Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Του ανθρώπου η συμμορία...

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακρινό από το δικό μας υπήρχαν δυο γελωτοποιοί, ένας μεγάλος κι ένας μικρός. Είχαν μια περίεργη και δυνατή σχέση μεταξύ τους. Αγαπούσε πολύ ο ένας τον άλλον αλλά συνάμα δεν έβρισκαν καμία χρυσή τομή επικοινωνίας. Ο μεγάλος ήθελε να προστατεύει τον μικρό, ενώ ο μικρός θαύμαζε τον μεγάλο. Μια μέρα λοιπόν αποφάσισαν να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι για να πάνε στο διπλανό βασίλειο και να δοκιμάσουν κι εκεί την τύχη τους σαν γελωτοποιοί . Τα δύο βασίλεια τα χώριζε ένα τεράστιο δάσος. Ο μεγάλος φοβόταν το μεγάλο δάσος, άγρια θηρία, παγίδες κάτω από τα δέντρα και ούτε ήθελε να ξέρει τι άλλο θα μπορούσαν να συναντήσουν. Ο μικρός το έβλεπε σαν μια περιπέτεια, σαν μια ακόμα εμπειρία. Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν το παιχνίδι τους. Κι όπως σε κάθε μεγάλο ταξίδι για να περάσει η ώρα οι άνθρωποι διηγούνται ιστορίες, άλλοτε αληθινές κι άλλοτε ψεύτικες.
- Έχεις μεγάλε κάνει ποτέ ξανά τέτοιο ταξίδι;
-Μα φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που περνάω αυτό το Μεγάλο Δάσος.
-Και πως ήταν;
-Να συνάντησα πολλά επικίνδυνα πλάσματα, αλλά εγώ..., συνέχισε ο μεγάλος γελωτοποιός κι άρχισε να λέει ιστορίες για τα επικίνδυνα θηρία και πως αυτός με διάφορα τεχνάσματα τα είχε βγάλει πέρα.
Ο μικρός τον άκουγε και τον θαύμαζε. Έτσι περνούσαν οι μέρες κι αυτοί όλο και προχωρούσαν στο μεγάλο δάσος που με κάθε βήμα τους γινόταν όλο και πιο σκοτεινό, όλο και πιο τρομαχτικό.
όπως προχωρούσαν λοιπόν συνάντησαν την πονηρή αλεπού. Ένα πλάσμα πανέμορφο, που η όψη του σε παραπλανούσε γιατί στην ουσία ο σκοπός της ήταν να κλέψει τους δύο ταξιδιώτες μας. Ο μεγάλος το ήξερε, ο μικρός όχι. Έπιασε αμέσως φιλίες μαζί της κι αυτή ξεκίνησε να τους ακολουθεί. Μεγάλοι καυγάδες ξέσπασαν μεταξύ τους αγαπητά μου παιδιά. Ο μεγάλος επέμενε οτι έπρεπε να την διώξουν και να προχωρήσουν μόνοι τους, οτι έβαζαν μπελάδες στο κεφάλι τους, οτι στο τέλος θα την πατούσε ο μικρός που είχε δείξει εμπιστοσύνη σε αυτό πλάσμα. Ο μικρός δεν άκουγε κουβέντα. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν έπρεπε να ζήσει κι αυτός τις ίδιες εμπειρίες με τον μεγάλο; Και τι ήξερε ο μεγάλος δηλαδή από ζωή; Μόνο συμβουλές ήξερε να δίνει και να καυχιέται για το παρελθόν του. Άραγε να ήταν κι αυτός ποτέ μικρός; Να θέλει να ανακαλύψει τον κόσμο; Να αγωνιστεί για τα ιδανικά του; Να θέλει να αφήσει το δικό του στίγμα πάνω σε αυτόν τον πλανήτη; Κι ο μεγάλος έβλεπε στον μικρό τον ίδιο του τον εαυτό. Ο μικρός ήταν ένας καθρέφτης του μεγάλου. Το μόνο που ήθελε ήταν να μην την πατήσει στην ζωή του, μην κάνει τα ίδια λάθη με αυτόν.
Κι οι μέρες περνούσαν κι οι δυο γελωτοποιοί μας είχαν τσακωθεί τόσο πολύ που δεν μιλούσαν πια μεταξύ τους. Κι οι μέρες συνέχισαν να περνάνε κι η αλεπού έβγαλε όλη την πονηριά της κι έκλεψε τον μικρό και τον πρόδωσε. Μα απο εκεί και πέρα καλά μου παιδιά δεν ξέρω τι έγινε, εάν δηλαδή ο μικρός με τον μεγάλο γελωτοποιό τα ξαναβρήκαν, ή συνέχισαν να είναι μαλωμένοι γιατί η γάτα που μου έλεγε την ιστορία είχε δει έναν σκύλο να έρχεται απο μακριά φουριόζος για καυγά και εξαφανίστηκε, αν και κάτι μέσα μου μού λέει οτι συνέχισαν να έχουν ακριβώς την ίδια σχέση, με κόντρες και πεισμώματα μια σχέση τρυφερή, γιατί αυτή είναι η ιστορία της ανθρώπινης συμμορίας. Η ανθρώπινη συμμορία είναι μια ζούγκλα οικογενειακή....κι αν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Τα γράμματα της Δουλτσινέα (5)

Αγαπημένε μου Αλόνσο, πολυαγαπημένε μου Δον,

αυτό είναι το πέμπτο γράμμα που σου γράφω. Είμαι καθισμένη στα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας σου. Βρίσκεσαι πάνω, στο διαμέρισμά σου. Συνεχίζω και σε παρακολουθώ. Κάθε πρωί τρέχω να προλάβω, για να σε χαιρετήσω για την δουλειά σου και κάθε απόγευμα πάλι τρέχω για να είμαι εδώ όταν γυρίσεις. Κάποιες φορές μου ρίχνεις κάποιες ματιές. Κάθε φορά η ματιά σου στέκεται όλο και πιο πολύ πάνω μου. Νομίζω οτι έχω αρχίσει και γίνομαι πρόσωπο οικείο. Αυτό μου δίνει μια μικρή χαρά. Και πώς να μην μου δώσει άλλωστε;
Πολλές φορές νιώθω μπερδεμένη, νιώθω οτι φλερτάρω με την τρέλα. Πόσο φυσιολογικό είναι να προσπαθείς να κάνεις κάποιον να σε προσέξει; Πώς μπορώ να έχω απαίτηση να είσαι μόνο δικός μου από την στιγμή που δεν με ξέρεις καν; Αρκετές φορές ζηλεύω το χαμόγελο σου. Το ζηλεύω και φοβάμαι μήπως οφείλεται σε κάποια άλλη και τότε ναι σκοτεινιάζω και η επιθυμία μου να σε σφίξω στην αγκαλιά μου γίνεται ακαταμάχητη, με κατακλύζει. Και μετά..και μετά φτιάχνω την ιστορία μας στο μυαλό μου. Με γνωρίζεις, μου μιλάς στην αρχή και μετά όσο περνούν οι μέρες σε απογοητεύω, χάνεις τον ενθουσιασμό σου κι εγώ προσπαθώ να σε πλησιάσω κι όσο προσπαθώ τόσο απομακρύνεσαι κι εγώ μοιάζω να βουλιάζω. Αυτό το φοβάμαι. Αχ δεν ξέρεις πόσο το φοβάμαι Δον μου. Κι ο κόμπος στον λαιμό μου μεγαλώνει. Σκέφτομαι τι έχω κάνει, το παρελθόν μου, το ανύπαρκτο παρόν μου, το αβέβαιο μέλλον μου και τότε σταματώ να σκέφτομαι. Τότε μένω ικανοποιημένη να σε κοιτώ μόνο. Ξέρεις τι με τρομάζει πιο πολύ απ' όλα πολυαγαπημένε μου Δον; Οτι ίσως ανήκω σε αυτούς τους ανθρώπους που δεν θα αγαπηθούν ποτέ. Ξέρεις αυτοί οι άνθρωποι που περιμένουν οτι θα έρθει κάποιος  άλλος άνθρωπος και θα τους κλείσει σφιχτά στην αγκαλιά τους και περιμένουν...και περιμένουν...Και τότε εγώ τι θα κάνω Αλόνσο μου; Και τώρα εγώ τι κάνω Δον μου;

Σε φιλώ γλυκά
η Δουλτσινέα σου

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Τα γράμματα της Δουλτσινέα (4)

Αλονσο μου, πολυ αγαπημένε μου Δον,
Εδω και μέρες γνωρίζω που μένεις! Έρχομαι κάτω από την πολυκατοικία σου και προσπαθώ να σε παρακολουθήσω..σε παρακολουθώ. Έχει τύχει δυο φορές να συναντηθούμε στην γωνία του δρόμου,δεν μου έδωσες σημασία, πέθαινα για μια ματιά σου.
Ναι ρώτησε με πιο δυνατά! Οπως ρωτάω κι εγω τον εαυτό μου! Γιατι; Γιατι δεν βρίσκω την δύναμη να σου μιλήσω. Στην τελική δεν εχω να χάσω τιποτα..ισως εχω να χάσω πολλα! Οχι εχω να χάσω παρα πολλα! ΧΙλιαδες σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό μου! Εαν δεν μου δώσεις σημασία; Εάν είσαι ερωτευμένος με κάποια άλλη; Αλήθεια πως θα μπορούσα να ζήσω έναν έρωτα μαζί σου εάν ήδη έχεις ερωτευτεί; Ή εάν ήδη έχεις πονέσει από έναν μεγάλο έρωτα; Δεν θα ερχόμουν για πάντα δεύτερη στην ζωή σου; Θα γινόταν να σε αγαπώ και να είμαι ερωτευμένη εγώ και για τους δυο μας; Θα γινόταν να με λατρέψεις τόσο δυνατά, ώστε να μην μπαίνεις στην διαδικασία να με συγκρίνεις; Δεν ξέρω Δον μου! Σε αυτές τις σκέψεις χάνομαι, σε αυτές αναλώνομαι και δεν βρίσκω το θάρρος να σου πω ένα γεια...να απλώσω το χέρι μου και να σε σταματήσω έτσι όπως στρίβεις βιαστικός στην γωνία.Η καρδιά μου μένει παγωμένη,χωρίς το παραμικρό ίχνος ζωής όταν νομίζω ότι είσαι κοντά μου. Μένει παγωμένη και συνάμα νιώθω μια τέτοια ζεστασιά μέσα μου σαν να με καίει μια τεράστια φλόγα.
Δεν μπορω να μείνω ομως με τους φόβους μου και τις αμφιβολίες μου πολυαγαπημένε μου Αλονσο! Δεν μπορω να περιμενω και να περνάνε ανούσιες οι στιγμές που θα μπορούσα να σε κρατώ στην αγκαλιά μου, να κρατώ τον κόσμο μου στην αγκαλιά μου. Ισως παλι ο ερωτας ειναι για τους τολμηρούς. Ισως να μην ανήκω σε αυτή την κάστα ανθρώπων. Ισως γι'αυτο τον λόγο να μην μου αξίζει να το ζήσω,μια ζοφερή αγάπη, ένα δυνατό πάθος.
Σε φιλώ γλυκά
Η Δουλτσινεα σου

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Τα γράμματα της Δουλτσινέα (3)

Αλόνσο μου, Δον μου,

πιστεύεις οτι μπορεί να ζήσει κάποιος ενώ η καρδιά του είναι σταματημένη; Η καρδιά μου έχει σταματήσει από το πρωί. Δεν ξέρω πως περπατώ, δεν ξέρω πως κρατάω το στυλό αυτή την στιγμή, δεν ξέρω πως σου γράφω. Βάζω το χέρι μου στο στήθος και δεν την ακούω καν να χτυπά. Ίσως αυτή την στιγμή είμαι νεκρή. Δεν είναι δυνατόν όμως αυτό. Μπορεί ένας νεκρός να είναι τόσο χαρούμενος; Να είναι τόσο τυχερός;
Γυρίζοντας στο σπίτι μου έγραψα την διεύθυνσή σου σε ένα χαρτί και μετά ξάπλωσα στον καναπέ κοιτώντας τον απέναντι τοίχο. Ναι, έγραψα την διεύθυνσή σου. Ξέρω πλέον που μένεις. Σε είδα να βγαίνεις από τον υπόγειο σταθμό. Εκείνη την στιγμή η ανάσα μου έγινε πιο γρήγορη κι η καρδιά μου σταμάτησε. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι γύρω σου και ήταν δύσκολο να μην σε χάσω. Δεν θα συγχωρούσα στον εαυτό μου αυτή την ευκαιρία. Οι θεοί μου μού είχαν χαμογελάσει, η θεά της τύχης μου έκλεινε το μάτι εκείνη την στιγμή. Σε ακολούθησα. Το βήμα σου σταθερό, αποφασιστικό και κουρασμένο. Το κεφάλι σου ήταν σκυμμένο, αλλά ανά διαστήματα το σήκωνες και θωρούσες τον ουρανό. Δεν κοιτούσες τους άλλους γύρω σου. Χαμένος στις σκέψεις σου κι εγώ να προσπαθώ να νικήσω την ανάγκη μου να σε αγκαλιάσω. Σταμάτησες σε ένα μικρό μαγαζί. Έμεινες αρκετή ώρα και βγήκες από εκεί με ένα δέμα, τυλιγμένο με ένα κίτρινο χαρτί ανακύκλωσης. Η όψη σου ήταν πιο ευδιάθετη. Τυχαία έπεσε η ματιά σου επάνω μου. Εκείνο το βλέμμα σου που με κάνει να καίγομαι και συνάμα να παγώνω. Έμεινα αποσβολωμένη. Συνέχισες να περπατάς, συνέχισα κι εγώ. Έστριψες σε έναν παράδρομο. Έμεινα στην γωνία να σε ακολουθώ με την ματιά μου. Ανέβηκες γρήγορα τα δέκα σκαλιά της εξόδου και μπήκες στην πολυκατοικία σου. Δεν ξέρω εάν έμεινα στην γωνία του δρόμου, δευτερόλεπτα, λεπτά ή και αιώνες. Η καρδιά μου εξακολουθούσε να είναι σταματημένη.
Δεν ξέρω τι θα κάνω αγαπημένε μου Δον. Ξέρω πλέον πως μπορώ να σε ξανά δω. Εσύ τι έκανες όταν έψαχνες εμένα; Τι έκανε ο Δον Κιχώτης όταν έψαχνε την Δουλτσινέα του; Η καρδιά μου είναι σταματημένη κι εγώ ζω κι είμαι αισιόδοξη γεμάτη ελπίδα. Περίεργο συναίσθημα η ελπίδα, έτσι δεν είναι Αλόνσο μου; Περίεργο να έχει σταματήσει καρδιά και μυαλό κι εσύ να συνεχίζεις να αναπνέεις και να ελπίζεις...

Σε φιλώ γλυκά
η Δουλτσινέα σου

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Tα γράμματα της Δουλτσινέα (2)

Αλόνσο μου, Δον μου,

έχουν περάσει σχεδόν εικοσιτέσσερις ώρες από την στιγμή που σε είδα και νιώθω την ανάγκη να σου γράψω πάλι. Νομίζω οτι μου λείπεις. Δεν είναι περίεργο αυτό το συναίσθημα; Να σου λείπει κάτι, κάποιος που είδες μόνο για μια στιγμή και μετά εξαφανίστηκε στο πλήθος. Τα χαρακτηριστικά σου έχουν αρχίσει και ξεθωριάζουν αλλά πίστεψε με πιέζω πολύ τον εαυτό μου να τα κρατήσω ζωντανά στην μνήμη μου.
Είμαι με μια κούπα καφέ στο μικρό μου διαμέρισμα και κοιτώ τον συννεφιασμένο ουρανό της πόλης. Αναλογίζομαι που μπορεί να βρίσκεσαι ή τι μπορεί να κάνεις τώρα. Η σκέψη οτι μπορεί κι εσύ να κοιτάς έξω από κάποιο παράθυρο με κάνει να χαμογελώ. Είναι σαν να έχω την αίσθηση οτι μου κάνει παρέα κάποιος σε αυτή την απέραντη μοναξιά. Μοναξιά...περίεργη λέξη. Να περιτριγυρίζεσαι από τόσους ανθρώπους και να νιώθεις μόνος. Πολλές φορές μου αρέσει αυτή η μοναχικότητα. Να κάθομαι με την κούπα του καφέ μου μπροστά από το παράθυρο μου και να κοιτώ τους περαστικούς στο δρόμο.
Όταν είχα πρωτοέρθει στο διαμερισματάκι μου προσπαθούσα να φανταστώ την ιστορία του καθενός ανάλογα με το περπάτημα τους. Από ποιά χώρα μπορεί να ήταν και τι βασάνιζε την ζωή τους. Συνήθως έδινα χαρούμενο τέλος στις ιστορίες τους. Πλέον σταμάτησα να το κάνω κι αυτό. Η μοναχικότητα  αρκετές φορές σε κουράζει και πράγματα, τα οποία σε ενθουσίαζαν τα βρίσκεις ανούσια. Αλήθεια έχεις αισθανθεί ποτέ μόνος; Νομίζω οτι οι περισσότεροι άνθρωποι σε αυτή την μεγαλούπολη αισθάνονται μόνοι. Εκεί που μεγάλωσα δεν είναι έτσι. Κανείς δεν αισθάνεται μόνος και κανείς δεν αφήνει τον άλλον να αισθανθεί μόνος είτε με τον καλή έννοια είτε με την κακή.
Απο χθές όμως αυτό το συναίσθημα έχει αρχίσει και αλλάζει. Νιώθω ξανά την διάθεση κι ίσως την ανάγκη να πλάσω ιστορίες κι ίσως και την δική σου.
Αυτή την στιγμή κάθεσαι κι εσύ στο δικό σου διαμέρισμα με ένα βιβλίο κι ένα ποτήρι κρασί. Νομίζω οτι διαβάζεις Σαιξπηρ και από τον υπολογιστή σου παίζει σιγανά Jazz. Σου αρέσει αρκετά ο Σινάτρα, αρέσει και σε εμένα πολύ. Δεν θυμάμαι την ηλικία που ξεκίνησα να ακούω τον Φρανκ. Δεν ήμουν μικρή, ίσως ήμουν φοιτήτρια. Κάποια πράγματα τα διαγράφω από το μυαλό μου σαν να μην έγιναν ποτέ και κάποια άλλα τα θυμάμαι τόσο έντονα με όλες τους τις λεπτομέρειες. Ώρες ώρες νομίζω οτι είμαι πολύ περίεργο άτομο και μάλλον είμαι, αλλά κανείς δεν μου το έχει παραδεχτεί.
Γλυκέ μου Δον οι σκέψεις μου με συνεπάιρνουν και χάνομαι κι η ώρα περνά, όπως και τώρα. Θα σου ξανα γράψω κι ελπίζω να σε δω σύντομα από κοντά.
Σε φιλώ γλυκά
η Δουλτσινέα σου

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Τα γράμματα της Δουλτσινέα (1)

Καλησπέρα..
Δεν με γνωρίζεις. Ούτε εγώ σε γνωρίζω. Δεν ξέρω το όνομα σου, εάν καπνίζεις κι αν ναι τι καπνό φουμάρεις..σε είδα καθώς περνούσες δίπλα μου στο μέτρο..περπάτησα πιο γρήγορα για να σε φτάσω..περπάτησες ακόμα πιο γρήγορα..βιαζόσουν! Κι εγώ βιαζόμουν αλλά εκείνη την ώρα το είχα ξεχάσει. Προσπάθησα να μπω στο ίδιο βαγόνι με εσένα. Έβλεπα την πλάτη σου και το πίσω μέρος τους κεφαλιού σου. Ξάφνου μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να βάλω τα δάχτυλα μου ανάμεσα στα μαλλιά σου και να σε σφίξω δυνατά στην αγκαλιά μου. Είχε κόσμο όμως..πολύ κόσμο κι εγώ δεν ήμουν τόσο δυνατή ώστε να αρχίσω να τους πετώ όλους έναν έναν από εκεί μέσα. Νιώθω πολύ χαζή που κάθομαι και σου γράφω. Γράφω σε έναν άγνωστο αλλά θα ήθελα να με γνωρίσεις κι ίσως με την φαντασία μου σε γνωρίσω κι εγώ! Ελπίζω να σε ξανά δω..αλλά η πόλη αυτή είναι τεράστια..χάνεσαι.. Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο μου γράμμα σε εσένα..ίσως σε ονομάσω Φιλοκτήτη..αρχαίος Έλληνας  ήρωας..ίσως σε ονομάσω Όμπερον όπως το ξωτικό στο Όνειρο Θερινής νυκτός. Ακόμα δεν ξέρω πως.. Ερωτεύτηκα ευθύς το βλέμμα σου. Μακάρι να μπορούσα να το περιγράψω με λόγια αυτό το φευγαλέο βλέμμα και μακάρι να μπορούσα να εξηγήσω την ζεστασιά και συνάμα την παγωνιά  που μου άφησε. Στο υπόσχομαι οτι θα σου γράψω κι άλλα γράμματα
Σε φιλώ γλυκά 
Δουλτσινέα
Υ.Γ ναι σε ονόμασα Δον Κιχώτη  ή μήπως πρέπει να σε αποκαλώ με το πραγματικό σου όνομα, Αλόνσο, ας αλλάξω λίγο την ροή της ιστορίας κι ας σε ψάχνω εγώ αγαπημένε μου Δον προσπαθώντας να λύσω τα μάγια σου και δένοντας πιο πολύ τα δικά μου..

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Ο πρίγκιπας που δεν είχε μάθει να του λένε ποτέ όχι..

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα βασίλειο το οποίο βρισκόταν πολύ μακριά από την δική μας χώρα! Αυτό το βασίλειο καλύπτονταν από τεράστιες ποσότητες άμμου και κάποιοι σοφοί το ονόμαζαν και έρημο. Σε αυτή την έρημο λοιπόν υπήρχε ένα παλάτι αλλά όχι σαν αυτά που ξέρουμε. Ήταν με πολύχρωμα πετράδια και περίεργες τέντες! Σε αυτό το παλάτι λοιπόν κατοικούσαν ο βασιλιάς κι η βασίλισσα του βασιλείου. Αυτοί δεν είχαν  παιδί άλλα μετά από πολλές προσπάθειες απέκτησαν ένα όμορφο αγοράκι. Ήταν ένα αξιαγάπητο παιδί και πανέμορφο. Μόνο που είχε ένα κακό ..δεν είχε μάθει ποτέ να του λένε όχι σε ότι κι αν ήθελε! Κι έτσι τα χρόνια περνούσαν κι αυτός μεγάλωνε και κάποτε χρειάστηκε να φύγει μακριά από το παλάτι του γιατί γινόταν πόλεμος κι ο πρίγκιπας έπρεπε να είναι ο πρώτος στην μάχη ! Ένα βράδυ λοιπόν εκεί που καθόταν και συζητούσαν με τους υπόλοιπους στρατιώτες για την μάχη είδε μια όμορφη κοπελιά να χορεύει ! Χόρευε σαν νεράιδα. Του φάνηκε ότι τα πόδια της δεν πατούσαν στην γη. Την ερωτεύτηκε και ήθελε αμέσως να την κάνει γυναίκα του. Σηκώθηκε και πήγε κοντά της.
-θα γίνεις γυναίκα μου, της ανακοίνωσε.
-Ποιος είσαι εσύ που με διακόπτεις τον χορό;
-Είμαι ο πρίγκιπας του βασιλείου και αποφάσισα να σε παντρευτώ!
-Όχι του είπε αυτή και συνέχισε τον χορό της σαν να μην είχε γίνει ποτέ η συζήτηση.
Ο πρίγκιπας μας τρελάθηκε! Κανείς δεν του έλεγε όχι! Ποια ήταν αυτή για να αρνηθεί την πρόταση του; Αμέσως διέταξε και την συνέλαβαν και την φυλάκισαν σε μια σκηνή! Της έδεσαν τα πόδια ώστε να μην μπορεί ούτε να χορεύει, ούτε να φύγει κι απ' έξω υπήρχαν στρατιώτες που την φυλουσαν! Κάθε βράδυ πήγαινε στην σκηνή της και την ρωτούσε εάν άλλαξε γνώμη και κάθε βράδυ που την έβλεπε την ερωτευόταν όλο και πιο πολύ και κάθε βράδυ αυτή του έλεγε όχι. Μέχρι που πέρασε καιρός κι ένα από αυτά τα βραδιά ο πρίγκιπας ξανά πήγε στην σκηνή της χορεύτριας μα κάτι είχε αλλάξει πάνω της! Δεν ήταν η ίδια! Ήταν ταλαιπωρημένη, γερασμένη, στεναχωρημενη και τότε ένιωσε άσχημα για αυτήν! Κατάλαβε ότι αυτό που έκανε δεν την έφερνε πιο κοντά του αλλά την σκότωνε σιγά σιγά από την αγάπη του! Και έτσι εκείνο το βράδυ την άφησε να φύγει χαρίζοντας της πίσω την ελευθερία της, την ζωή της γιατί η ελευθεριά καλά μου παιδιά είναι το σημαντικότερο πράγμα που έχει ο άνθρωπος στην ζωή του. Κι αν μου είπαν ψέματα,ψέματα κι εγώ σας λέω..