Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Άκου μάνα...

     Κινήθηκα ήσυχα, αθόρυβα. Τα βήματα μου δεν ακούγονταν. Το ήξερα οτι δεν ακούγονταν. Δεν είχα την αίσθηση του εδάφους στα πόδια μου. Μπορεί και να μην πατόυσα κάτω. Δεν με ένοιαζε. Εκείνη την ώρα δεν με ένοιαζε. Δεν ήξερα καν τι ήμουν. Ήμουν όνειρο; Οπτασία; Φάντασμα; Μπορεί να ήμουν και μια ανάμνηση όλων αυτών που με αγαπούσαν. Τώρα το έβλεπα οτι με αγαπούσαν πολλοί άνθρωποι. Άνθρωποι που δεν πίστευα οτι θα νοιαστούν για μένα, αλλά μάλλον έτσι είναι. Όταν χάνεται κάποιος σε πονάει η απώλεια του και τότε συνειδητοποιείς οτι μάλλον τον αγαπούσες κι ας μην το είχες καταλάβει ποτέ σου. Τότε νιώθεις οτι είναι αργά να του φανερώσεις την αγάπη σου, οτι όλα έχουν χαθεί, αλλά αυτός ξέρει. Ξέρει οτι τον αγαπούσες. Γνωρίζει τα πάντα.
      Πέρασα από την κουζίνα. Γιαγιάδες και παππούδες. Κάποιους τους ήξερα, κάποιους άλλους όχι. Ανάμεσα τους κι οι δυο γιαγιάδες μου. Η μια έκανε τα γνωστά τρελά της. Έπιανε το κεφάλι της, τραβούσε τα ρούχα της. Ήθελα να την πιάσω από τα χέρια και να της πω να σταματήσει αυτά τα τρελά. Μας έκανε ρεζίλι. Η άλλη αντάρτισα. Καθόταν αμίλητη κι έκλαιγε. Προσπαθούσε να οργανώσει τους καφέδες, τα κονιακ, τα κουλουράκια.
       Βγήκα στο μπαλκόνι. Όλη μου η παρέα μαζεμένη. Τα χαζά γελούσαν. Έκατσα δίπλα τους. Δίπλα από την Χαρούλα. Ανατρίχιασε, το ένιωσα. Έλεγαν ιστορίες με έμενα. Όλα τα χαζά που είχα κανει. Όταν είπα οτι το αγόρι μου με χτυπάει για να ξεφύγω από κάτι γυφτάκια και τότε μου κόλλησε το παρατσούκλι χαζή. Όταν είχα μεθύσει για πρώτη φορά στην ζωή μου και με είχαν πάει στο κέντρο υγείας. Όταν είχα ξεμοναχιάσει το σκουλήκι και αυτός νόμιζε οτι ήθελα να του την πέσω , ενώ εγώ ήθελα να τον βάλω στην ΔΑΠ.
        Γελούσαν κι έκλαιγαν συγχρόνως. Δεν ήθελα να κλάινε όμως. Χαιρόμουν που τους άκουγα να γελάν με τις ιστορίες μου..Μου άρεσε που αυτό που είχαν να θυμούνται από εμένα ήταν χαρά και γέλιο.. Ζήλεψα όμως που δεν με έβλεπαν, δεν με άκουγαν...ήθελα τόσο πολύ να ''τρακάρω'' ένα στριφτό τσιγάρο και να πιω λίγο κονιάκ και να συνεχίσω να λέω τα χαζά μου.
       Έφυγα και πήγα στο δωμάτιο μου, το δωμάτιο που από τότε που γεννήθηκε ο αδερφός μου το μοιραζόμασταν. Ήταν εκεί με τις δυο ξαδέρφες μου. Δεν μιλούσαν, κοιτούσαν παλιές φωτογραφίες. Θέε μου, πόσο ασχημόπαπο ήμουν στην εφηβεία μου...Να γιατί ποτέ δεν είχα αγόρι. Ποιό παιδάκι να με πλησιάσει; Θα νόμιζαν οτι θα τους έτρωγα...
       Πήρα μια βαθιά ανάσα και κατευθύνθηκα στο σαλόνι...Είχε έρθει η ώρα να με αντρικρίσω...είχε έρθει η ώρα να με δω νεκρή....

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Το λευκό περιστέρι...

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα πολύ μακριά από την δική μας υπήρχε ενα δάσος. Ήταν τεράστιο και τα δέντρα του ήταν τόσο ψηλά που σε αρκετά σημεία έκρυβαν τον ήλιο. Αυτό το μεγάλο δάσος το διέσχιζε ένα μεγάλο ποτάμι. Γύρω από αυτό το ποτάμι κάποιοι άνθρωποι είχαν φτιάξει καλύβες, ξύλινες και μικρές και ζούσαν. Κυνηγούσαν, ψάρευαν, βοσκούσαν τα πρόβατα και τα κτσίκια τους και γενικά η ζωή περνούσε ήσυχα κι ήρεμα. Σε μια από αυτές τις καλύβες ζούσε κι ένας χωρικός με τν οικογένεια του. Είχε τρία παιδιά. Ανάμεσα σε αυτά κι ένα μικρό αγοράκι. Δεν ήταν σαν όλα τα άλλα παιδιά. Δεν μιλούσε πολύ, μπορεί και να μην ήξερε να μιλάει, κανείς δεν ξέρει. Τα υπόλοιπα παιδιά δεν τον έκαναν παρέα γι'αυτό ακριβώς τον λόγο. Δεν μιλούσε οπότε σταμάτησαν να του δίνουν σημασία. Κάποιες φορές το μικρό αγοράκι της ιστορίας μας μπορεί να καθόταν μόνο του και να έκλαιγε. Ήταν ο μοναδικός τρόπος που ήξερε να εξωτερικευει τα συναισθήματα του. Και τότε μια μέρα έγινε το κακό. Κάποιο από τα παιδιά του χωριού τον είδε να κλαίει. Το είδε σε μια στιγμή αδυναμίας. Πώς ήταν δυνατόν ένα παιδί να κλαίει και να είναι τόσο αδύναμο; Αμέσως αισθάνθηκε πιο δυνατός, πιο θαραλλέος απέναντι στον μικρό μας φίλο. Άρχισε να τον απειλεί οτι θα το έλεγε σε όλους. Το αγοράκι της ιστορίας μας φοβήθηκε, άρχισε να του κάνει οτι χάρες ήθελε. Αλλά ο ''δυνατός΄΄ και ''θαραλλέος'' της ιστορίας μας δεν κράτησε για πολύ το μυστικό και το είπε σε όλους. Η ζωή του μικρού μας φίλου έγινε ακόμα πιο δύσκολη. Απο εκει που περνούσε παρατήρητος ξεκίνησε να είναι στο επίκεντρο, αλλά με πολύ αρνητικό τρόπο. Τον κορόιδευαν, τον χτυπόυσαν, τον απειλούσαν, μέχρι που δεν άντεξε. Μια μέρα δεν άντεξε κι έφυγε. Άρχισε να περπατάει, το περπάτημα έγινε πιο γρήγορο μέχρι που βρέθηκε να τρέχει. Έτρεχε χωρίς να αισθάνεται τα μικρά του πόδια που είχαν γεμίσει λάσπες, είχαν αρχίσει να ματώνουν και ξαφνικά τα πόδια του σταμάτησαν να τον υπακούν. Έπεσε. Προσπάθησε να κλάψει αλλά τα δάκρυα του πλέον δεν μπορούσαν να κυλήσουν στο πρόσωπο του και τότε τον πλήμμύρισε ένα φως και το μικρό αγοράκι μεταμορφώθηκε κι έγινε ένα τεράστιο λευκό περιστέρι και πέταξε μακριά. Ναι πλέον ήταν ελεύθερο. Κι αυτή η ιστορία φίλοι μου είναι πέρα για πέρα αληθινή γιατί μου την είπε το ίδιο το περιστέρι. Δεν μου είπε ψέματα, κι ούτε ψέματα κι εγω σας λεω...

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Σε ποιον θεό; Σε ποιά θρησκεία;

Ξάπλωσα. Έστρωσα ήρεμα το κρεβάτι μου, έβγαλα τις ζεστές μου παντόφλες και ξάπλωσα. Τα βλέφαρα μου έπεσαν βαριά. Κοιμήθηκα και δεν ξύπνησα όταν δυο αεροπλάνα έπεσαν στους Δίδυμου Πύργους , δεν ξύπνησα όταν τα τζάμια έτριζαν από τις εκρήξεις στο μετρό του Λονδίνου κι ούτε άλλαξα πλευρό όταν έσκασαν οι δέκα βόμβες στα τραίνα στην Μαδρίτη. Τώρα τρεμόπαιξαν τα βλέφαρά μου όταν άκουσα να χτυπάνε το μολύβι, να σχίζουν το σκίτσο και να μου κρατάνε το στόμα. Πάντα τα μάτια μου δάκρυζαν αλλά τα βλέφαρα μου ήταν γερά σφαλισμένα αρνούμενα να ανοίξουν. Είχαν μπει στο σπίτι μου, πλησίαζαν το κρεβάτι μου,  ένιωθα την σκιά τους πάνω μου και άνοιξα τα μάτια μου κι αντίκρισα το μαχαίρι να ακουμπά τον λαιμό μου. Προσπάθησα να προσευχηθώ. Πού; Σε ποιον θεό; Σε ποιά θρησκεία; Σφάλισα τα μάτια μου ξανά και συνέχισα τον ύπνο μου...

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Η στιγμή του Θανάτου μου...

- Σοβαρά τώρα; Εάν δεν απαντησω αυτή την ερώτηση δεν θα μπω; Λοιπόν την στιγμή αυτή δεν την κατάλαβα καθόλου,απλά συνέβη. Δεν ένιωσα τίποτε απολύτως. Ούτε αγωνία, ούτε άγχος, ούτε καν λύπη για αυτά που αφήνω πίσω μου. Μάλλον τώρα λυπάμαι που δεν μπόρεσα ποτέ να νιώσω κάποιο έντονο συναίσθημα.



- Συγγνώμη που είμαι τόσο αγενής και γελώ με την ερώτηση αυτή αλλά εδώ που φτάσαμε θα απαντήσω. Περιέργεια. Αυτό νομίζω ένιωσα...θα ήθελα να την ζήσω ξανά και να την μελετήσω καλύτερα. Όνειρο μου ήταν να ρουφήξω όλη την γνώση του κόσμου. Να μπορώ να λύσω όλα τα γνωστά και άγνωστα μυστήρια. Κι όμως στέκομαι εδώ μπροστά σας πιο άμαθος από ποτέ...


- Η στιγμή του θανάτου μου απλά συνέβη. Δεν ένιωσα οτι ηταν κατι το ξεχωριστο. Δηλαδη ισως μπορει και να ηταν τοσο ξεχωριστή που τελικά να μην σήμαινε και τίποτα. Θα απαντήσω με ερώτηση στην ερώτηση σου.. Θα μπορούσε κάποιος να μην εχει μια τελευταια επιθυμια; Θα υπαρξει ποτε ανθρωπος που θα νιωθει τοσο πληρης ωστε να αναζητα αυτη την στιγμη; Κι ακομα κι αν την αναζητησει οταν θα πρεπει να την ζησει δεν θα παλεψει να την ανατρεψει; Η στιγμη του θανατου μου με αφηνει αδιαφορο αλλα η τελευταια μου επιθυμια ήταν να τα ξερω όλα και να μην ξερω τιποτα, να τα έχω όλα και να μην έχω τιποτα, να τους έχω αγαπήσει όλους και να τους μισώ όλους.... 

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Τα γράμματα της Δουλτσινέα (7- τελευταίο γράμμα)

Δον μου,
Ναι σε εσενα μιλάω, σε εσενα που εδω και τόσους μήνες σου γραφω γραμματα, σε εσενα που θα πέθαινα για μια ματια σου, για ενα χάδι, για ενα φιλι σου. Γραφω σε εσενα για τελευταία φορα. Κάθομαι στα σκαλοπάτια σου και γραφω για έναν έρωτα που έζησα, εξωπραγματικό κι αλλόκοτο. Τον έζησα μόνη  μου αυτόν τον έρωτα Αλονσο μου και δεν μπόρεσα να σε βρω. Να σου λύσω τα μαγιά που σε κρατούσαν μακριά μου.
 Οι εποχές άλλαξαν. Εγω δεν ειμαι πλεον μια ρομαντική Δουλτσινεα που ψάχνει τον Δον της αλλα ειμαι η τρελή Δεινα που ψάχνει τον ευπρεπώς κύριο Τάδε. Κάθεται στα σκαλοπάτια του αμέτρητους μήνες με ενα μπουκάλι κρασί. Οι εποχές περασαν απο πανω της και δεν τις κατάλαβε. Ο χρονος αδυσώπητος, το ίδιο. Προσπάθησα να σου μιλήσω..εσκυψες το κεφάλι σου όσο πιο χαμηλά μπορούσες κι έφυγες. Το συναίσθημα μέσα μου ηταν ανεξήγητο. Απελπισία ανάκατη με στεναχώρια. Δεν εκτιμήσεις οτι τόσους μήνες καθομουν εξω απο την πόρτα σου. Ο ερωτας θα μου πεις σε φτάνει στα όρια της τρέλας, της παράνοιας. Ποιος ερωτας Δον μου; Ο ανεκπλήρωτος;
 Μια ματια σου ζήτησα, ενα χάδι σου να κλέψω προσπάθησα κι εσυ έμεινες μακριά μου, απαθής. Ναι αγαπημένε μου, θα μου λείψεις. Πολλές φορές θα σκέφτομαι το βλέμμα σου. Αυτο το βλέμμα που με έκανε να πεθαίνω. Αυτο το βλέμμα που θα νοσταλγώ. Δεν μου έδωσες την ευκαιρία Δον μου να σου αποδείξω οτι θα μπορούσα να ήμουν το άλλο σου μισό, να αποδείξω οτι στην πραγματική ζωή υπαρχουν ευτυχισμένα τέλη, σχεδόν κινηματογραφικά. Ναι Αλονσο μου γελα, γελα με την καρδια σου. Γελά με την τρελή που ήθελε να σου δώσει πραγματα γιατι αυτο το απόθεμα αγάπης που είχε την έπνιγε. Ηταν πανω απο τις δυνάμεις της να το κρατήσει και να το καταλαγιάσει. Κι ομως καταλαβα Δον μου οτι ολο αυτόν τον καιρο έχανα πραγματα απο την ζωη μου.. Έχανα στιγμές σημαντικές και μη. Οι φιλοι μου έγιναν ζευγάρια, αντρόγυνα, γονείς κι εγω επέμενα πεισματικά στην πόρτα σου κυνηγώντας σε. Οχι Δον μου η Δουλτσινεα ανήκει στην φαντασία του Θερβάντες, εγω δεν εχω καμία σχεση μαζι της. Εσυ δεν εισαι ο Δον Κιχώτης μου και το παραμύθι μου παιρνει τέλος. Η ζωή που δεν έζησα αυτόν τον καιρο με περιμένει κι ο αληθινός, πραγματικός ερωτας ειναι εξω απο τα δικά σου σκαλοπάτια. Το αν θα με βασανίζει πάντοτε, δεν το γνωρίζω..αλλα δεν μπόρεις να δώσεις μια ξεκάθαρη και λογική εξήγηση σε ολα τα αν..γι'αυτο κι εγω κάθομαι εδω... Και λεω οτι θα ερωτευτώ τον εαυτό μου. Δεν θα σε ξεχάσω Δον μου! Ηδη σε εκανα αυτόν τον καιρο κομμάτι του εαυτού μου. Ισως θα εισαι για παντα το ανεκπλήρωτο κομμάτι της αγάπης μου!
Θα μου λείψεις , ηδη μου λείπεις...
Σε φιλώ γλυκά
Η Δουλτσινεα σου

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Tα γράμματα της Δουλτσινέα (6)

Αγαπημένε μου Δον,
για ακομα ενα βραδυ κάθομαι στα σκαλοπάτια σου. Κάθε φορά που καποιος μπαίνει ή βγαίνει απο την πολυκατοικία δείχνω οτι ψάχνω κατι..ισως με περνούν για τρελή. Δεν με ενδιαφέρει. Κοίταξα και τα ονόματα στα κουδούνια. Δεν ήθελα να ψαξω να δω ποιος εισαι απο όλους. Για μενα εισαι ο Δον Κιχώτης μου. Εισαι μαγεμενος πανω στο κάστρο σου κι εγω προσπαθώ να λύσω τα μαγια σου και να με ερωτευτείς. Να ζήσεις μαζι μου μια μεγάλη αγαπη που θα εμπνεύσει ενα χαρούμενο τέλος στην ιστορία μας, ενα μυθιστόρημα, μια ταινια. 
Πολλές φορές ομως πιστεύω οτι υπαρχουν συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων που εμπνέουν βιβλία, που εμπνέουν τον μεγάλο έρωτα. Λίγοι ειναι αυτοί βέβαια και μέχρι στιγμής πιστεύω οτι δεν ανήκω σε αυτήν την κατηγορία. Ήμουν παντα ο δεύτερος ρόλος, αυτός του Σάντσο Πάντσα. Ένας ρόλος που προσπαθούσε να βοηθήσει τον πρωταγωνιστη και να του διευκολύνει την ζωή κι αυτός έμενε στην άκρη χωρις να τον νοιάζει εαν θα ευτυχήσει ή οχι. Ολοκληρωμένος κι απόλυτα συνειδητοποιημένος οτι ο σκοπός του ειναι αυτός. Συμβατικός. Αλλά ποιος δεν θελει να υπάρξει πρωταγωνιστής μιας ιστορίας αγάπης; Κι εγω προσπαθώ μέσα απο τα γραμματα που σου γραφω να γίνω η Δουλτσινεα σου, αλλά εαν ανήκω στους ανθρωπους που θα ειναι παντα ο Σάντσο πως μπορω να το αλλάξω; Πώς μπορώ να τα βάλω με την μοίρα μου και τι μαγεία θα έπρεπε να εχω για να τα καταφέρω;
 Για εσενα ξερω σε τι κατηγορία ανήκεις. Εισαι σε αυτούς τους ανθρωπους που εμπνέεις τον μεγάλο έρωτα, που εμπνέεις μαγεία, μυστήριο απο ένα και μόνο βλέμμα σου. Κι εγω εξακολουθώ να ειμαι στα σκαλοπάτια σου και να παλεύω με τους δαίμονες μου μέχρι να σου μιλήσω. Να σου πω απλα ενα γεια. Δεν ειναι πολυ λιγο το γεια ομως; Πολυ ανούσιο; Οταν το μόνο που θελω ειναι να σε σφίξω στην αγκαλιά μου και να σε φιλήσω γλυκά πολυ αγαπημένε μου Δον;


Η Δουλτσινεα σου

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Του ανθρώπου η συμμορία...

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακρινό από το δικό μας υπήρχαν δυο γελωτοποιοί, ένας μεγάλος κι ένας μικρός. Είχαν μια περίεργη και δυνατή σχέση μεταξύ τους. Αγαπούσε πολύ ο ένας τον άλλον αλλά συνάμα δεν έβρισκαν καμία χρυσή τομή επικοινωνίας. Ο μεγάλος ήθελε να προστατεύει τον μικρό, ενώ ο μικρός θαύμαζε τον μεγάλο. Μια μέρα λοιπόν αποφάσισαν να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι για να πάνε στο διπλανό βασίλειο και να δοκιμάσουν κι εκεί την τύχη τους σαν γελωτοποιοί . Τα δύο βασίλεια τα χώριζε ένα τεράστιο δάσος. Ο μεγάλος φοβόταν το μεγάλο δάσος, άγρια θηρία, παγίδες κάτω από τα δέντρα και ούτε ήθελε να ξέρει τι άλλο θα μπορούσαν να συναντήσουν. Ο μικρός το έβλεπε σαν μια περιπέτεια, σαν μια ακόμα εμπειρία. Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν το παιχνίδι τους. Κι όπως σε κάθε μεγάλο ταξίδι για να περάσει η ώρα οι άνθρωποι διηγούνται ιστορίες, άλλοτε αληθινές κι άλλοτε ψεύτικες.
- Έχεις μεγάλε κάνει ποτέ ξανά τέτοιο ταξίδι;
-Μα φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που περνάω αυτό το Μεγάλο Δάσος.
-Και πως ήταν;
-Να συνάντησα πολλά επικίνδυνα πλάσματα, αλλά εγώ..., συνέχισε ο μεγάλος γελωτοποιός κι άρχισε να λέει ιστορίες για τα επικίνδυνα θηρία και πως αυτός με διάφορα τεχνάσματα τα είχε βγάλει πέρα.
Ο μικρός τον άκουγε και τον θαύμαζε. Έτσι περνούσαν οι μέρες κι αυτοί όλο και προχωρούσαν στο μεγάλο δάσος που με κάθε βήμα τους γινόταν όλο και πιο σκοτεινό, όλο και πιο τρομαχτικό.
όπως προχωρούσαν λοιπόν συνάντησαν την πονηρή αλεπού. Ένα πλάσμα πανέμορφο, που η όψη του σε παραπλανούσε γιατί στην ουσία ο σκοπός της ήταν να κλέψει τους δύο ταξιδιώτες μας. Ο μεγάλος το ήξερε, ο μικρός όχι. Έπιασε αμέσως φιλίες μαζί της κι αυτή ξεκίνησε να τους ακολουθεί. Μεγάλοι καυγάδες ξέσπασαν μεταξύ τους αγαπητά μου παιδιά. Ο μεγάλος επέμενε οτι έπρεπε να την διώξουν και να προχωρήσουν μόνοι τους, οτι έβαζαν μπελάδες στο κεφάλι τους, οτι στο τέλος θα την πατούσε ο μικρός που είχε δείξει εμπιστοσύνη σε αυτό πλάσμα. Ο μικρός δεν άκουγε κουβέντα. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν έπρεπε να ζήσει κι αυτός τις ίδιες εμπειρίες με τον μεγάλο; Και τι ήξερε ο μεγάλος δηλαδή από ζωή; Μόνο συμβουλές ήξερε να δίνει και να καυχιέται για το παρελθόν του. Άραγε να ήταν κι αυτός ποτέ μικρός; Να θέλει να ανακαλύψει τον κόσμο; Να αγωνιστεί για τα ιδανικά του; Να θέλει να αφήσει το δικό του στίγμα πάνω σε αυτόν τον πλανήτη; Κι ο μεγάλος έβλεπε στον μικρό τον ίδιο του τον εαυτό. Ο μικρός ήταν ένας καθρέφτης του μεγάλου. Το μόνο που ήθελε ήταν να μην την πατήσει στην ζωή του, μην κάνει τα ίδια λάθη με αυτόν.
Κι οι μέρες περνούσαν κι οι δυο γελωτοποιοί μας είχαν τσακωθεί τόσο πολύ που δεν μιλούσαν πια μεταξύ τους. Κι οι μέρες συνέχισαν να περνάνε κι η αλεπού έβγαλε όλη την πονηριά της κι έκλεψε τον μικρό και τον πρόδωσε. Μα απο εκεί και πέρα καλά μου παιδιά δεν ξέρω τι έγινε, εάν δηλαδή ο μικρός με τον μεγάλο γελωτοποιό τα ξαναβρήκαν, ή συνέχισαν να είναι μαλωμένοι γιατί η γάτα που μου έλεγε την ιστορία είχε δει έναν σκύλο να έρχεται απο μακριά φουριόζος για καυγά και εξαφανίστηκε, αν και κάτι μέσα μου μού λέει οτι συνέχισαν να έχουν ακριβώς την ίδια σχέση, με κόντρες και πεισμώματα μια σχέση τρυφερή, γιατί αυτή είναι η ιστορία της ανθρώπινης συμμορίας. Η ανθρώπινη συμμορία είναι μια ζούγκλα οικογενειακή....κι αν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...