Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Tα γράμματα της Δουλτσινέα (2)

Αλόνσο μου, Δον μου,

έχουν περάσει σχεδόν εικοσιτέσσερις ώρες από την στιγμή που σε είδα και νιώθω την ανάγκη να σου γράψω πάλι. Νομίζω οτι μου λείπεις. Δεν είναι περίεργο αυτό το συναίσθημα; Να σου λείπει κάτι, κάποιος που είδες μόνο για μια στιγμή και μετά εξαφανίστηκε στο πλήθος. Τα χαρακτηριστικά σου έχουν αρχίσει και ξεθωριάζουν αλλά πίστεψε με πιέζω πολύ τον εαυτό μου να τα κρατήσω ζωντανά στην μνήμη μου.
Είμαι με μια κούπα καφέ στο μικρό μου διαμέρισμα και κοιτώ τον συννεφιασμένο ουρανό της πόλης. Αναλογίζομαι που μπορεί να βρίσκεσαι ή τι μπορεί να κάνεις τώρα. Η σκέψη οτι μπορεί κι εσύ να κοιτάς έξω από κάποιο παράθυρο με κάνει να χαμογελώ. Είναι σαν να έχω την αίσθηση οτι μου κάνει παρέα κάποιος σε αυτή την απέραντη μοναξιά. Μοναξιά...περίεργη λέξη. Να περιτριγυρίζεσαι από τόσους ανθρώπους και να νιώθεις μόνος. Πολλές φορές μου αρέσει αυτή η μοναχικότητα. Να κάθομαι με την κούπα του καφέ μου μπροστά από το παράθυρο μου και να κοιτώ τους περαστικούς στο δρόμο.
Όταν είχα πρωτοέρθει στο διαμερισματάκι μου προσπαθούσα να φανταστώ την ιστορία του καθενός ανάλογα με το περπάτημα τους. Από ποιά χώρα μπορεί να ήταν και τι βασάνιζε την ζωή τους. Συνήθως έδινα χαρούμενο τέλος στις ιστορίες τους. Πλέον σταμάτησα να το κάνω κι αυτό. Η μοναχικότητα  αρκετές φορές σε κουράζει και πράγματα, τα οποία σε ενθουσίαζαν τα βρίσκεις ανούσια. Αλήθεια έχεις αισθανθεί ποτέ μόνος; Νομίζω οτι οι περισσότεροι άνθρωποι σε αυτή την μεγαλούπολη αισθάνονται μόνοι. Εκεί που μεγάλωσα δεν είναι έτσι. Κανείς δεν αισθάνεται μόνος και κανείς δεν αφήνει τον άλλον να αισθανθεί μόνος είτε με τον καλή έννοια είτε με την κακή.
Απο χθές όμως αυτό το συναίσθημα έχει αρχίσει και αλλάζει. Νιώθω ξανά την διάθεση κι ίσως την ανάγκη να πλάσω ιστορίες κι ίσως και την δική σου.
Αυτή την στιγμή κάθεσαι κι εσύ στο δικό σου διαμέρισμα με ένα βιβλίο κι ένα ποτήρι κρασί. Νομίζω οτι διαβάζεις Σαιξπηρ και από τον υπολογιστή σου παίζει σιγανά Jazz. Σου αρέσει αρκετά ο Σινάτρα, αρέσει και σε εμένα πολύ. Δεν θυμάμαι την ηλικία που ξεκίνησα να ακούω τον Φρανκ. Δεν ήμουν μικρή, ίσως ήμουν φοιτήτρια. Κάποια πράγματα τα διαγράφω από το μυαλό μου σαν να μην έγιναν ποτέ και κάποια άλλα τα θυμάμαι τόσο έντονα με όλες τους τις λεπτομέρειες. Ώρες ώρες νομίζω οτι είμαι πολύ περίεργο άτομο και μάλλον είμαι, αλλά κανείς δεν μου το έχει παραδεχτεί.
Γλυκέ μου Δον οι σκέψεις μου με συνεπάιρνουν και χάνομαι κι η ώρα περνά, όπως και τώρα. Θα σου ξανα γράψω κι ελπίζω να σε δω σύντομα από κοντά.
Σε φιλώ γλυκά
η Δουλτσινέα σου

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Τα γράμματα της Δουλτσινέα (1)

Καλησπέρα..
Δεν με γνωρίζεις. Ούτε εγώ σε γνωρίζω. Δεν ξέρω το όνομα σου, εάν καπνίζεις κι αν ναι τι καπνό φουμάρεις..σε είδα καθώς περνούσες δίπλα μου στο μέτρο..περπάτησα πιο γρήγορα για να σε φτάσω..περπάτησες ακόμα πιο γρήγορα..βιαζόσουν! Κι εγώ βιαζόμουν αλλά εκείνη την ώρα το είχα ξεχάσει. Προσπάθησα να μπω στο ίδιο βαγόνι με εσένα. Έβλεπα την πλάτη σου και το πίσω μέρος τους κεφαλιού σου. Ξάφνου μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να βάλω τα δάχτυλα μου ανάμεσα στα μαλλιά σου και να σε σφίξω δυνατά στην αγκαλιά μου. Είχε κόσμο όμως..πολύ κόσμο κι εγώ δεν ήμουν τόσο δυνατή ώστε να αρχίσω να τους πετώ όλους έναν έναν από εκεί μέσα. Νιώθω πολύ χαζή που κάθομαι και σου γράφω. Γράφω σε έναν άγνωστο αλλά θα ήθελα να με γνωρίσεις κι ίσως με την φαντασία μου σε γνωρίσω κι εγώ! Ελπίζω να σε ξανά δω..αλλά η πόλη αυτή είναι τεράστια..χάνεσαι.. Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο μου γράμμα σε εσένα..ίσως σε ονομάσω Φιλοκτήτη..αρχαίος Έλληνας  ήρωας..ίσως σε ονομάσω Όμπερον όπως το ξωτικό στο Όνειρο Θερινής νυκτός. Ακόμα δεν ξέρω πως.. Ερωτεύτηκα ευθύς το βλέμμα σου. Μακάρι να μπορούσα να το περιγράψω με λόγια αυτό το φευγαλέο βλέμμα και μακάρι να μπορούσα να εξηγήσω την ζεστασιά και συνάμα την παγωνιά  που μου άφησε. Στο υπόσχομαι οτι θα σου γράψω κι άλλα γράμματα
Σε φιλώ γλυκά 
Δουλτσινέα
Υ.Γ ναι σε ονόμασα Δον Κιχώτη  ή μήπως πρέπει να σε αποκαλώ με το πραγματικό σου όνομα, Αλόνσο, ας αλλάξω λίγο την ροή της ιστορίας κι ας σε ψάχνω εγώ αγαπημένε μου Δον προσπαθώντας να λύσω τα μάγια σου και δένοντας πιο πολύ τα δικά μου..

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Ο πρίγκιπας που δεν είχε μάθει να του λένε ποτέ όχι..

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα βασίλειο το οποίο βρισκόταν πολύ μακριά από την δική μας χώρα! Αυτό το βασίλειο καλύπτονταν από τεράστιες ποσότητες άμμου και κάποιοι σοφοί το ονόμαζαν και έρημο. Σε αυτή την έρημο λοιπόν υπήρχε ένα παλάτι αλλά όχι σαν αυτά που ξέρουμε. Ήταν με πολύχρωμα πετράδια και περίεργες τέντες! Σε αυτό το παλάτι λοιπόν κατοικούσαν ο βασιλιάς κι η βασίλισσα του βασιλείου. Αυτοί δεν είχαν  παιδί άλλα μετά από πολλές προσπάθειες απέκτησαν ένα όμορφο αγοράκι. Ήταν ένα αξιαγάπητο παιδί και πανέμορφο. Μόνο που είχε ένα κακό ..δεν είχε μάθει ποτέ να του λένε όχι σε ότι κι αν ήθελε! Κι έτσι τα χρόνια περνούσαν κι αυτός μεγάλωνε και κάποτε χρειάστηκε να φύγει μακριά από το παλάτι του γιατί γινόταν πόλεμος κι ο πρίγκιπας έπρεπε να είναι ο πρώτος στην μάχη ! Ένα βράδυ λοιπόν εκεί που καθόταν και συζητούσαν με τους υπόλοιπους στρατιώτες για την μάχη είδε μια όμορφη κοπελιά να χορεύει ! Χόρευε σαν νεράιδα. Του φάνηκε ότι τα πόδια της δεν πατούσαν στην γη. Την ερωτεύτηκε και ήθελε αμέσως να την κάνει γυναίκα του. Σηκώθηκε και πήγε κοντά της.
-θα γίνεις γυναίκα μου, της ανακοίνωσε.
-Ποιος είσαι εσύ που με διακόπτεις τον χορό;
-Είμαι ο πρίγκιπας του βασιλείου και αποφάσισα να σε παντρευτώ!
-Όχι του είπε αυτή και συνέχισε τον χορό της σαν να μην είχε γίνει ποτέ η συζήτηση.
Ο πρίγκιπας μας τρελάθηκε! Κανείς δεν του έλεγε όχι! Ποια ήταν αυτή για να αρνηθεί την πρόταση του; Αμέσως διέταξε και την συνέλαβαν και την φυλάκισαν σε μια σκηνή! Της έδεσαν τα πόδια ώστε να μην μπορεί ούτε να χορεύει, ούτε να φύγει κι απ' έξω υπήρχαν στρατιώτες που την φυλουσαν! Κάθε βράδυ πήγαινε στην σκηνή της και την ρωτούσε εάν άλλαξε γνώμη και κάθε βράδυ που την έβλεπε την ερωτευόταν όλο και πιο πολύ και κάθε βράδυ αυτή του έλεγε όχι. Μέχρι που πέρασε καιρός κι ένα από αυτά τα βραδιά ο πρίγκιπας ξανά πήγε στην σκηνή της χορεύτριας μα κάτι είχε αλλάξει πάνω της! Δεν ήταν η ίδια! Ήταν ταλαιπωρημένη, γερασμένη, στεναχωρημενη και τότε ένιωσε άσχημα για αυτήν! Κατάλαβε ότι αυτό που έκανε δεν την έφερνε πιο κοντά του αλλά την σκότωνε σιγά σιγά από την αγάπη του! Και έτσι εκείνο το βράδυ την άφησε να φύγει χαρίζοντας της πίσω την ελευθερία της, την ζωή της γιατί η ελευθεριά καλά μου παιδιά είναι το σημαντικότερο πράγμα που έχει ο άνθρωπος στην ζωή του. Κι αν μου είπαν ψέματα,ψέματα κι εγώ σας λέω..

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Κυνηγώντας τα ξωτικά...

Ξεκίνησα να τρέχω και συνέχισα έτσι...μέσα σε δάση σκοτεινά..κι εκέι έλεγα τρέχω για να αποφύγω τους δαίμονες, τα ξωτικά, τα άγρια ζώα, τα γεράκια..και συνέχισα να τρέχω ακόμα κι όταν βγήκα από τα σκοτεινά δάση..έπεσα πολλές φορές, τα γόνατα μου μάτωναν και ξανά και ξανά κι εγώ δεν έδινα σημασία. Στον δικό μου κόσμο, στο δικό μου μυαλό έπρεπε να τρέχω...ο καθένας εχει τον δικό του σκοπό κι ο δικός μου ήταν αυτός...όταν έμεινα χωρίς πόδια δεν έδωσα σημασία απλά συνέχισα..σερνόμουν με τα χέρια..δάγκωνα το χωμα και μασούσα το χορτάρι..και τα χρόνια πέρασαν κι εγώ μεγάλωσα και δεν είχα πια ουτε χέρια, ήμουν απλά ένα κορμί χωρίς άκρα που προσπαθούσε να τρέξει να ξεφύγει από τους δικούς του δαίμονες, τα δικά του ξωτικά, τα δικά του άγρια ζώα, τα δικά του γεράκια..και δεν άκουσα που μου είπαν ψέματα και συνέχισα ψέματα κι εγώ να λεω...

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Μια φορά κι έναν καιρό...

Μια φορά κι έναν καιρό ήθελα να αλλάξω τον κόσμο...μια φορά κι έναν καιρό με κορόιδευαν που ήθελα να αλλάξω τον κόσμο...μια φορά κι έναν καιρό προσπάθησα ...μια φορά κι έναν καιρό με απογοήτευσαν...μια φορά κι έναν καιρό δεν το έβαλα κάτω...μια φορά κι έναν καιρό προσπάθησα πάλι και πάλι και τώρα πια δεν μπορώ να πω μια φορά κι έναν καιρό...τώρα πια τα παραμύθια τελείωσαν για μένα και φωνάζω βουβός και τρέχω ανάπηρος και γράφω αγράμματος και ξεχνάω προσπαθώντας να θυμηθώ τι έκανα μια φορά κι έναν καιρό... και έζησαν αυτοί καλά κι εγώ ξεκίνησα να κοιτάζω με μισό μάτι αυτούς που προσπαθούσαν να αλλάξουν τον κόσμο..κι έζησαν αυτοί καλά κι εγώ ξεκίνησαν να χλευάζω τους ιδεολόγους...κι έζησαν αυτοί καλά...έζησαν αυτοί καλά κι εγώ τώρα...εγώ τώρα είμαι ασφαλής μέσα στις παρωπίδες μου, και μου είπαν ψέμματα και ψέμματα σας λέω...

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Θάνατος και τέχνη

- Θα ήθελα να μπορώ να ζωγραφίζω. Η μαγεία των χρωμάτων πάνω στο χαρτί με συνεπαίρνει. Κάνεις τις σκέψεις εικόνα, τα συναισθήματα  εκφράσεις, τα λόγια βλέμματα σπινθηροβόλα. Δεν ξέρω εάν μαθαίνει κανείς να ζωγραφίζει ή εάν πρέπει να έχεις κάποιο ταλέντο. Κάπου έχω διαβάσει ότι υπάρχει και το σχέδιο που υπακούει σε κανόνες και μπορεί να το κάνει ο καθένας, αλλά αυτό μου φαίνεται άχρωμο, άνοστο...η τέχνη δεν μπαίνει σε καλούπια...Πρέπει να γυρίσω όμως στο δικό μου καλούπι και στην ρουτίνα μου τώρα. Γι'αυτό ίσως δεν μπόρεσα ποτέ να ζωγραφίσω...

-Ωραία ερώτηση αυτή..δεν μου την έχουν κάνει ξανά. Θα ήθελα να μπορώ να χορέψω μπαλέτο. Ολόκληρο το σώμα στηριγμένο πάνω στις μύτες και η κίνηση των χεριών να δίνει μια εικόνα που να γεννά συγκίνηση, χαρά εμπειρία. Ακούς μια μουσική τόσο παραμυθένια, απόκοσμη και την ντύνεις με συναίσθημα, συναισθήματα που έχεις, που δημιουργείς...νομίζω οτι τα δικά μου συναισθήματα χάθηκαν κάπου στο πέρασμα των. Γι'αυτό ίσως δεν μπόρεσα ποτέ να χορέψω..

- Ο θάνατος; Είναι πολύ μακριά από μένα. Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Θα ήθελα να μπορώ να γραψω όλα αυτά που σκέφτομαι. Να γραφω με τις  ώρες κι αυτά κάποτε να διαβαστούν. Να περάσουν οι ιδέες μου, τα συναισθήματα μου, οι εμπειρίες μου σε κάποιον άλλον, και σε κάποιον άλλον και σε κάποιον άλλον κι από εκεί στην αιωνιότητα, ματαιοδοξία σωστά; Γι'αυτό ίσως ποτέ δεν μπόρεσα να γράψω...

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Πατρίδα...ποια πατρίδα (Ι)



Αύγουστος 1891

    Η ζέστη ήταν αφόρητη. Μεσημέρι κι έξω δεν κινιόταν τίποτα. Η Χρυσούλα είχε μπει στον μήνα της εδώ και δέκα μέρες. Τα δάχτυλα της είχαν πρηστεί τόσο πολύ που πλέον δεν μπορούσε να κάνει καμία δουλειά και τα   πόδια της ήταν τόσο πρησμένα, που πατούμενο δεν της χωρούσε. Δεν ήταν η πρώτη της γέννα κι είχε ένα παιδί να βαστάει στην αγκαλιά της.
   Ένα είχε γεννήσει, ένα της είχε πεθάνει πριν ακόμα γεννηθεί και το τελευταίο το είχε χάσει όταν ήταν δυο ή τριών χρονών, κάπου εκεί. Από μάτι μάλλον πήγε. Καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη της. Αυτό άραγε τι τύχη θα είχε; Τι να’ ταν; Αρσενικό ή θηλυκό;   Αν και πάντα ήθελε ένα κορίτσι. Μια τσούπα θα την ξελάφρωνε από όλες τις δουλειές κι εδώ και στα χωράφια, αλλά ποιος έχασε την τύχη του για να την βρει αυτή; Αγορομάνα ήταν. Τα δύο που είχε γεννήσει αγόρια κι αυτό απ’ ότι της έλεγαν αγόρι θα ήταν.
‘Αρκετά χαζολόγησες κυρα-Χρυσούλα’ σκέφτηκε δυνατά και σηκώθηκε να μαζέψει τα πιάτα για να τα πλύνει και μετά να πάει στο χωράφι και να βρει τον άντρα της μαζί τον μικρό της μήπως βοηθήσει κι αυτή όπου μπορεί. Έτσι είχε μάθει από μικρή. Χρόνος υπάρχει μόνο για δουλειά.
Έπλενε τα πιάτα έξω στην αυλή κι αυτός ο φριχτός ήλιος της            προκαλούσε ίλιγγο. Έκανε το στόμα της να ξεραίνεται, αλλά συνέχιζε την δουλειά της αμίλητη κι απολύτως συγκεντρωμένη.
Ξαφνικά αισθάνθηκε μια σουβλιά χαμηλά στην κοιλιά. Ανάσανε βαριά και συνέχισε. Δεν ήταν τίποτα. Στον πρωτότοκό της πονούσε 15 μέρες πριν γεννήσει κι όλο έλεγε στον Σπήλιο ότι γεννάει κι ο καημένος έτρεχε στην μαμή. Τελικά τον μικρό της, τον Θανασάκη, τον γέννησε στα χωράφια, κοντά στ’   αμπέλια, κάτω από το πλατάνι. Κι άλλος πόνος τώρα. Αυτή την φορά στην μέση. Και πάλι πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. Δυο πιάτα της είχαν μείνει και θα τέλειωνε. Τέλειωσε. Ήταν ιδρωμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Πήγε τα πιάτα μέσα, βρήκε το τράστο της, το φόρεσε και κίνησε για τα χωράφια.
Περπατούσε ξελιγωμένη από τον ήλιο. Το νερό δεν της έφτανε πουθενά. Συνεχώς τα χείλια της ξεραίνονταν από την δίψα. Δεν είχε προχωρήσει πολύ από το σπίτι  όταν πάλι ένας δυνατός πόνος στην μέση την έριξε στο χώμα. Έπεσε προς τα πίσω κι όχι με την κοιλιά. Οι πόνοι τώρα ήταν πιο έντονοι, τόσο πολύ που δεν άντεξε, μια δυνατή στριγκλιά ξέφυγε από το στόμα της, τα πόδια της βράχηκαν. Μια ηρεμούσε και μια σφάδαζε σαν να της ξερίζωναν τα σωθικά.
Γεννούσε. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Είχαν σπάσει τα νερά. Φώναζε μήπως και την ακούσει κανένας εργάτης ή καμιά γυναίκα από το χωριό κι έρθει να την βοηθήσει. Ερημιά. Ψυχή δεν φαινόταν. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα είχαν σχηματιστεί στο μέτωπό της. Έβαλε όλη της την δύναμη να σπρώχνει για να ξεσφηνώσει αυτό το πράγμα που ερχόταν και την έστελνε στην κόλαση από τους πόνους. Προσπαθούσε να δώσει δύναμη στον εαυτό της, αλλά αυτοί οι πόνοι ήταν αλλιώτικοι. Στην πρώτη της γέννα μέσα σε μισή ώρα το παιδί είχε βγει, ενώ αυτό την βασάνιζε κι αυτή δεν ήξερε για πόση ώρα. Ίσως για μια αιωνιότητα,
Δεν άντεχε άλλο. Έχανε σιγά σιγά τις αισθήσεις της. Μπορεί και να πέθαινε. Ήθελε απλά να κοιμηθεί και να ησυχάσει από όλον αυτόν τον πόνο.
‘ Ξύπνα ωρή, ξύπνα. Σπρώξε για το παιδί. Θα το πνίξεις το παιδί σου ωρή’ άκουσε μια φωνή, μάλλον γνωστή, να της λέει.
Ναι το παιδί της. Έπρεπε να συνεχίσει για το παιδί της.
‘Θέμη, Θέμη λέω. Φέρε από μέσα ένα σεντόνι και τις κουτάλες. Έχει σφηνώσει το άτιμο και δεν βγαίνει’ άκουσε η Χρυσούλα πάλι την ίδια φωνή.
Δεν ήξερε τι γινόταν γύρω της. Είχε επικεντρωθεί στη δουλειά που    έπρεπε να κάνει. Να σπρώχνει. Φώναζε, ούρλιαζε. Νόμιζε ότι έπαιρνε δύναμη από τις ίδιες της τις κραυγές. Ξαφνικά ο πόνος έγινε πιο δυνατός. Πάγωσαν τα σωθικά της, ξεσκίστηκε η σάρκα της. Έβγαλε μια δυνατή στριγκλιά και μετά σαν ένα χέρι να την πήρε μακριά. Δεν άκουσε το κλάμα του μωρού, δεν άκουσε τίποτα. Το κορμί της ήταν πλέον χαλαρό. Εντελώς παραδομένη έκλεισε τα μάτια.


Άνοιξε τα μάτια της. Βρισκόταν στο κρεβάτι του σπιτιού της. Όνειρο ήταν αυτό τελικά; Έπιασε την κοιλιά της. Δεν ήταν τόσο φουσκωμένη πλέον, αλλά το ένιωθε κιόλας πως είχε γίνει πάλι μάνα. Ένιωθε πως μέσα σε αυτό το δωμάτιο χτυπούσε μια καρδούλα φτιαγμένη από εκείνη.
‘Σπήλιο, Σπήλιο… πού είσαι;’ είπε και η φωνή της ακουγόταν ξέπνοη.
‘Εδώ είμαι Χρυσούλα. Είχες δύσκολη γέννα’ της είπε ένας άντρας   μετρίου αναστήματος με κοιλίτσα, αλλά πολύ γλυκό πρόσωπο και μάτια καταγάλανα σαν του ουρανού.
‘Το παιδί; Πού είναι το παιδί;’ ρώτησε αυτή ανήσυχα και προσπάθησε να ανασηκωθεί στα χέρια της.
‘Ηρέμησε, ηρέμησε. Καλά είναι. Αγόρι έκανες. Άργησε να κλάψει κι η Αννιώ το χτύπησε αρκετά, αλλά τώρα είναι καλά. Κοιμάται. Μόνο που υπήρξε ένα πρόβλημα… όχι σοβαρό…’
‘Τι Σπήλιο; Τι έγινε; Μην μου παίρνεις την ψυχή…’
‘Το μικρό του δάχτυλο στο ένα χέρι είναι κοκαλωμένο, σαν να είναι   ξένο. Έτσι γεννήθηκε.’