Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Η γελωτοποιός που έτρεχε....

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα κάστρο, που βρισκόταν πολύ μακριά από την δική μας χώρα ζούσε μια μικρή γελωτοποιός. Η οικογένεια της ήταν γνωστή οικογένεια γελωτοποιών και δεν της χαλούσαν ποτέ χατίρι. Όταν πέρασαν τα χρόνια κι αποφάσισε να σπουδάσει ένα επάγγελμα, διάλεξε αυτό του γελωτοποιού. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ήταν οικογενειακή της κληρονομιά, αλλά της άρεσε να κάνει τον κόσμο να γελάει και να ξεχνάει τα προβλήματα του. Η μικρή μας γελωτοποιός ήταν καλή, χρυσή κι είχε όλα τα καλά του κόσμου, είχε ένα μεγάλο κακό όμως...πάντα βιαζόταν...τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Τελείωσε, λοιπόν την μεγάλη σχολή των γελωτοποιών κι ήρθε η ώρα να ψάξει για δουλειά, αλλά δεν μπορούσε να περιμένει καθόλου μέχρι να βρει, ήθελε σώνει και ντε να βρει την επόμενη μέρα. Τι να κάνει λοιπόν κι ο καημένος ο πατέρας της ο μεγαλογελωτοποιός πήγε και παρακάλεσε τον βασιλιά του κάστρου να δεχτεί την κόρη του στην δούλεψη του. Ο βασιλιάς δέχτηκε με χαρά, γιατί χρόνια συνεργαζόταν με την οικογένεια των γελωτοποιών. Η μικρή τα πήγαινε καλά στην δουλειά κι όταν ο βασιλιάς της πέταξε ένα χάλκινο φλουρί γιατί του άρεσαν τα κόλπα της αυτή πήγε χωρίς δεύτερη σκέψη κι αγόρασε ένα καπέλο, ξέρετε αυτό με τα τρελά κουδουνάκια που κάνουν περίεργους ήχους όταν χοροπηδάς. Κι η δουλειά συνεχιζόταν κι ο βασιλιάς έμενε ευχαριστημένος και μετά από κάμποσες μέρες της πέταξε ένα ασημένιο φλουρί. Χωρίς δεύτερη σκέψη η μικρή μας γελωτοποιός πήγε και πήρε μπογιές για να ζωγραφίζει στο πρόσωπο της αστείες γκριμάτσες, οι γονείς της όμως την συμβούλεψαν να μην χαλάει όλα της τα χρήματα και να κρατάει κάτι στην άκρη. Σιγά μην τους άκουγε όμως...αυτή ήξερε τι έκανε. Είχε δουλειά κι αφού είχε δουλειά θα είχε και πάντα λεφτά. Έτσι λοιπόν όταν ο βασιλιάς της πέταξε ένα χρυσό φλουρί, αυτή πήγε κι αγόρασε μια ρόδα με πετάλι για να κάνει κόλπα και φιγούρα, γιατί η μικρή μας φίλη είχε ρόδα, αλλά δεν ήταν καινούρια και δεν γυάλιζε. Κι η ρόδα αγοράστηκε. Σε ένα κόλπο περίπλοκο πολύ όμως, που είχε σάλτο στον αέρα και δυο τούμπες ακούστηκε ένα ξαφνικό κρατς, ένα πολύ δυνατό κρατς και τα ρούχα της μικρής γελωτοποιού σχίστηκαν. Τότε σκέφτηκε πως εάν είχε κρατήσει τα χρήματα που είχε μαζέψει θα μπορούσε να πάρει μια νέα αλλαξιά ρούχα και να συνεχίσει την δουλειά της...τώρα τι έγινε μετά δηλαδή εάν η μικρή μας γελωτοποιός βρήκε τα λεφτά να πάρει καινούρια ρούχα ή εάν έχασε την δουλειά της γιατί ο λαγός που μου έλεγε την ιστορία βιαζόταν  κάπου να πάει κι έφυγε τρέχοντας...τώρα εάν μου είπε ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω..