Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Η κυρία με τα Σμέουρα

Κατά καιρούς σας έχω πει πολλές ιστορίες που έχω ακουσει και δεν ξέρω εαν είναι ψέματα ή οχι. Αυτή η ιστορία όμως είναι περα για πέρα αληθινη, γιατί είναι ίσως η μοναδική που έζησα εγώ η ίδια. Μια μέρα λοιπόν έκανα την βόλτα μου σ 'ένα μεγάλο δάσος. Μ'αρέσει να περπατάω και να παρατηρώ πως κινούνται τα πουλιά, τα ζώα και πως θροίζουν τα φύλλα. Πολλές φορές μαντεύω και τους διαλόγους που κάνουν ή τις ιστορίες της ζωής τους. Έτσι λοιπόν εκείνη την εκίνη την μέρα καθώς παρατηρούσα έναν σκίουρο κι έφτιαχνα την ιστορία του στο μυαλό μου ένιωσα ένα άγγιγμα στην πλάτη. Γύρισα απότομα κι είδα μια κυρία να μου χαμογελάει. Κρατούσε ένα μεγάλο καλάθι με σμέουρα.
'Θες λίγα σμέουρα;'
'Όχι. Σας ευχαριστώ αλλά δεν μου αρέσουν.'
'Οι ιστορίες σου αρέσουν;'
Της έγνεψα πως ναι.
'Θέλεις να σου πω την δική μου;'
Έγνεψα πάλι ναι.
'Δεν είμαι κάποιο σημαντικό πρόσωπο και η ύπαρξη μου σίγουρα δεν θα αλλάξει την ροή της ιστορίας, αλλά ξέρω οτι είμαι σημαντική για δυο άνθρωπους που αγαπώ πολύ. Γεννήθηκα σ'ένα όμορφο χωριό. Καταπράσινο κι είχε και καταρράκτες κι ένα δάσος σαν κι αυτό. Μια μέρα λοιπόν καθώς τριγυρνούσα στο δάσος του χωριού μου πέτυχα έναν νάνο. Ήταν τόσο δα μικρός που στην αρχή νόμιζα οτι ήταν μικρό παιδάκι. Πλησίασα λοιπόν να το βοηθήσω εάν είχε χαθεί και τότε είδα το πρόσωπο του και ήταν πολύ άσχημο, γρύλιζε και μου έδειχνε το πόδι του. Πράγματι είχε μπλεχτεί τόσο πολύ που δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Έφυγα μακριά γιατί τρόμαξα και πήγα σπίτι. Όλη την μέρα το σκεφτόμουν και το βραδυ στριφογυρνουσα και δεν μπορούσα να κοιμηθώ, έτσι λοπόν σηκώθηκα και πήγα στο δάσος και βρήκα τον άσχημο νάνο εκεί που ήταν. ΤΟν βοήθησα και του ξέμπλεξα το πόδι. Αμέσως το πρόσωπό του άλλαξε και πήρε μια μορφή πολύ γλυκιά και μπορώ να πω όμορφη και μιλούσε πλεόν κανονικά. Μου είπε οτι μια νεράιδα κακιά τον είχε μεταμορφώσει έτσι επειδή δεν δέχτηκε να της εκπληρώσει μια ευχή. Τριγυρνούσε μόνος στο δάσος γιατί κανένας πλεον δεν τον έκανε παρέα, επειδή ήταν κακομούτσουνος και κανείς δεν το καταλάβαινε επειδή γρύλιζε. Μια μέρα όμως μπλέχτηκε το πόδι του και δεν μπορούσε να κουνηθεί μέχρι που βρέθηκα εγώ και του έδειξα καλοσύνη βοηθώντας τον. Έτσι λοιπόν τα μάγια λύθηκαν και με ρώτησε ποιά ευχή ήθελα να μου εκπληρώσει. Το σκέφτηκα πολύ. Δεν ήθελα ούτε χρήματα, ούτε δόξα και φήμη. Και τότε σκέφτηκα οτι ήθελα με την σκέψη μου να βλέπω τους ανθρώπους που αγαπώ και να είμαι δίπλα τους για πάντα, ακόμα κι αν είναι πολύ μακριά. Κι η επιθυμία μου έγινε πραγματικότητα. Ακόμα και τώρα που είμαι σε αυτό το μεγάλο δάσος μπορώ με την σκέψη μου να παω μακριά σε αυτούς που αγαπώ και να τους δω και είμαι ευτυχισμένη, όταν τους βλέπω να είναι καλά και δυστυχισμένη όταν στεναχωριούνται. Είμαι πάντα δίπλα τους.'
Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια και μετά μεταμορφώθηκε σ'ένα μεγάλο ολόλευκο περιστέρι και πέταξε ψηλά στον ουρανό. Μου άφησε και το καλάθι με τα σμέουρα κι εγώ σκέφτηκα οτι δεν θα την ξεχάσω πότε ούτε αυτή ούτε την ιστορία της, γιατί τους ανθρώπους τους ξεχνάμε μόνο όταν ξεχάσουμε τις ιστορίες τους....

Το μικρό καλικαντζαράκι που το έλεγαν Θυμό

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μεγάλο και πολύ σκοτείνο δάσος πολύ μακριά από την δική μας χώρα υπήρχε ένα πολύ μικρό σπίτι. Σε αυτό λοιπόν το σπίτι ζούσε ένα μικρό καλλικαντζαράκι που το έλεγαν Θυμό. Αυτό το καλλικαντζαράκι ήταν μόνο του. Δεν είχε φίλους ούτε οικογένεια. Το μόνο που ειχε ήταν έναν περίεργο κόμπ στον λαιμό που το έκανε να νιώθει πολύ άσχημα και γι’αυτό ήθελε να συμπεριφέρεται άσχημα και στους άλλους.
Μια μέρα εκεί που καθόταν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο αποφάσισε να πάει ένα μεγάλο ταξίδι στην πόλη. Εκεί θα γνώριζε ανθρώπους και θα έκανε φίλους κι ίσως αυτός ο κόμπος που είχε στον λαιμό να έφευγε. Μόλις έφτασε στην πόλη άρχισχε χαρούμενο να γυρνάει στους δρόμους και να μιλάει στους περαστικούς, αλλά ήταν τόσο δα μικρό που ούτε καν φαινόταν κι οι άνθρωποι δεν του έδιναν σημασία και δεν του μιλούσαν. Κι οι μέρες περνούσαν κι ο κόμπος που είχε ο Θυμός στον λαιμό του όλο και μεγάλωνε και τον γαργαλούσε και τον έκανε να αισθάνεται άσχημα και ήθελε να κάνει κακό.
Έτσι λοιπόν αποφάσισε να πηγαίνει και να κρύβετε στα ρούχα των μικρών παιδιών που δεν θα τον έβλεπαν και θα τα έκανε να αισθάνονται κι αυτά το ίδιο άσχημα όπως αυτός. Και τα κατάφερε. Τα παιδιά είχαν αρχίσει και τσακώνονταν μεταξύ τους και να συμπεριφέρονται άσχημα το ένα στο άλλο. Μάλωναν για τα παιχίδια, μάλωναν για τα μαθήματα, μάλωναν με την μαμά τους και τον μπαμπά τους που τους έδιναν να τρώνε φακές και λαχανικά. Έλεγαν άσχημες κουβέντες και πρόσβαλλαν όσους αγαπούσαν αλλά ο κομπός που ένιωθαν κι αυτά πλεον στο λαιμό τους μεγάλωνε όλο και πιο πολύ και δεν έφευγε με τίποτα. Το καλλικάντζαράκι μας, ο Θυμός χαιρόταν και γελούσε που προξενούσε τόσους μπελάδες.
Πηδούσε από το ένα παιδάκι στο άλλο και το έκανε να είναι θυμωμένο συνέχεια. Μια μέρα λοιπόν έπεσε στην τσέπη ενός μικρού κοριτσιού. Ούτρε αυτό είχε φίλους. Κανείς δεν την μιλούσε, αλλά αυτή δεν έλεγε τίποτα. Δεν τσακωνόταν, δεν μιλούσε άσχημα μόνο καθόταν και ζωγράφιζε. Το καλλικαντζαράκι μας δεν το πίστευε αυτό. Θύμωνε που δεν μπορούσε να κάνει την σκανταλιά του και μεγάλωνε, μεγάλωνε, μεγάλωνε μέχρι που έφτασε σε μέγεθος όσο ένα σκαθάρι και τότε το κοριτσάκι το πρόσεξε.
‘Ποιος είσαι εσυ;’ Του είπε
‘Είμαι ο καλλικάντζαρος, ο Θυμός.’
‘Εσύ τους κάνεις όλους να συμπεριφέρονται τόσο άσχημα;’
‘Ναι, αλλά εσένα δεν μπορώ. Γιατί δεν μιλάς κι εσύ άσχημα σε αυτούς που σου μιλούν;’
‘Γιατί να μιλήσω;’
‘Γιατί σε προσβάλλουν και σε κάνουν να στεναχωριέσαι.’
‘Εάν τους μιλήσω άσχημα, θα στεναχωρηθούν κι αυτοί και μετά εγώ θα νιώσω ακόμα πιο άσχημα. Δεν είναι δίκαιο και σωστό.’
‘Και τι κάνεις;’
‘Ζωγραφίζω και μετά τους λεω ότι αυτό που έκαναν με πείραξε και τους ζητάω να μην το ξανακάνουν. Είναι απλό και κανείς δεν στεναχωριέται.’
Το καλλικαντζαράκι μας δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του. Μα πώς ήταν δυνατόν να ξεχασει κάποιος αυτόν τον κόμπο που είχε στον λαιμό; Πώς ήταν δυνατόν όταν κάποιος σε θυμώνει να μην του μιλησεις άσχημα ή να μην το χτυπήσεις; Ανήκουστα πράγματα αυτά. Δεν μίλησε. Σηκώθηκε κι έφυγε και γύρισε στο σπίτι του στο δάσος. Εκεί έμεινε κλεισμένος για πάντα. Κάθε μέρα σκεφτόταν τα λόγια του κοριτσιού και κάθε μερα καταλάβαινε ότι το κοριτσάκι είχε δίκιο. Γιατί να στεναχωρούμε τους άλλους; Έτσι σιγά σιγά ο κόμπος που είχε το καλλικαντζαράκι μας στον λαιμό μίκραινε συνέχεια μέχρι που εξαφανίστηκε.
Μια μέρα λοιπόν που έκανα κι εγώ μια βόλτα στο μεγάλο δάσος βρήκα το μικρό καλλικαντζαράκι που πλέον δεν το έλεγαν Θυμό, αλλά Συγγνώμη και μου είπε την ιστορία του κι εγώ με την σειρά μου την λέω σε εσας…τώρα εάν μου είπε ψέματα….ψέματα κι εγώ σας λεω…

Μαγικό Χαλί

Θέλω να διαμαρτυρηθώ....ναι θέλω να διαμαρτυρηθώ γιατί από τότε που μεγάλωσα η γιαγιά μου δεν μου ξανά είπε ιστορίες.... ούτε παραμύθια...ούτε τίποτα....πότε θα καταλάβουν οι μεγάλοι ότι μπορούμε να μείνουμε για πάντα μικρά παιδιά και να ταξιδεύουμε με το ''μαγικό χαλί'' μας στον κόσμο των παραμυθιών;;;; Εγώ η Αλλαντίν θα συνεχίσω να πετάω στον κόσμο των παραμυθιών και των ιστοριών μου κι αν θέλετε ακολουθείστε με.....αααα ξέχασα να σας πω ότι το μαγικό χαλί λόγω τρεχόντων φόρων και χαρατσιών δεν έχει περάσει κτεο....αλλά για την δική σας ασφάλεια δεν χρησιμοποιούμε ζώνες που σας κρατούν καθηλωμένους στην πραγματικότητα σας.....Καλό μας ταξίδι!!!