Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακριά από το
δικό μας ζούσε ένα πριγκιπόπουλο. Αγαπούσε πολύ δύο πράγματα στην ζωή του, το
διάβασμα και την χώρα του. Σε ένα ,λοιπόν,
από τα πολλά του βιβλία είχε διαβάσει για τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
Το σκέφτηκε αρκετά και αποφάσισε να φτιάξει κι αυτός ένα κτίριο τόσο ωραίο και
μεγάλο που θα ξεπερνούσε σε ομορφιά και μεγαλοπρέπεια και τα επτά θαύματα του
κόσμου μαζί και θα έκανε την χώρα του να περάσει στην ιστορία.
Κάλεσε γλύπτες, αρχιτέκτονες, μαστόρους και μαρμαράδες, τους
καλύτερους από τα πέρατα της γης. Αυτοί δούλευαν ολημερίς κι ολονυχτίς για να
βγάλουν ένα σχέδιο καλό, αλλά στον πρίγκιπα μας τίποτα δεν άρεσε. Κάτι έλειπε.
Μια μικρή λεπτομέρεια που θα έκανε το δημιούργημα του ξεχωριστό.
Κι εκεί λοιπόν που καθόταν κι έσπαγε ο κεφάλι του,
εμφανίστηκε μπροστά του ο μάγος ου παλατιού.
‘Άρχοντά μου’ του είπε ‘ξέρω πως θα βρεις λύση στο πρόβλημα
σου. Θα πιεις αυτό το μαγικό φίλτρο και θα πας ταξίδι πίσω στο παρελθόν για να
δεις το κάθε <θαύμα> από κοντά. Αλλά προσοχή άρχοντα μου, δεν θα
παινευτείς ότι θα φτιάξεις κάτι καλύτερο από αυτά που θα δεις γιατί τότε θα
γυρίσεις αμέσως πίσω κι οι τεχνίτες σου ότι οδηγίες και να τους δώσεις δεν
πρόκειται ποτέ να φτιάξουν κάτι όμορφο.’
Το πριγκιπόπουλο ενθουσιάστηκε κι ήπιε λίγο από το μαγικό
φίλτρο.
Ξαφνικά το παλάτι χάθηκε και μπροστά του εμφανίστηκε μια
έρημος και από μακριά φαινόταν ένα κτίριο που καθώς υψωνόταν στον ουρανό η
κορυφή του όλο και στένευε. Περπάτησε ως εκεί και τότε θαύμασε την Πυραμίδα της
Γκίζας. Ήταν τεράστια και τόσο όμορφη. Φοβόσουν δίπλα της γιατί ένιωθες πολύ
μικρός. Ο πρίγκιπάς μας είχε μείνει άφωνος. Οι εργάτες μπροστά του συνέχιζαν
και δούλευαν χωρίς να του δίνουν σημασία για να μεγαλώσουν κι άλλο αυτό το
κτίριο. Όταν ρώτησε κάποιον γιατί το έφτιαχναν τότε αυτός του είπε ότι η
πυραμίδα αυτή θα γινόταν ο τάφος του Φαραώ Χέοπα.
Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε λίγο ακόμα από το μαγικό του
φίλτρο.
Όπως και πριν η έρημος χάθηκε και μπροστά του εμφανίστηκε
ένας πανέμορφος κήπος. Αυτός ο κήπος όμως ήταν πολύ περίεργος. Είχε όλων των
ειδών τα φυτά και τα ζώα. Είχε λίμνες και σιντριβάνια και τοίχους ψηλούς που
και αυτοί ήταν καλυμμένοι με λουλούδια που έμοιαζαν με καταρράκτες να
ξεχειλίζουν από τα πέτρινα εμπόδια τους. Τόσο πράσινο, τόσα αρώματα, τόσα
ανακατεμένα χρώματα, τόσα διαφορετικά κελαιδίσματα. Η λαλιά του πρίγκιπα μας
είχε χαθεί. Με δυσκολία ρώτησε έναν περαστικό για ποιο λόγο τους είχαν φτιάξει.
Τότε αυτός του είπε πως Κήποι ήταν δώρο προς τη γυναίκα του
Ναβουχοδονόσορα από τον ίδιο, γιατί αυτή νοσταλγούσε τους δασωμένους λόφους της
πατρίδας της, και ήθελε να διατρέφεται με φυτά που υπήρχαν στη χώρα της αλλά
όχι στη Βαβυλώνα.
Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε λίγο ακόμα από το μαγικό του
φίλτρο.
Οι υπέροχοι κήποι εξαφανίστηκαν και την θέση τους πήρε ένας
τεράστιος ναός . Το πριγκιπόπουλο μας μπήκε μέσα και ξάφνου αντίκρισε μπροστά
του ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα που απεικόνιζε τον θεό Δία. Με το δεξί του χέρι ο
θεός κρατούσε έναν κεραυνό ενώ στα πόδια του κούρνιαζε ο αγαπημένος του αετός.
Αυτό το άγαλμα ήταν πάνω από 10 μέτρα ψηλό. Δίπλα στο άγαλμα καθόταν ένας γέρος
με καμπούρα και το θαύμαζε. Όταν τον ρώτησε το πριγκιπόπουλό μας γιατί έφτιαξαν
αυτό το άγαλμα ο γέρος απάντησε: Το έφτιαξα για να το κάνω δώρο στην αρχαία
Ολυμπία. Κάθε τέσσερα χρόνια μαζεύονται εδώ αθλητές από όλη την Ελλάδα και
αγωνίζονται. Για αυτούς το έφτιαξα. Για να προσεύχονται πριν από κάθε αγώνα και
να παίρνουν δύναμη.
Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε λίγο ακόμα από το μαγικό του
φίλτρο.
Το μεγαλοπρεπές άγαλμα εξαφανίστηκε και μπροστά του
εμφανίστηκε ένας υπέροχος ναός με τρία πατώματα και εκατοντάδες εάν όχι
χιλιάδες αγάλματα και αναπαραστάσεις πάνω στα τείχη του. Ο ήλιος λαμπύριζε στην
στέγη του ναού και ο πρίγκιπας μας σκέφτηκε ότι πρώτη φορά καταλάβαινε πόσο
όμορφος είναι ο ήλιος. Πλησίασε πιο κοντά σε αυτό το μεγαλοπρεπές κτίριο και
διάβασε μια επιγραφή που έλεγε: Εμείς εδώ στην Έφεσο αγαπάμε την θεά Άρτεμις
γι’ αυτό και τις αφιερώνουμε αυτόν εδώ τον ναό ώστε ο ήλιος του να πλησιάζει
την μεγαλοπρέπεια του ήλιου του Ολύμπου.
Το πριγκιπόπουλο μας
ήπιε λίγο ακόμα από το μαγικό του φίλτρο.
Ο ηλιόλουστος ναός εξαφανίστηκε από μπροστά του και βρέθηκε
σε ένα σταυροδρόμι στο κέντρο μιας μεγάλης πόλης. Σήκωσε τα μάτια του ψηλά και
τότε είδε ένα κατάλευκο σαν το χιόνι κτίριο που υψωνόταν ως τον ουρανό. Είχε συμπαγή βάση και στην κορυφή του υψωνόταν
ένας μικρός ναός με ολόασπρα αγάλματα. Δίπλα στον πρίγκιπα μας στεκόταν μια
γυναίκα. Δεν της μίλησε, του μίλησε αυτή και του είπε: Είμαι η βασίλισσα Αρτεμισία και φτιάχνω αυτόν τον
τάφο για τον άντρα μου τον Μαυσωλό που πέθανε ξαφνικά για να τον τιμήσω.
Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε λίγο ακόμα από το μαγικό του
φίλτρο.
Το ολόλευκο μαυσωλείο χάθηκε από τα μάτια του πρίγκιπά μας
και μπροστά του εμφανίστηκε ένα χάλκινο άγαλμα με τα δυο του πόδια ενωμένα και
στητά. Βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης. Αυτό το γιγάντιο άγαλμα κρατούσε στο
χέρι του έναν πυρσό και φορούσε στεφάνι στο κεφάλι του. Το πριγκιπόπουλο το
κοιτούσε πολύ ώρα μην μπορώντας να πιστέψει την ομορφιά αυτού του αγάλματος.
Ρώτησε ένα παιδάκι που έπαιζε δίπλα του για ποιον ήταν αυτό το άγαλμα. ‘Μα δεν
ξέρεις;; Ο Κολοσσός είναι ο θεός Ήλιος και τον έφτιαξε ο Χάρης από την Λίνδο
γιατί ο θεός έσωσε την Ρόδο από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή.’
Το πριγκιπόπουλο μας ήπιε τις τελευταίες σταγόνες από το μαγικό
του φίλτρο.
Το κολοσσιαίο άγαλμα εξαφανίστηκε και την θέση του πήρε ένα
τεράστιο περίεργο κτίσμα. Είχε τέσσερα επίπεδα. Το χαμηλότερο ήταν μια
τετράγωνη βάση, το δεύτερο ήταν ένα τετράγωνο κτίσμα, το τρίτο οκτάγωνο κτίσμα
και το τέταρτο το ψηλότερο ένα κυκλικό κτίσμα στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα άγαλμα . Στο τέταρτο
επίπεδο υπήρχε ένας καθρέπτης που αντανακλούσε το φως του ήλιου. Ένας ψαράς
ήταν εκεί κοντά και έφτιαχνε τα δίχτυα του. Το πριγκιπόπουλο μας τον ρώτησε για
το κτίριο αυτό. ‘Αυτός είναι ο Φάρος μας. Το βράδυ εκεί ψηλά στον τέταρτο όροφο
καίει μια μεγάλη φωτιά για να βλέπουν τα καράβια τον δρόμο για την Αλεξάνδρεια.
‘Να ξέρεις γερό ψαρά πώς σήμερα τα μάτια μου είδαν πολλά
όμορφα πράγματα και θαμπώθηκαν, αλλά η χώρα μου είναι η πιο ωραία που ξέρω και
πλέον ξέρω πως θα φτιάξω το κτίριο που θέλω και θα είναι καλύτερο από όλα αυτά
που είδα σήμερα’ είπε ο πρίγκιπας με περηφάνια ξεχνώντας τον λόγο που είχε
δώσει πρωτύτερα στον μάγο. Ο ψαράς απλώς χαμογέλασε και τότε όλα εξαφανίστηκαν.
Το πριγκιπόπουλό μας κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει. Είχε
φερθεί αλαζονικά ξεχνώντας τον σεβασμό που έπρεπε να δείξει σε αυτά τα επτά
θαύματα και στον κόπο των τόσων ανθρώπων που μόχθησαν για να τα φτιάξουν.
Για χρόνια πολλά μετά προσπαθούσε να φτιάξει κι αυτός κάτι
τόσο ξεχωριστό, μα όλο κάτι έλειπε, όλο κάτι δεν του άρεσε. Έτσι σταμάτησε να
προσπαθεί κι άρχισε να λέει αυτήν την περίεργη μέρα που έζησε στα παιδιά του…
κι αυτά στα δικά τους παιδιά κι έτσι έφτασε και στα δικά μου τα αφτιά. Αν
ψέματα μου είπανε… ψέματα κι εγώ σας λέω…