Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Το χαμόγελο του Αντρέα

Κι οπως περπατουσα στον δρομο σκυμμενη το ειδα! Ηταν πλατυ, λαμπερο, ομορφο! Μου ελειπε εδω και πολυ καιρο. Τοσα βασανα, τοσες σκοτουρες δεν ειχα χρονο. Δεν ειχα χρονο να το ψαξω και δεν ειχα την δυναμη να το βρω. Το ειχα παρει αποφαση, το ειχα αποδεχτει. Επρεπε να ζω χωρις αυτο. Ξερετε ειναι πιο ευκολο οταν ζεις χωρις αυτο. Δεν πρεπει να απολογεισαι γιατι το εχεις κι οι αλλοι μπορουν να σε περασουν για σοβαρο. Μπορεις να εχεις ενα ψευτικο, αλλα ολα τα ψευτικα διαρκουν λιγο και κουραζουν. Κοιταξα γυρω μου να δω εαν με ειχε δει κανεις. Κανεις δεν μου ειχε δωσει σημασια. Το κρατησα στα χερια μου και τοτε με την ακρη του ματιου μου ειδα απεναντι ενα παιδακι. Μου φανηκε πολυ μικρο. Μια σταλια. Ουτε αυτο το ειχε. Γιατί δεν το είχε; Τι είχε συμβεί και το είχε χάσει; Τα παιδιά πρέπει να το έχουν πάντα.Το πλησιασα και του το εδωσα. Ελαμψε πανω του και σαν να εγινε κατι μαγικο διπλασιαστηκε κι ηρθε και σε εμενα. Την έλεγα την ιστορία μου παντού. Κάποιοι με πίστευαν καποιοι όχι. Αργοτερα μου είπαν  οτι αυτο το χαμογελο ανηκε σε εναν μικρο Αντρεα..δεν το εχασε, απλά  προοριζε να το δωσει στα παιδια. Δεν ηξερε ομως οτι ήταν μαγικο και κάθε παιδί που αποκτουσε ενα, αποκτούσε μαζί και με αυτό ένας μεγάλος...

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Το όνομα μου είναι πρόσφυγας, το επίθετο μου κατατρεγμένος

Το όνομα μου είναι πρόσφυγας.Το επίθετο μου κατατρεγμένος. Με ξερίζωσαν από τον τόπο μου. Άγρια με τράβηξαν δίχως να προλάβω να αντιδράσω. Πώς να προλάβω να αντιδράσω; Το μαχαίρι το φοβόμουν..το ένιωθα να παγώνει τον λαιμό μου έτοιμο να τον κόψει κι έτρεχα. Πia δεν είχα σπίτι, δεν είχα πατρίδα. Περπάτησα. Η μαντίλα μου δεν ήταν πια στο κεφάλι αλλά στο χέρι μου, γεμισμένη με όνειρα και αναμνήσεις. Ένα χεράκι κρατούσε το άλλο μου χέρι. Δεν ήξερα εάν ήταν δικό μου παιδί. Τα παιδιά ανήκουν σε όλους και δεν ανήκουν σε κανέναν...τα παιδιά ανήκουν στους εαυτούς τους. Κι έφτασα σε θάλασσα μαύρη, φουρτουνιασμένη και σταμάτησα. Φοβήθηκα το μαχαίρι. Και μπήκα σε βάρκα ξύλινη, μικρή. Και το μικρό χεράκι όλο κι έσφιγγε την χούφτα μου και ξαφνικά σταμάτησε. Χάθηκε στην φουρτουνιασμένη θάλασσα.Δεν ήξερα εάν ήταν δικό μου παιδί. Τα παιδιά ανήκουν σε όλους και δεν ανήκουν σε κανέναν...τα παιδιά ανήκουν στους εαυτούς τους. Αυτό το παιδί δεν υπήρχε πια, δεν άνηκε πουθενά. Το μαχαίρι συνέχισε να με ακολουθεί. Το όνομα μου είναι πρόσφυγας, το επίθετο μου κατατρεγμένος.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Άκου μάνα...

     Κινήθηκα ήσυχα, αθόρυβα. Τα βήματα μου δεν ακούγονταν. Το ήξερα οτι δεν ακούγονταν. Δεν είχα την αίσθηση του εδάφους στα πόδια μου. Μπορεί και να μην πατόυσα κάτω. Δεν με ένοιαζε. Εκείνη την ώρα δεν με ένοιαζε. Δεν ήξερα καν τι ήμουν. Ήμουν όνειρο; Οπτασία; Φάντασμα; Μπορεί να ήμουν και μια ανάμνηση όλων αυτών που με αγαπούσαν. Τώρα το έβλεπα οτι με αγαπούσαν πολλοί άνθρωποι. Άνθρωποι που δεν πίστευα οτι θα νοιαστούν για μένα, αλλά μάλλον έτσι είναι. Όταν χάνεται κάποιος σε πονάει η απώλεια του και τότε συνειδητοποιείς οτι μάλλον τον αγαπούσες κι ας μην το είχες καταλάβει ποτέ σου. Τότε νιώθεις οτι είναι αργά να του φανερώσεις την αγάπη σου, οτι όλα έχουν χαθεί, αλλά αυτός ξέρει. Ξέρει οτι τον αγαπούσες. Γνωρίζει τα πάντα.
      Πέρασα από την κουζίνα. Γιαγιάδες και παππούδες. Κάποιους τους ήξερα, κάποιους άλλους όχι. Ανάμεσα τους κι οι δυο γιαγιάδες μου. Η μια έκανε τα γνωστά τρελά της. Έπιανε το κεφάλι της, τραβούσε τα ρούχα της. Ήθελα να την πιάσω από τα χέρια και να της πω να σταματήσει αυτά τα τρελά. Μας έκανε ρεζίλι. Η άλλη αντάρτισα. Καθόταν αμίλητη κι έκλαιγε. Προσπαθούσε να οργανώσει τους καφέδες, τα κονιακ, τα κουλουράκια.
       Βγήκα στο μπαλκόνι. Όλη μου η παρέα μαζεμένη. Τα χαζά γελούσαν. Έκατσα δίπλα τους. Δίπλα από την Χαρούλα. Ανατρίχιασε, το ένιωσα. Έλεγαν ιστορίες με έμενα. Όλα τα χαζά που είχα κανει. Όταν είπα οτι το αγόρι μου με χτυπάει για να ξεφύγω από κάτι γυφτάκια και τότε μου κόλλησε το παρατσούκλι χαζή. Όταν είχα μεθύσει για πρώτη φορά στην ζωή μου και με είχαν πάει στο κέντρο υγείας. Όταν είχα ξεμοναχιάσει το σκουλήκι και αυτός νόμιζε οτι ήθελα να του την πέσω , ενώ εγώ ήθελα να τον βάλω στην ΔΑΠ.
        Γελούσαν κι έκλαιγαν συγχρόνως. Δεν ήθελα να κλάινε όμως. Χαιρόμουν που τους άκουγα να γελάν με τις ιστορίες μου..Μου άρεσε που αυτό που είχαν να θυμούνται από εμένα ήταν χαρά και γέλιο.. Ζήλεψα όμως που δεν με έβλεπαν, δεν με άκουγαν...ήθελα τόσο πολύ να ''τρακάρω'' ένα στριφτό τσιγάρο και να πιω λίγο κονιάκ και να συνεχίσω να λέω τα χαζά μου.
       Έφυγα και πήγα στο δωμάτιο μου, το δωμάτιο που από τότε που γεννήθηκε ο αδερφός μου το μοιραζόμασταν. Ήταν εκεί με τις δυο ξαδέρφες μου. Δεν μιλούσαν, κοιτούσαν παλιές φωτογραφίες. Θέε μου, πόσο ασχημόπαπο ήμουν στην εφηβεία μου...Να γιατί ποτέ δεν είχα αγόρι. Ποιό παιδάκι να με πλησιάσει; Θα νόμιζαν οτι θα τους έτρωγα...
       Πήρα μια βαθιά ανάσα και κατευθύνθηκα στο σαλόνι...Είχε έρθει η ώρα να με αντρικρίσω...είχε έρθει η ώρα να με δω νεκρή....

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Το λευκό περιστέρι...

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα πολύ μακριά από την δική μας υπήρχε ενα δάσος. Ήταν τεράστιο και τα δέντρα του ήταν τόσο ψηλά που σε αρκετά σημεία έκρυβαν τον ήλιο. Αυτό το μεγάλο δάσος το διέσχιζε ένα μεγάλο ποτάμι. Γύρω από αυτό το ποτάμι κάποιοι άνθρωποι είχαν φτιάξει καλύβες, ξύλινες και μικρές και ζούσαν. Κυνηγούσαν, ψάρευαν, βοσκούσαν τα πρόβατα και τα κτσίκια τους και γενικά η ζωή περνούσε ήσυχα κι ήρεμα. Σε μια από αυτές τις καλύβες ζούσε κι ένας χωρικός με τν οικογένεια του. Είχε τρία παιδιά. Ανάμεσα σε αυτά κι ένα μικρό αγοράκι. Δεν ήταν σαν όλα τα άλλα παιδιά. Δεν μιλούσε πολύ, μπορεί και να μην ήξερε να μιλάει, κανείς δεν ξέρει. Τα υπόλοιπα παιδιά δεν τον έκαναν παρέα γι'αυτό ακριβώς τον λόγο. Δεν μιλούσε οπότε σταμάτησαν να του δίνουν σημασία. Κάποιες φορές το μικρό αγοράκι της ιστορίας μας μπορεί να καθόταν μόνο του και να έκλαιγε. Ήταν ο μοναδικός τρόπος που ήξερε να εξωτερικευει τα συναισθήματα του. Και τότε μια μέρα έγινε το κακό. Κάποιο από τα παιδιά του χωριού τον είδε να κλαίει. Το είδε σε μια στιγμή αδυναμίας. Πώς ήταν δυνατόν ένα παιδί να κλαίει και να είναι τόσο αδύναμο; Αμέσως αισθάνθηκε πιο δυνατός, πιο θαραλλέος απέναντι στον μικρό μας φίλο. Άρχισε να τον απειλεί οτι θα το έλεγε σε όλους. Το αγοράκι της ιστορίας μας φοβήθηκε, άρχισε να του κάνει οτι χάρες ήθελε. Αλλά ο ''δυνατός΄΄ και ''θαραλλέος'' της ιστορίας μας δεν κράτησε για πολύ το μυστικό και το είπε σε όλους. Η ζωή του μικρού μας φίλου έγινε ακόμα πιο δύσκολη. Απο εκει που περνούσε παρατήρητος ξεκίνησε να είναι στο επίκεντρο, αλλά με πολύ αρνητικό τρόπο. Τον κορόιδευαν, τον χτυπόυσαν, τον απειλούσαν, μέχρι που δεν άντεξε. Μια μέρα δεν άντεξε κι έφυγε. Άρχισε να περπατάει, το περπάτημα έγινε πιο γρήγορο μέχρι που βρέθηκε να τρέχει. Έτρεχε χωρίς να αισθάνεται τα μικρά του πόδια που είχαν γεμίσει λάσπες, είχαν αρχίσει να ματώνουν και ξαφνικά τα πόδια του σταμάτησαν να τον υπακούν. Έπεσε. Προσπάθησε να κλάψει αλλά τα δάκρυα του πλέον δεν μπορούσαν να κυλήσουν στο πρόσωπο του και τότε τον πλήμμύρισε ένα φως και το μικρό αγοράκι μεταμορφώθηκε κι έγινε ένα τεράστιο λευκό περιστέρι και πέταξε μακριά. Ναι πλέον ήταν ελεύθερο. Κι αυτή η ιστορία φίλοι μου είναι πέρα για πέρα αληθινή γιατί μου την είπε το ίδιο το περιστέρι. Δεν μου είπε ψέματα, κι ούτε ψέματα κι εγω σας λεω...

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Σε ποιον θεό; Σε ποιά θρησκεία;

Ξάπλωσα. Έστρωσα ήρεμα το κρεβάτι μου, έβγαλα τις ζεστές μου παντόφλες και ξάπλωσα. Τα βλέφαρα μου έπεσαν βαριά. Κοιμήθηκα και δεν ξύπνησα όταν δυο αεροπλάνα έπεσαν στους Δίδυμου Πύργους , δεν ξύπνησα όταν τα τζάμια έτριζαν από τις εκρήξεις στο μετρό του Λονδίνου κι ούτε άλλαξα πλευρό όταν έσκασαν οι δέκα βόμβες στα τραίνα στην Μαδρίτη. Τώρα τρεμόπαιξαν τα βλέφαρά μου όταν άκουσα να χτυπάνε το μολύβι, να σχίζουν το σκίτσο και να μου κρατάνε το στόμα. Πάντα τα μάτια μου δάκρυζαν αλλά τα βλέφαρα μου ήταν γερά σφαλισμένα αρνούμενα να ανοίξουν. Είχαν μπει στο σπίτι μου, πλησίαζαν το κρεβάτι μου,  ένιωθα την σκιά τους πάνω μου και άνοιξα τα μάτια μου κι αντίκρισα το μαχαίρι να ακουμπά τον λαιμό μου. Προσπάθησα να προσευχηθώ. Πού; Σε ποιον θεό; Σε ποιά θρησκεία; Σφάλισα τα μάτια μου ξανά και συνέχισα τον ύπνο μου...