σκηνή. Το ανοίγει και βγάζει από μέσα κάποια παλιά βιβλία. Τα ξεφυλλίζει για λίγο και τα αφήνει στην άκρη. Πιάνει στα χέρια της ένα σημειωματάριο. Το ξεσκονίζει από την σκόνη κι αρχίζει να το διαβάζει)
Κοπέλα: Αχ βρε παππού…..
(Η φωτογραφία αλλάζει αμυδρά φως και το ακίνητο πρόσωπο αρχίζει να μιλάει.)
Παππούς: Εδώ πέρα δεν είχε δουλειά. Πολύ φτώχεια και πείνα κι από πάνω είχαμε και τον στρατό. Εφτά χρόνια ήμουν φαντάρος κι όταν γύρισα πίσω με ξανά κάλεσαν. Έτσι αποφάσισα να φύγω, μα κι ο στρατός να μην υπήρχε πάλι θα έφευγα. Ήμουν από τους λαθραίους κι ο φόβος μην με πιάσουν ήταν διπλός.
(Ο παππούς σηκώνεται από την καρέκλα και περπατάει εμπρός. Βγαίνει από την κορνίζα και κατεβαίνοντας δυο σκαλοπάτια που κρύβονται από έναν καναπέ βγαίνει στη σκηνή. Η κοπέλα δεν τον κοιτά μένει αφοσιωμένη στο κείμενο που διαβάζει.)
Στο καράβι ήμασταν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Κάθε μεσημέρι ερχόταν ένας Ιταλός ναύτης, χτυπούσε ένα κουδούνι και μας μάζευε να φάμε. Ένα μήνα περάσαμε στο καράβι μέχρι να φτάσουμε στο όνειρο… στην γη της επαγγελίας. Εκεί μέσα ήταν δύσκολα. Είχαμε κολλήσει ψείρες κι αρρωσταίναμε συνέχεια. Ο ένας κολλούσε τον άλλον και τα ποντίκια τόσα πολλά που θαρρούσες ότι ήταν περισσότερα από μας. Στο βαπόρι είχε συγκεκριμένα μέρη που μας επιτρεπόταν να πάμε. Το έκαναν για να μην ενοχλούμε τους κυρίους της πρώτης θέσης. Δεν μας ένοιαζε όμως. Κάναμε υπομονή. Στην Αμερική θα μας υποδέχονταν με ανοιχτές αγκάλες…. θα είχαμε μια καλύτερη ζωή. Μας είχαν πει ότι φτάναμε και είχαμε μαζευτεί να δούμε το λιμάνι από μακριά. Είδαν έναν Έλληνα που έδειχνε με το δάκτυλο κάτι. Ήταν το άγαλμα της ελευθερίας. Το κοίταγα πολύ ώρα. Ήταν τεράστιο σε έπιανε κάτι μόλις το έβλεπες... σου έδινε μια σιγουριά πως το χρήμα περίσσευε και για τους ανθρώπους αφού το σπαταλούσαν σε τέτοια αγάλματα... Όπως και στην Ελλάδα τα παλιά χρόνια. Κατεβήκαμε στο λιμάνι του Ellis Island. Ήμασταν πάλι στοιβαγμένοι κρατώντας τα λίγα μπογαλάκια μας στο χέρι αλλά δεν μας ένοιαζε. Από το λιμάνι μας πήραν και μας πήγαν σ’ ένα μεγάλο κτίριο. Εκεί μέσα ήταν άνθρωποι όλων των χωρών, ό,τι ράτσα ανθρώπου ήθελες την έβλεπες. Ήμασταν όλοι φοβισμένοι μα και χαρούμενοι. Εμάς, τους Ιταλούς και τους Ισπανούς μας χώρισαν από όλους τους υπόλοιπους. Υπήρχε μια ασθένεια τότε στα μάτια που την είχαμε μόνο εμείς. Όσοι βρίσκονταν να πάσχουν τους γυρίζανε. Ευχόμασταν μόνο να μας κρατήσουν. Θυμάμαι ένα παλικάρι από την Κρήτη, ψηλός, λεβέντης είχε σπάσει στα δυο και τους παρακαλούσε να τον αφήσουν να μπει στην χώρα. Τον έδιωξαν πίσω…. νοσούσε. Όσοι περνούσαμε τις ιατρικές εξετάσεις μας πήγαιναν για ανάκριση σ’ ένα μικρό γραφείο. Μας ρωτούσαν διάφορα. Γιατί ήρθαμε, γιατί διαλέξαμε την Αμερική. Εάν είχες συγγενείς που είχαν έρθει πρωτύτερα από σένα ήσουν τυχερός. Σε ανέκριναν δυο-τρεις φορές και μετά σου έδιναν το πασαπόρτι να μπεις στην χώρα. Έμεινα τρεις βδομάδες στο Ellis Island.Με ανέκριναν μέρα παρά μέρα γιατί τους φαινόμουν ύποπτος. Μια μέρα ξαφνικά ήρθε ένας αξιωματικός και μου είπε ‘You are free’ και μου ζήτησε ένα ρούχο. Έβγαλα την ζώνη μου και τον σουγιά μου, σκάλισα τα αρχικά μου και του την έδωσα. Η απόδειξη ότι είχα περάσει κι εγώ από το νησί του φόβου και των δακρύων. Τώρα ήμουν έτοιμος να ζήσω το όνειρο.
( Χτυπάει το κινητό της κοπέλας. Η αφήγηση σταματάει καθώς αυτή σταματάει να διαβάζει το ημερολόγιο  και το κοιτάει για λίγο και μετά η αφήγηση συνεχίζει όταν αρχίζει η κοπέλα να ξανά διαβάζει.)
 Στην Νέα Υόρκη πήγα σε ένα γραφείο που έβρισκε δουλειές για να με βοηθήσει. Εκεί μου άλλαξαν το όνομα για να μην φαίνεται τόσο ελληνικό κι από Σωτήρης έγινα Σαμ. Βρήκα δουλειά σε ένα μεγάλο κτίριο που έφτιαχναν τότε. Empire State νομίζω ότι το έλεγαν. Κι ο μισθός…
(Ακούγεται μια φωνή που διακόπτει την αφήγηση του παππού και λέει: Americans nine dollars per day, Italians and Russians six dollars per day, Greeks three dollars per day.Η αφήγηση συνεχίζεται.)
Δεν μας εκτιμούσαν πολύ μήτε οι Αμερικάνοι μήτε οι άλλοι λαοί, γι’ αυτό και δεν μας έδιναν και πολλές κουβέντες. Μας έπαιρναν μόνο επειδή ήμασταν φτηνοί και κάναμε τα πάντα. Μας έλεγαν και προδότες γιατί τα μεγάλα αφεντικά μας πλήρωναν για να σπάμε τις απεργίες... Μπορούσες να μην πας. Είχαμε οικογένειες πίσω στην πατρίδα κι έπρεπε να στείλουμε λεφτά. Δεν έμεινα πολύ στην Νέα Υόρκη. Άκουσα για ένα εργοστάσιο στην Γιούτα που έβγαζε κάρβουνο. Όταν πήγα να βγάλω εισιτήριο για το τρένο, η ταμίας με ρώτησε από πού είμαι. Έλληνας της είπα κι εκείνη μου έδωσε πολύ προσεκτικά το εισιτήριο για να μην την ακουμπήσω σαν να ήμουν λεπρός. Σε όλο το ταξίδι δεν μιλούσα, για να μην με καταλάβουν. Έκανα ότι ήμουν μουγγός…. καλύτερα να με νόμιζαν ότι ήμουν προβληματικός παρά ότι ήμουν Έλληνας. Μπορεί να με πετούσαν κάτω από το τραίνο ή να με λιντσάρανε. Το είχαν κάνει σε πολλούς. Στο εργοστάσιο υπήρχαν κι άλλοι Έλληνες. Το πόστο μας ήταν στις εξορύξεις… περνούσαμε δωδεκάωρα κάτω από την γη, μέσα στην σκόνη και το σάλαρι ήταν μισό από αυτό ενός Αμερικάνου. Για να τα βγάλουμε πέρα νοικιάζαμε σπίτι πολλοί μαζί. Θυμάμαι πως νοίκιαζα με έναν Θεσσαλονικιό κι έναν από την Σπάρτη. Ο σπιτονοικοκύρης είχε απαιτήσει να του δίνουμε τα χρήματα στην αρχή κάθε μήνα από φόβο μήπως τον χρεώσουμε. Έτσι ήταν τότε. Εμείς οι Έλληνες ήμασταν κλέφτες. Κάθε δέκα μέρες μπούκαρε στο σπίτι και μας έλεγχε για παράνομα πράγματα. Είχαμε την φήμη ότι διακινούσαμε ναρκωτικά, παράνομα όπλα… Συχνά όταν γυρνούσαμε από την δουλειά βλέπαμε στην πόρτα γραμμένο ‘Greek bustards’ …βρωμοέλληνες…. έτσι μας έλεγαν γιατί τους παίρναμε τις δουλειές κι ήμασταν υπεύθυνοι για όλα τα δεινά τους. Είχαν βγει κι έρευνες στις εφημερίδες που έλεγαν ότι ήμασταν πρώτοι σε πάσης φύσεως κακουργήματα, βιασμούς, ληστείες, ναρκωτικά, όπλα με μεγάλη διαφορά από τους Ρώσους, τους Ιταλούς, τους Ισπανούς. Όταν περνούσε μια Αμερικάνα από μπροστά μας έπρεπε να χαμηλώνουμε το κεφάλι και να μην την κοιτάμε γιατί θα μας κατηγορούσαν για παρενόχληση. Υπήρχαν και μαγαζιά που δεν μας δέχονταν…. είχαν απ’ έξω πινακίδες που έλεγαν ‘Only white Americans. No rats, no Greeks’. Δεν θυμάμαι πότε άρχισαν τα πράγματα να αλλάζουν προς το καλύτερο. Ίσως με τον Λουή Τίκα… ίσως τότε να κατάλαβαν ότι είχαμε κι εμείς την ιστορία μας, ότι ήμασταν κι εμείς άνθρωποι σαν κι αυτούς. Αλλά ήταν αργά… το όνειρο μας ήταν πια να γυρίσουμε στην πατρίδα… Είχαμε πατρίδα; Στην Αμερική ήμασταν οι Έλληνες και στην Ελλάδα οι Αμερικάνοι…. Ποια πατρίδα;
(Τα λόγια του παππού σβήνουν μαζί με το φως. Η κοπέλα ξεφυλλίζει το ημερολόγιο για λιγο. Βγάζει το κινητό της και καλεί.)
Κοπέλα: Γεια σου Λισιάν. Η Ιωάννα είμαι. Τι κάνεις; Κι εγώ καλά ευχαριστώ. Συγγνώμη για πριν που δεν απάντησα, αλλά είχα δουλειά. (Μικρή παύση και γέλιο.)
Έχει  δίκιο η μαμά σου που λέει ότι το ντουλειά ντεν τελειώνει, αλλά δεν χρειάζεται να την κοροϊδεύεις. Θα την βοηθήσεις να μάθει πιο σωστά τα ελληνικά. Ποια ταινία είναι; Ναι θα ήθελα πολύ να την δώ. Θες να βρεθούμε στο κέντρο κατά τις εννιά; ... Σ’ αφήνω τώρα... το ντουλειά με περιμένει!

ΣΚΟΤΑΔΙ