Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Τα επτά θαύματα του κόσμου κι ο αλαζόνας πρίγκιπας..


Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακριά από το δικό μας ζούσε ένα πριγκιπόπουλο. Αγαπούσε πολύ δύο πράγματα στην ζωή του, το διάβασμα και την χώρα του. Σε ένα ,λοιπόν,  από τα πολλά του βιβλία είχε διαβάσει για τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Το σκέφτηκε αρκετά και αποφάσισε να φτιάξει κι αυτός ένα κτίριο τόσο ωραίο και μεγάλο που θα ξεπερνούσε σε ομορφιά και μεγαλοπρέπεια και τα επτά θαύματα του κόσμου μαζί και θα έκανε την χώρα του να περάσει στην ιστορία.
Κάλεσε γλύπτες, αρχιτέκτονες, μαστόρους και μαρμαράδες, τους καλύτερους από τα πέρατα της γης. Αυτοί δούλευαν ολημερίς κι ολονυχτίς για να βγάλουν ένα σχέδιο καλό, αλλά στον πρίγκιπα μας τίποτα δεν άρεσε. Κάτι έλειπε. Μια μικρή λεπτομέρεια που θα έκανε το δημιούργημα του ξεχωριστό.
Κι εκεί λοιπόν που καθόταν κι έσπαγε ο κεφάλι του, εμφανίστηκε μπροστά του ο μάγος ου παλατιού.
‘Άρχοντά μου’ του είπε ‘ξέρω πως θα βρεις λύση στο πρόβλημα σου. Θα πιεις αυτό το μαγικό φίλτρο και θα πας ταξίδι πίσω στο παρελθόν για να δεις το κάθε <θαύμα> από κοντά. Αλλά προσοχή άρχοντα μου, δεν θα παινευτείς ότι θα φτιάξεις κάτι καλύτερο από αυτά που θα δεις γιατί τότε θα γυρίσεις αμέσως πίσω κι οι τεχνίτες σου ότι οδηγίες και να τους δώσεις δεν πρόκειται ποτέ να φτιάξουν κάτι όμορφο.’
Το πριγκιπόπουλο ενθουσιάστηκε κι ήπιε λίγο από το μαγικό φίλτρο.
Ξαφνικά το παλάτι χάθηκε και μπροστά του εμφανίστηκε μια έρημος και από μακριά φαινόταν ένα κτίριο που καθώς υψωνόταν στον ουρανό η κορυφή του όλο και στένευε. Περπάτησε ως εκεί και τότε θαύμασε την Πυραμίδα της Γκίζας. Ήταν τεράστια και τόσο όμορφη. Φοβόσουν δίπλα της γιατί ένιωθες πολύ μικρός. Ο πρίγκιπάς μας είχε μείνει άφωνος. Οι εργάτες μπροστά του συνέχιζαν και δούλευαν χωρίς να του δίνουν σημασία για να μεγαλώσουν κι άλλο αυτό το κτίριο. Όταν ρώτησε κάποιον γιατί το έφτιαχναν τότε αυτός του είπε ότι η πυραμίδα αυτή θα γινόταν ο τάφος του Φαραώ Χέοπα.
Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε λίγο ακόμα από το μαγικό του φίλτρο.
Όπως και πριν η έρημος χάθηκε και μπροστά του εμφανίστηκε ένας πανέμορφος κήπος. Αυτός ο κήπος όμως ήταν πολύ περίεργος. Είχε όλων των ειδών τα φυτά και τα ζώα. Είχε λίμνες και σιντριβάνια και τοίχους ψηλούς που και αυτοί ήταν καλυμμένοι με λουλούδια που έμοιαζαν με καταρράκτες να ξεχειλίζουν από τα πέτρινα εμπόδια τους. Τόσο πράσινο, τόσα αρώματα, τόσα ανακατεμένα χρώματα, τόσα διαφορετικά κελαιδίσματα. Η λαλιά του πρίγκιπα μας είχε χαθεί. Με δυσκολία ρώτησε έναν περαστικό για ποιο λόγο τους είχαν φτιάξει. Τότε αυτός του είπε πως   Κήποι ήταν δώρο προς τη γυναίκα του Ναβουχοδονόσορα από τον ίδιο, γιατί αυτή νοσταλγούσε τους δασωμένους λόφους της πατρίδας της, και ήθελε να διατρέφεται με φυτά που υπήρχαν στη χώρα της αλλά όχι στη Βαβυλώνα. 
Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε λίγο ακόμα από το μαγικό του φίλτρο.
Οι υπέροχοι κήποι εξαφανίστηκαν και την θέση τους πήρε ένας τεράστιος ναός . Το πριγκιπόπουλο μας μπήκε μέσα και ξάφνου αντίκρισε μπροστά του ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα που απεικόνιζε τον θεό Δία. Με το δεξί του χέρι ο θεός κρατούσε έναν κεραυνό ενώ στα πόδια του κούρνιαζε ο αγαπημένος του αετός. Αυτό το άγαλμα ήταν πάνω από 10 μέτρα ψηλό. Δίπλα στο άγαλμα καθόταν ένας γέρος με καμπούρα και το θαύμαζε. Όταν τον ρώτησε το πριγκιπόπουλό μας γιατί έφτιαξαν αυτό το άγαλμα ο γέρος απάντησε: Το έφτιαξα για να το κάνω δώρο στην αρχαία Ολυμπία. Κάθε τέσσερα χρόνια μαζεύονται εδώ αθλητές από όλη την Ελλάδα και αγωνίζονται. Για αυτούς το έφτιαξα. Για να προσεύχονται πριν από κάθε αγώνα και να παίρνουν δύναμη.
Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε λίγο ακόμα από το μαγικό του φίλτρο.
Το μεγαλοπρεπές άγαλμα εξαφανίστηκε και μπροστά του εμφανίστηκε ένας υπέροχος ναός με τρία πατώματα και εκατοντάδες εάν όχι χιλιάδες αγάλματα και αναπαραστάσεις πάνω στα τείχη του. Ο ήλιος λαμπύριζε στην στέγη του ναού και ο πρίγκιπας μας σκέφτηκε ότι πρώτη φορά καταλάβαινε πόσο όμορφος είναι ο ήλιος. Πλησίασε πιο κοντά σε αυτό το μεγαλοπρεπές κτίριο και διάβασε μια επιγραφή που έλεγε: Εμείς εδώ στην Έφεσο αγαπάμε την θεά Άρτεμις γι’ αυτό και τις αφιερώνουμε αυτόν εδώ τον ναό ώστε ο ήλιος του να πλησιάζει την μεγαλοπρέπεια του ήλιου του Ολύμπου.
  Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε λίγο ακόμα από το μαγικό του φίλτρο.
Ο ηλιόλουστος ναός εξαφανίστηκε από μπροστά του και βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι στο κέντρο μιας μεγάλης πόλης. Σήκωσε τα μάτια του ψηλά και τότε είδε ένα κατάλευκο σαν το χιόνι κτίριο που υψωνόταν ως τον ουρανό.  Είχε συμπαγή βάση και στην κορυφή του υψωνόταν ένας μικρός ναός με ολόασπρα αγάλματα. Δίπλα στον πρίγκιπα μας στεκόταν μια γυναίκα. Δεν της μίλησε, του μίλησε αυτή και του είπε: Είμαι η  βασίλισσα Αρτεμισία και φτιάχνω αυτόν τον τάφο για τον άντρα μου τον Μαυσωλό που πέθανε ξαφνικά για να τον τιμήσω.
Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε λίγο ακόμα από το μαγικό του φίλτρο.
Το ολόλευκο μαυσωλείο χάθηκε από τα μάτια του πρίγκιπά μας και μπροστά του εμφανίστηκε ένα χάλκινο άγαλμα με τα δυο του πόδια ενωμένα και στητά. Βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης. Αυτό το γιγάντιο άγαλμα κρατούσε στο χέρι του έναν πυρσό και φορούσε στεφάνι στο κεφάλι του. Το πριγκιπόπουλο το κοιτούσε πολύ ώρα μην μπορώντας να πιστέψει την ομορφιά αυτού του αγάλματος. Ρώτησε ένα παιδάκι που έπαιζε δίπλα του για ποιον ήταν αυτό το άγαλμα. ‘Μα δεν ξέρεις;; Ο Κολοσσός είναι ο θεός Ήλιος και τον έφτιαξε ο Χάρης από την Λίνδο γιατί ο θεός έσωσε την Ρόδο από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή.’
Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε τις τελευταίες σταγόνες από το μαγικό του φίλτρο.
Το κολοσσιαίο άγαλμα εξαφανίστηκε και την θέση του πήρε ένα τεράστιο περίεργο κτίσμα. Είχε  τέσσερα επίπεδα. Το χαμηλότερο ήταν μια τετράγωνη βάση, το δεύτερο ήταν ένα τετράγωνο κτίσμα, το τρίτο οκτάγωνο κτίσμα και το τέταρτο το ψηλότερο ένα κυκλικό κτίσμα στην κορυφή  του οποίου υπήρχε ένα άγαλμα . Στο τέταρτο επίπεδο υπήρχε ένας καθρέπτης που αντανακλούσε το φως του ήλιου. Ένας ψαράς ήταν εκεί κοντά και έφτιαχνε τα δίχτυα του. Το πριγκιπόπουλο μας τον ρώτησε για το κτίριο αυτό. ‘Αυτός είναι ο Φάρος μας. Το βράδυ εκεί ψηλά στον τέταρτο όροφο καίει μια μεγάλη φωτιά για να βλέπουν τα καράβια τον δρόμο για την Αλεξάνδρεια.
‘Να ξέρεις γερό ψαρά πώς σήμερα τα μάτια μου είδαν πολλά όμορφα πράγματα και θαμπώθηκαν, αλλά η χώρα μου είναι η πιο ωραία που ξέρω και πλέον ξέρω πως θα φτιάξω το κτίριο που θέλω και θα είναι καλύτερο από όλα αυτά που είδα σήμερα’ είπε ο πρίγκιπας με περηφάνια ξεχνώντας τον λόγο που είχε δώσει πρωτύτερα στον μάγο. Ο ψαράς απλώς χαμογέλασε και τότε όλα εξαφανίστηκαν.
Το πριγκιπόπουλό μας κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει. Είχε φερθεί αλαζονικά ξεχνώντας τον σεβασμό που έπρεπε να δείξει σε αυτά τα επτά θαύματα και στον κόπο των τόσων ανθρώπων που μόχθησαν για να τα φτιάξουν. 
Για χρόνια πολλά μετά προσπαθούσε να φτιάξει κι αυτός κάτι τόσο ξεχωριστό, μα όλο κάτι έλειπε, όλο κάτι δεν του άρεσε. Έτσι σταμάτησε να προσπαθεί κι άρχισε να λέει αυτήν την περίεργη μέρα που έζησε στα παιδιά του… κι αυτά στα δικά τους παιδιά κι έτσι έφτασε και στα δικά μου τα αφτιά. Αν ψέματα μου είπανε… ψέματα κι εγώ σας λέω… 

Βρωμοέλληνες


(Στην σκηνή υπάρχουν καρέκλες σκεπασμένες με σεντόνια κι ένα μπαούλο. Ο χώρος μοιάζει με ακατάστατη σοφίτα ή αποθήκη. Στο βάθος της σκηνής πίσω από τον κεντρικό καναπέ είναι ένα μεγάλο κάδρο. Ένας μεγαλωμένος ηθοποιός κάθεται σε μια καρέκλα ντυμένος με καλά ρούχα εποχής, καπέλο και μουστάκι... ακίνητος και ανέκφραστος μέσα σε μια εσοχή με πλαίσιο γύρω του που το κάνει να μοιάζει σαν μεγάλη κορνίζα, σα φωτογραφία. Στην σκηνή μπαίνει μια κοπέλα, η οποία μιλάει στο κινητό της)
Κοπέλα: …με κοιτούσε τόσο καιρό κι έκανε το πρώτο βήμα και μου μίλησε. Τι ποιος βρε Ειρήνη; Το παιδί στην καφετέρια…. ναι ναι αυτός ο καστανόξανθος. Χθες με πλησίασε και με ρώτησε εάν θα ήθελα να βγούμε για έναν καφέ. Φοιτητής είναι… βασικά τελειώνει Νομική. Ναι, αλλά δεν ξέρω… είναι Αλβανός. Λισιάν τον λένε….  όχι εδώ μεγάλωσε. Τι εννοείς τι θα κάνω; Πας καλά; Φυσικά και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να βγω μαζί του. Κοίτα ήμουν όσο ευγενική μπορούσα… ναι, η ευγένεια θα με φάει του έδωσα και το τηλέφωνο μου το ζώον ... λες να μου δημιουργήσει πρόβλημα αυτό; ... Εννοείτε! Για να βγούμε το άφησα στο φλου. Τι θα πει ο κόσμος εάν αρχίσω να βγαίνω με έναν Αλβανό; Στην παρέα πες μου πως θα τον παρουσιάσω; Θα πω παιδιά από εδώ ο Λισιάν; Ούτε να το σκέφτομαι δεν μπορώ…. άσε που θα δώσω και την ικανοποίηση σε μερικές να πούνε ‘αυτή τόσο απελπισμένη είναι που το έριξε στους Αλβανούς’. Ναι, ναι την Μαρία λέω. Βασικά δεν θα του σηκώνω το τηλέφωνο…. με πήρε πριν από λίγο και δεν το σήκωσα. Ελπίζω να το πάρει το μήνυμα. Τι να πω πάντως; Ένας ωραίος άντρας με πλησίασε κι αυτός Αλβανός. Ειρήνη, δεν έχω να σκεφτώ τίποτα… μη με πρήζεις κι εσύ με τον βρωμοαλβανό, έχω να συγυρίσω και την σοφίτα. Τι ποια σοφίτα παιδάκι μου; Δεν σου είπα ότι μετακομίζω στην σοφίτα με την τεράστια φωτογραφία του παππού για να έχω ησυχία στο διάβασμα; Έλα ντε, γιατί αυτός ήταν ο όρος της ξύπνιας της μάνας μου… εάν θέλω τη σοφίτα πρέπει να την καθαρίσω. Φαντάσου ο Αλβανός πως θα το έλεγε. ‘Πρέπει να καταρίσω ντιν σοφίτα’. Καλά, σταματάω να γίνομαι κακιά.  Θα τα πούμε αργότερα… εάν βγω ζωντανή από αυτήν την σκόνη εδώ μέσα! Φιλιά πολλά! Ναι… ναι… Γεια!
(Η κοπέλα αρχίζει να τακτοποιεί τα πράγματα που είναι πεταμένα. Παίρνει το μπαούλο και το μεταφέρει μπροστά στην σκηνή. Το ανοίγει και βγάζει από μέσα κάποια παλιά βιβλία. Τα ξεφυλλίζει για λίγο και τα αφήνει στην άκρη. Πιάνει στα χέρια της ένα σημειωματάριο. Το ξεσκονίζει από την σκόνη κι αρχίζει να το διαβάζει)
Κοπέλα: Αχ βρε παππού…..
(Η φωτογραφία αλλάζει αμυδρά φως και το ακίνητο πρόσωπο αρχίζει να μιλάει.)
Παππούς: Εδώ πέρα δεν είχε δουλειά. Πολύ φτώχεια και πείνα κι από πάνω είχαμε και τον στρατό. Εφτά χρόνια ήμουν φαντάρος κι όταν γύρισα πίσω με ξανά κάλεσαν. Έτσι αποφάσισα να φύγω, μα κι ο στρατός να μην υπήρχε πάλι θα έφευγα. Ήμουν από τους λαθραίους κι ο φόβος μην με πιάσουν ήταν διπλός.
(Ο παππούς σηκώνεται από την καρέκλα και περπατάει εμπρός. Βγαίνει από την κορνίζα και κατεβαίνοντας δυο σκαλοπάτια που κρύβονται από έναν καναπέ βγαίνει στη σκηνή. Η κοπέλα δεν τον κοιτά μένει αφοσιωμένη στο κείμενο που διαβάζει.)
Στο καράβι ήμασταν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Κάθε μεσημέρι ερχόταν ένας Ιταλός ναύτης, χτυπούσε ένα κουδούνι και μας μάζευε να φάμε. Ένα μήνα περάσαμε στο καράβι μέχρι να φτάσουμε στο όνειρο… στην γη της επαγγελίας. Εκεί μέσα ήταν δύσκολα. Είχαμε κολλήσει ψείρες κι αρρωσταίναμε συνέχεια. Ο ένας κολλούσε τον άλλον και τα ποντίκια τόσα πολλά που θαρρούσες ότι ήταν περισσότερα από μας. Στο βαπόρι είχε συγκεκριμένα μέρη που μας επιτρεπόταν να πάμε. Το έκαναν για να μην ενοχλούμε τους κυρίους της πρώτης θέσης. Δεν μας ένοιαζε όμως. Κάναμε υπομονή. Στην Αμερική θα μας υποδέχονταν με ανοιχτές αγκάλες…. θα είχαμε μια καλύτερη ζωή. Μας είχαν πει ότι φτάναμε και είχαμε μαζευτεί να δούμε το λιμάνι από μακριά. Είδαν έναν Έλληνα που έδειχνε με το δάκτυλο κάτι. Ήταν το άγαλμα της ελευθερίας. Το κοίταγα πολύ ώρα. Ήταν τεράστιο σε έπιανε κάτι μόλις το έβλεπες... σου έδινε μια σιγουριά πως το χρήμα περίσσευε και για τους ανθρώπους αφού το σπαταλούσαν σε τέτοια αγάλματα... Όπως και στην Ελλάδα τα παλιά χρόνια. Κατεβήκαμε στο λιμάνι του Ellis Island. Ήμασταν πάλι στοιβαγμένοι κρατώντας τα λίγα μπογαλάκια μας στο χέρι αλλά δεν μας ένοιαζε. Από το λιμάνι μας πήραν και μας πήγαν σ’ ένα μεγάλο κτίριο. Εκεί μέσα ήταν άνθρωποι όλων των χωρών, ό,τι ράτσα ανθρώπου ήθελες την έβλεπες. Ήμασταν όλοι φοβισμένοι μα και χαρούμενοι. Εμάς, τους Ιταλούς και τους Ισπανούς μας χώρισαν από όλους τους υπόλοιπους. Υπήρχε μια ασθένεια τότε στα μάτια που την είχαμε μόνο εμείς. Όσοι βρίσκονταν να πάσχουν τους γυρίζανε. Ευχόμασταν μόνο να μας κρατήσουν. Θυμάμαι ένα παλικάρι από την Κρήτη, ψηλός, λεβέντης είχε σπάσει στα δυο και τους παρακαλούσε να τον αφήσουν να μπει στην χώρα. Τον έδιωξαν πίσω…. νοσούσε. Όσοι περνούσαμε τις ιατρικές εξετάσεις μας πήγαιναν για ανάκριση σ’ ένα μικρό γραφείο. Μας ρωτούσαν διάφορα. Γιατί ήρθαμε, γιατί διαλέξαμε την Αμερική. Εάν είχες συγγενείς που είχαν έρθει πρωτύτερα από σένα ήσουν τυχερός. Σε ανέκριναν δυο-τρεις φορές και μετά σου έδιναν το πασαπόρτι να μπεις στην χώρα. Έμεινα τρεις βδομάδες στο Ellis Island.Με ανέκριναν μέρα παρά μέρα γιατί τους φαινόμουν ύποπτος. Μια μέρα ξαφνικά ήρθε ένας αξιωματικός και μου είπε ‘You are free’ και μου ζήτησε ένα ρούχο. Έβγαλα την ζώνη μου και τον σουγιά μου, σκάλισα τα αρχικά μου και του την έδωσα. Η απόδειξη ότι είχα περάσει κι εγώ από το νησί του φόβου και των δακρύων. Τώρα ήμουν έτοιμος να ζήσω το όνειρο.
( Χτυπάει το κινητό της κοπέλας. Η αφήγηση σταματάει καθώς αυτή σταματάει να διαβάζει το ημερολόγιο  και το κοιτάει για λίγο και μετά η αφήγηση συνεχίζει όταν αρχίζει η κοπέλα να ξανά διαβάζει.)
 Στην Νέα Υόρκη πήγα σε ένα γραφείο που έβρισκε δουλειές για να με βοηθήσει. Εκεί μου άλλαξαν το όνομα για να μην φαίνεται τόσο ελληνικό κι από Σωτήρης έγινα Σαμ. Βρήκα δουλειά σε ένα μεγάλο κτίριο που έφτιαχναν τότε. Empire State νομίζω ότι το έλεγαν. Κι ο μισθός…
(Ακούγεται μια φωνή που διακόπτει την αφήγηση του παππού και λέει: Americans nine dollars per day, Italians and Russians six dollars per day, Greeks three dollars per day.Η αφήγηση συνεχίζεται.)
Δεν μας εκτιμούσαν πολύ μήτε οι Αμερικάνοι μήτε οι άλλοι λαοί, γι’ αυτό και δεν μας έδιναν και πολλές κουβέντες. Μας έπαιρναν μόνο επειδή ήμασταν φτηνοί και κάναμε τα πάντα. Μας έλεγαν και προδότες γιατί τα μεγάλα αφεντικά μας πλήρωναν για να σπάμε τις απεργίες... Μπορούσες να μην πας. Είχαμε οικογένειες πίσω στην πατρίδα κι έπρεπε να στείλουμε λεφτά. Δεν έμεινα πολύ στην Νέα Υόρκη. Άκουσα για ένα εργοστάσιο στην Γιούτα που έβγαζε κάρβουνο. Όταν πήγα να βγάλω εισιτήριο για το τρένο, η ταμίας με ρώτησε από πού είμαι. Έλληνας της είπα κι εκείνη μου έδωσε πολύ προσεκτικά το εισιτήριο για να μην την ακουμπήσω σαν να ήμουν λεπρός. Σε όλο το ταξίδι δεν μιλούσα, για να μην με καταλάβουν. Έκανα ότι ήμουν μουγγός…. καλύτερα να με νόμιζαν ότι ήμουν προβληματικός παρά ότι ήμουν Έλληνας. Μπορεί να με πετούσαν κάτω από το τραίνο ή να με λιντσάρανε. Το είχαν κάνει σε πολλούς. Στο εργοστάσιο υπήρχαν κι άλλοι Έλληνες. Το πόστο μας ήταν στις εξορύξεις… περνούσαμε δωδεκάωρα κάτω από την γη, μέσα στην σκόνη και το σάλαρι ήταν μισό από αυτό ενός Αμερικάνου. Για να τα βγάλουμε πέρα νοικιάζαμε σπίτι πολλοί μαζί. Θυμάμαι πως νοίκιαζα με έναν Θεσσαλονικιό κι έναν από την Σπάρτη. Ο σπιτονοικοκύρης είχε απαιτήσει να του δίνουμε τα χρήματα στην αρχή κάθε μήνα από φόβο μήπως τον χρεώσουμε. Έτσι ήταν τότε. Εμείς οι Έλληνες ήμασταν κλέφτες. Κάθε δέκα μέρες μπούκαρε στο σπίτι και μας έλεγχε για παράνομα πράγματα. Είχαμε την φήμη ότι διακινούσαμε ναρκωτικά, παράνομα όπλα… Συχνά όταν γυρνούσαμε από την δουλειά βλέπαμε στην πόρτα γραμμένο ‘Greek bustards’ …βρωμοέλληνες…. έτσι μας έλεγαν γιατί τους παίρναμε τις δουλειές κι ήμασταν υπεύθυνοι για όλα τα δεινά τους. Είχαν βγει κι έρευνες στις εφημερίδες που έλεγαν ότι ήμασταν πρώτοι σε πάσης φύσεως κακουργήματα, βιασμούς, ληστείες, ναρκωτικά, όπλα με μεγάλη διαφορά από τους Ρώσους, τους Ιταλούς, τους Ισπανούς. Όταν περνούσε μια Αμερικάνα από μπροστά μας έπρεπε να χαμηλώνουμε το κεφάλι και να μην την κοιτάμε γιατί θα μας κατηγορούσαν για παρενόχληση. Υπήρχαν και μαγαζιά που δεν μας δέχονταν…. είχαν απ’ έξω πινακίδες που έλεγαν ‘Only white Americans. No rats, no Greeks’. Δεν θυμάμαι πότε άρχισαν τα πράγματα να αλλάζουν προς το καλύτερο. Ίσως με τον Λουή Τίκα… ίσως τότε να κατάλαβαν ότι είχαμε κι εμείς την ιστορία μας, ότι ήμασταν κι εμείς άνθρωποι σαν κι αυτούς. Αλλά ήταν αργά… το όνειρο μας ήταν πια να γυρίσουμε στην πατρίδα… Είχαμε πατρίδα; Στην Αμερική ήμασταν οι Έλληνες και στην Ελλάδα οι Αμερικάνοι…. Ποια πατρίδα;
(Τα λόγια του παππού σβήνουν μαζί με το φως. Η κοπέλα ξεφυλλίζει το ημερολόγιο για λιγο. Βγάζει το κινητό της και καλεί.)
Κοπέλα: Γεια σου Λισιάν. Η Ιωάννα είμαι. Τι κάνεις; Κι εγώ καλά ευχαριστώ. Συγγνώμη για πριν που δεν απάντησα, αλλά είχα δουλειά. (Μικρή παύση και γέλιο.)
Έχει  δίκιο η μαμά σου που λέει ότι το ντουλειά ντεν τελειώνει, αλλά δεν χρειάζεται να την κοροϊδεύεις. Θα την βοηθήσεις να μάθει πιο σωστά τα ελληνικά. Ποια ταινία είναι; Ναι θα ήθελα πολύ να την δώ. Θες να βρεθούμε στο κέντρο κατά τις εννιά; ... Σ’ αφήνω τώρα... το ντουλειά με περιμένει!

ΣΚΟΤΑΔΙ

Η κυρία με τα Σμέουρα

Κατά καιρούς σας έχω πει πολλές ιστορίες που έχω ακουσει και δεν ξέρω εαν είναι ψέματα ή οχι. Αυτή η ιστορία όμως είναι περα για πέρα αληθινη, γιατί είναι ίσως η μοναδική που έζησα εγώ η ίδια. Μια μέρα λοιπόν έκανα την βόλτα μου σ 'ένα μεγάλο δάσος. Μ'αρέσει να περπατάω και να παρατηρώ πως κινούνται τα πουλιά, τα ζώα και πως θροίζουν τα φύλλα. Πολλές φορές μαντεύω και τους διαλόγους που κάνουν ή τις ιστορίες της ζωής τους. Έτσι λοιπόν εκείνη την εκίνη την μέρα καθώς παρατηρούσα έναν σκίουρο κι έφτιαχνα την ιστορία του στο μυαλό μου ένιωσα ένα άγγιγμα στην πλάτη. Γύρισα απότομα κι είδα μια κυρία να μου χαμογελάει. Κρατούσε ένα μεγάλο καλάθι με σμέουρα.
'Θες λίγα σμέουρα;'
'Όχι. Σας ευχαριστώ αλλά δεν μου αρέσουν.'
'Οι ιστορίες σου αρέσουν;'
Της έγνεψα πως ναι.
'Θέλεις να σου πω την δική μου;'
Έγνεψα πάλι ναι.
'Δεν είμαι κάποιο σημαντικό πρόσωπο και η ύπαρξη μου σίγουρα δεν θα αλλάξει την ροή της ιστορίας, αλλά ξέρω οτι είμαι σημαντική για δυο άνθρωπους που αγαπώ πολύ. Γεννήθηκα σ'ένα όμορφο χωριό. Καταπράσινο κι είχε και καταρράκτες κι ένα δάσος σαν κι αυτό. Μια μέρα λοιπόν καθώς τριγυρνούσα στο δάσος του χωριού μου πέτυχα έναν νάνο. Ήταν τόσο δα μικρός που στην αρχή νόμιζα οτι ήταν μικρό παιδάκι. Πλησίασα λοιπόν να το βοηθήσω εάν είχε χαθεί και τότε είδα το πρόσωπο του και ήταν πολύ άσχημο, γρύλιζε και μου έδειχνε το πόδι του. Πράγματι είχε μπλεχτεί τόσο πολύ που δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Έφυγα μακριά γιατί τρόμαξα και πήγα σπίτι. Όλη την μέρα το σκεφτόμουν και το βραδυ στριφογυρνουσα και δεν μπορούσα να κοιμηθώ, έτσι λοπόν σηκώθηκα και πήγα στο δάσος και βρήκα τον άσχημο νάνο εκεί που ήταν. ΤΟν βοήθησα και του ξέμπλεξα το πόδι. Αμέσως το πρόσωπό του άλλαξε και πήρε μια μορφή πολύ γλυκιά και μπορώ να πω όμορφη και μιλούσε πλεόν κανονικά. Μου είπε οτι μια νεράιδα κακιά τον είχε μεταμορφώσει έτσι επειδή δεν δέχτηκε να της εκπληρώσει μια ευχή. Τριγυρνούσε μόνος στο δάσος γιατί κανένας πλεον δεν τον έκανε παρέα, επειδή ήταν κακομούτσουνος και κανείς δεν το καταλάβαινε επειδή γρύλιζε. Μια μέρα όμως μπλέχτηκε το πόδι του και δεν μπορούσε να κουνηθεί μέχρι που βρέθηκα εγώ και του έδειξα καλοσύνη βοηθώντας τον. Έτσι λοιπόν τα μάγια λύθηκαν και με ρώτησε ποιά ευχή ήθελα να μου εκπληρώσει. Το σκέφτηκα πολύ. Δεν ήθελα ούτε χρήματα, ούτε δόξα και φήμη. Και τότε σκέφτηκα οτι ήθελα με την σκέψη μου να βλέπω τους ανθρώπους που αγαπώ και να είμαι δίπλα τους για πάντα, ακόμα κι αν είναι πολύ μακριά. Κι η επιθυμία μου έγινε πραγματικότητα. Ακόμα και τώρα που είμαι σε αυτό το μεγάλο δάσος μπορώ με την σκέψη μου να παω μακριά σε αυτούς που αγαπώ και να τους δω και είμαι ευτυχισμένη, όταν τους βλέπω να είναι καλά και δυστυχισμένη όταν στεναχωριούνται. Είμαι πάντα δίπλα τους.'
Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια και μετά μεταμορφώθηκε σ'ένα μεγάλο ολόλευκο περιστέρι και πέταξε ψηλά στον ουρανό. Μου άφησε και το καλάθι με τα σμέουρα κι εγώ σκέφτηκα οτι δεν θα την ξεχάσω πότε ούτε αυτή ούτε την ιστορία της, γιατί τους ανθρώπους τους ξεχνάμε μόνο όταν ξεχάσουμε τις ιστορίες τους....

Το μικρό καλικαντζαράκι που το έλεγαν Θυμό

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μεγάλο και πολύ σκοτείνο δάσος πολύ μακριά από την δική μας χώρα υπήρχε ένα πολύ μικρό σπίτι. Σε αυτό λοιπόν το σπίτι ζούσε ένα μικρό καλλικαντζαράκι που το έλεγαν Θυμό. Αυτό το καλλικαντζαράκι ήταν μόνο του. Δεν είχε φίλους ούτε οικογένεια. Το μόνο που ειχε ήταν έναν περίεργο κόμπ στον λαιμό που το έκανε να νιώθει πολύ άσχημα και γι’αυτό ήθελε να συμπεριφέρεται άσχημα και στους άλλους.
Μια μέρα εκεί που καθόταν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο αποφάσισε να πάει ένα μεγάλο ταξίδι στην πόλη. Εκεί θα γνώριζε ανθρώπους και θα έκανε φίλους κι ίσως αυτός ο κόμπος που είχε στον λαιμό να έφευγε. Μόλις έφτασε στην πόλη άρχισχε χαρούμενο να γυρνάει στους δρόμους και να μιλάει στους περαστικούς, αλλά ήταν τόσο δα μικρό που ούτε καν φαινόταν κι οι άνθρωποι δεν του έδιναν σημασία και δεν του μιλούσαν. Κι οι μέρες περνούσαν κι ο κόμπος που είχε ο Θυμός στον λαιμό του όλο και μεγάλωνε και τον γαργαλούσε και τον έκανε να αισθάνεται άσχημα και ήθελε να κάνει κακό.
Έτσι λοιπόν αποφάσισε να πηγαίνει και να κρύβετε στα ρούχα των μικρών παιδιών που δεν θα τον έβλεπαν και θα τα έκανε να αισθάνονται κι αυτά το ίδιο άσχημα όπως αυτός. Και τα κατάφερε. Τα παιδιά είχαν αρχίσει και τσακώνονταν μεταξύ τους και να συμπεριφέρονται άσχημα το ένα στο άλλο. Μάλωναν για τα παιχίδια, μάλωναν για τα μαθήματα, μάλωναν με την μαμά τους και τον μπαμπά τους που τους έδιναν να τρώνε φακές και λαχανικά. Έλεγαν άσχημες κουβέντες και πρόσβαλλαν όσους αγαπούσαν αλλά ο κομπός που ένιωθαν κι αυτά πλεον στο λαιμό τους μεγάλωνε όλο και πιο πολύ και δεν έφευγε με τίποτα. Το καλλικάντζαράκι μας, ο Θυμός χαιρόταν και γελούσε που προξενούσε τόσους μπελάδες.
Πηδούσε από το ένα παιδάκι στο άλλο και το έκανε να είναι θυμωμένο συνέχεια. Μια μέρα λοιπόν έπεσε στην τσέπη ενός μικρού κοριτσιού. Ούτρε αυτό είχε φίλους. Κανείς δεν την μιλούσε, αλλά αυτή δεν έλεγε τίποτα. Δεν τσακωνόταν, δεν μιλούσε άσχημα μόνο καθόταν και ζωγράφιζε. Το καλλικαντζαράκι μας δεν το πίστευε αυτό. Θύμωνε που δεν μπορούσε να κάνει την σκανταλιά του και μεγάλωνε, μεγάλωνε, μεγάλωνε μέχρι που έφτασε σε μέγεθος όσο ένα σκαθάρι και τότε το κοριτσάκι το πρόσεξε.
‘Ποιος είσαι εσυ;’ Του είπε
‘Είμαι ο καλλικάντζαρος, ο Θυμός.’
‘Εσύ τους κάνεις όλους να συμπεριφέρονται τόσο άσχημα;’
‘Ναι, αλλά εσένα δεν μπορώ. Γιατί δεν μιλάς κι εσύ άσχημα σε αυτούς που σου μιλούν;’
‘Γιατί να μιλήσω;’
‘Γιατί σε προσβάλλουν και σε κάνουν να στεναχωριέσαι.’
‘Εάν τους μιλήσω άσχημα, θα στεναχωρηθούν κι αυτοί και μετά εγώ θα νιώσω ακόμα πιο άσχημα. Δεν είναι δίκαιο και σωστό.’
‘Και τι κάνεις;’
‘Ζωγραφίζω και μετά τους λεω ότι αυτό που έκαναν με πείραξε και τους ζητάω να μην το ξανακάνουν. Είναι απλό και κανείς δεν στεναχωριέται.’
Το καλλικαντζαράκι μας δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του. Μα πώς ήταν δυνατόν να ξεχασει κάποιος αυτόν τον κόμπο που είχε στον λαιμό; Πώς ήταν δυνατόν όταν κάποιος σε θυμώνει να μην του μιλησεις άσχημα ή να μην το χτυπήσεις; Ανήκουστα πράγματα αυτά. Δεν μίλησε. Σηκώθηκε κι έφυγε και γύρισε στο σπίτι του στο δάσος. Εκεί έμεινε κλεισμένος για πάντα. Κάθε μέρα σκεφτόταν τα λόγια του κοριτσιού και κάθε μερα καταλάβαινε ότι το κοριτσάκι είχε δίκιο. Γιατί να στεναχωρούμε τους άλλους; Έτσι σιγά σιγά ο κόμπος που είχε το καλλικαντζαράκι μας στον λαιμό μίκραινε συνέχεια μέχρι που εξαφανίστηκε.
Μια μέρα λοιπόν που έκανα κι εγώ μια βόλτα στο μεγάλο δάσος βρήκα το μικρό καλλικαντζαράκι που πλέον δεν το έλεγαν Θυμό, αλλά Συγγνώμη και μου είπε την ιστορία του κι εγώ με την σειρά μου την λέω σε εσας…τώρα εάν μου είπε ψέματα….ψέματα κι εγώ σας λεω…

Μαγικό Χαλί

Θέλω να διαμαρτυρηθώ....ναι θέλω να διαμαρτυρηθώ γιατί από τότε που μεγάλωσα η γιαγιά μου δεν μου ξανά είπε ιστορίες.... ούτε παραμύθια...ούτε τίποτα....πότε θα καταλάβουν οι μεγάλοι ότι μπορούμε να μείνουμε για πάντα μικρά παιδιά και να ταξιδεύουμε με το ''μαγικό χαλί'' μας στον κόσμο των παραμυθιών;;;; Εγώ η Αλλαντίν θα συνεχίσω να πετάω στον κόσμο των παραμυθιών και των ιστοριών μου κι αν θέλετε ακολουθείστε με.....αααα ξέχασα να σας πω ότι το μαγικό χαλί λόγω τρεχόντων φόρων και χαρατσιών δεν έχει περάσει κτεο....αλλά για την δική σας ασφάλεια δεν χρησιμοποιούμε ζώνες που σας κρατούν καθηλωμένους στην πραγματικότητα σας.....Καλό μας ταξίδι!!!