Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακρινό από το δικό μας υπήρχαν δυο γελωτοποιοί, ένας μεγάλος κι ένας μικρός. Είχαν μια περίεργη και δυνατή σχέση μεταξύ τους. Αγαπούσε πολύ ο ένας τον άλλον αλλά συνάμα δεν έβρισκαν καμία χρυσή τομή επικοινωνίας. Ο μεγάλος ήθελε να προστατεύει τον μικρό, ενώ ο μικρός θαύμαζε τον μεγάλο. Μια μέρα λοιπόν αποφάσισαν να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι για να πάνε στο διπλανό βασίλειο και να δοκιμάσουν κι εκεί την τύχη τους σαν γελωτοποιοί . Τα δύο βασίλεια τα χώριζε ένα τεράστιο δάσος. Ο μεγάλος φοβόταν το μεγάλο δάσος, άγρια θηρία, παγίδες κάτω από τα δέντρα και ούτε ήθελε να ξέρει τι άλλο θα μπορούσαν να συναντήσουν. Ο μικρός το έβλεπε σαν μια περιπέτεια, σαν μια ακόμα εμπειρία. Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν το παιχνίδι τους. Κι όπως σε κάθε μεγάλο ταξίδι για να περάσει η ώρα οι άνθρωποι διηγούνται ιστορίες, άλλοτε αληθινές κι άλλοτε ψεύτικες.
- Έχεις μεγάλε κάνει ποτέ ξανά τέτοιο ταξίδι;
-Μα φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που περνάω αυτό το Μεγάλο Δάσος.
-Και πως ήταν;
-Να συνάντησα πολλά επικίνδυνα πλάσματα, αλλά εγώ..., συνέχισε ο μεγάλος γελωτοποιός κι άρχισε να λέει ιστορίες για τα επικίνδυνα θηρία και πως αυτός με διάφορα τεχνάσματα τα είχε βγάλει πέρα.
Ο μικρός τον άκουγε και τον θαύμαζε. Έτσι περνούσαν οι μέρες κι αυτοί όλο και προχωρούσαν στο μεγάλο δάσος που με κάθε βήμα τους γινόταν όλο και πιο σκοτεινό, όλο και πιο τρομαχτικό.
όπως προχωρούσαν λοιπόν συνάντησαν την πονηρή αλεπού. Ένα πλάσμα πανέμορφο, που η όψη του σε παραπλανούσε γιατί στην ουσία ο σκοπός της ήταν να κλέψει τους δύο ταξιδιώτες μας. Ο μεγάλος το ήξερε, ο μικρός όχι. Έπιασε αμέσως φιλίες μαζί της κι αυτή ξεκίνησε να τους ακολουθεί. Μεγάλοι καυγάδες ξέσπασαν μεταξύ τους αγαπητά μου παιδιά. Ο μεγάλος επέμενε οτι έπρεπε να την διώξουν και να προχωρήσουν μόνοι τους, οτι έβαζαν μπελάδες στο κεφάλι τους, οτι στο τέλος θα την πατούσε ο μικρός που είχε δείξει εμπιστοσύνη σε αυτό πλάσμα. Ο μικρός δεν άκουγε κουβέντα. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν έπρεπε να ζήσει κι αυτός τις ίδιες εμπειρίες με τον μεγάλο; Και τι ήξερε ο μεγάλος δηλαδή από ζωή; Μόνο συμβουλές ήξερε να δίνει και να καυχιέται για το παρελθόν του. Άραγε να ήταν κι αυτός ποτέ μικρός; Να θέλει να ανακαλύψει τον κόσμο; Να αγωνιστεί για τα ιδανικά του; Να θέλει να αφήσει το δικό του στίγμα πάνω σε αυτόν τον πλανήτη; Κι ο μεγάλος έβλεπε στον μικρό τον ίδιο του τον εαυτό. Ο μικρός ήταν ένας καθρέφτης του μεγάλου. Το μόνο που ήθελε ήταν να μην την πατήσει στην ζωή του, μην κάνει τα ίδια λάθη με αυτόν.
Κι οι μέρες περνούσαν κι οι δυο γελωτοποιοί μας είχαν τσακωθεί τόσο πολύ που δεν μιλούσαν πια μεταξύ τους. Κι οι μέρες συνέχισαν να περνάνε κι η αλεπού έβγαλε όλη την πονηριά της κι έκλεψε τον μικρό και τον πρόδωσε. Μα απο εκεί και πέρα καλά μου παιδιά δεν ξέρω τι έγινε, εάν δηλαδή ο μικρός με τον μεγάλο γελωτοποιό τα ξαναβρήκαν, ή συνέχισαν να είναι μαλωμένοι γιατί η γάτα που μου έλεγε την ιστορία είχε δει έναν σκύλο να έρχεται απο μακριά φουριόζος για καυγά και εξαφανίστηκε, αν και κάτι μέσα μου μού λέει οτι συνέχισαν να έχουν ακριβώς την ίδια σχέση, με κόντρες και πεισμώματα μια σχέση τρυφερή, γιατί αυτή είναι η ιστορία της ανθρώπινης συμμορίας. Η ανθρώπινη συμμορία είναι μια ζούγκλα οικογενειακή....κι αν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...
- Έχεις μεγάλε κάνει ποτέ ξανά τέτοιο ταξίδι;
-Μα φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που περνάω αυτό το Μεγάλο Δάσος.
-Και πως ήταν;
-Να συνάντησα πολλά επικίνδυνα πλάσματα, αλλά εγώ..., συνέχισε ο μεγάλος γελωτοποιός κι άρχισε να λέει ιστορίες για τα επικίνδυνα θηρία και πως αυτός με διάφορα τεχνάσματα τα είχε βγάλει πέρα.
Ο μικρός τον άκουγε και τον θαύμαζε. Έτσι περνούσαν οι μέρες κι αυτοί όλο και προχωρούσαν στο μεγάλο δάσος που με κάθε βήμα τους γινόταν όλο και πιο σκοτεινό, όλο και πιο τρομαχτικό.
όπως προχωρούσαν λοιπόν συνάντησαν την πονηρή αλεπού. Ένα πλάσμα πανέμορφο, που η όψη του σε παραπλανούσε γιατί στην ουσία ο σκοπός της ήταν να κλέψει τους δύο ταξιδιώτες μας. Ο μεγάλος το ήξερε, ο μικρός όχι. Έπιασε αμέσως φιλίες μαζί της κι αυτή ξεκίνησε να τους ακολουθεί. Μεγάλοι καυγάδες ξέσπασαν μεταξύ τους αγαπητά μου παιδιά. Ο μεγάλος επέμενε οτι έπρεπε να την διώξουν και να προχωρήσουν μόνοι τους, οτι έβαζαν μπελάδες στο κεφάλι τους, οτι στο τέλος θα την πατούσε ο μικρός που είχε δείξει εμπιστοσύνη σε αυτό πλάσμα. Ο μικρός δεν άκουγε κουβέντα. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν έπρεπε να ζήσει κι αυτός τις ίδιες εμπειρίες με τον μεγάλο; Και τι ήξερε ο μεγάλος δηλαδή από ζωή; Μόνο συμβουλές ήξερε να δίνει και να καυχιέται για το παρελθόν του. Άραγε να ήταν κι αυτός ποτέ μικρός; Να θέλει να ανακαλύψει τον κόσμο; Να αγωνιστεί για τα ιδανικά του; Να θέλει να αφήσει το δικό του στίγμα πάνω σε αυτόν τον πλανήτη; Κι ο μεγάλος έβλεπε στον μικρό τον ίδιο του τον εαυτό. Ο μικρός ήταν ένας καθρέφτης του μεγάλου. Το μόνο που ήθελε ήταν να μην την πατήσει στην ζωή του, μην κάνει τα ίδια λάθη με αυτόν.
Κι οι μέρες περνούσαν κι οι δυο γελωτοποιοί μας είχαν τσακωθεί τόσο πολύ που δεν μιλούσαν πια μεταξύ τους. Κι οι μέρες συνέχισαν να περνάνε κι η αλεπού έβγαλε όλη την πονηριά της κι έκλεψε τον μικρό και τον πρόδωσε. Μα απο εκεί και πέρα καλά μου παιδιά δεν ξέρω τι έγινε, εάν δηλαδή ο μικρός με τον μεγάλο γελωτοποιό τα ξαναβρήκαν, ή συνέχισαν να είναι μαλωμένοι γιατί η γάτα που μου έλεγε την ιστορία είχε δει έναν σκύλο να έρχεται απο μακριά φουριόζος για καυγά και εξαφανίστηκε, αν και κάτι μέσα μου μού λέει οτι συνέχισαν να έχουν ακριβώς την ίδια σχέση, με κόντρες και πεισμώματα μια σχέση τρυφερή, γιατί αυτή είναι η ιστορία της ανθρώπινης συμμορίας. Η ανθρώπινη συμμορία είναι μια ζούγκλα οικογενειακή....κι αν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...