Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Κυνηγώντας τα ξωτικά...

Ξεκίνησα να τρέχω και συνέχισα έτσι...μέσα σε δάση σκοτεινά..κι εκέι έλεγα τρέχω για να αποφύγω τους δαίμονες, τα ξωτικά, τα άγρια ζώα, τα γεράκια..και συνέχισα να τρέχω ακόμα κι όταν βγήκα από τα σκοτεινά δάση..έπεσα πολλές φορές, τα γόνατα μου μάτωναν και ξανά και ξανά κι εγώ δεν έδινα σημασία. Στον δικό μου κόσμο, στο δικό μου μυαλό έπρεπε να τρέχω...ο καθένας εχει τον δικό του σκοπό κι ο δικός μου ήταν αυτός...όταν έμεινα χωρίς πόδια δεν έδωσα σημασία απλά συνέχισα..σερνόμουν με τα χέρια..δάγκωνα το χωμα και μασούσα το χορτάρι..και τα χρόνια πέρασαν κι εγώ μεγάλωσα και δεν είχα πια ουτε χέρια, ήμουν απλά ένα κορμί χωρίς άκρα που προσπαθούσε να τρέξει να ξεφύγει από τους δικούς του δαίμονες, τα δικά του ξωτικά, τα δικά του άγρια ζώα, τα δικά του γεράκια..και δεν άκουσα που μου είπαν ψέματα και συνέχισα ψέματα κι εγώ να λεω...

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Μια φορά κι έναν καιρό...

Μια φορά κι έναν καιρό ήθελα να αλλάξω τον κόσμο...μια φορά κι έναν καιρό με κορόιδευαν που ήθελα να αλλάξω τον κόσμο...μια φορά κι έναν καιρό προσπάθησα ...μια φορά κι έναν καιρό με απογοήτευσαν...μια φορά κι έναν καιρό δεν το έβαλα κάτω...μια φορά κι έναν καιρό προσπάθησα πάλι και πάλι και τώρα πια δεν μπορώ να πω μια φορά κι έναν καιρό...τώρα πια τα παραμύθια τελείωσαν για μένα και φωνάζω βουβός και τρέχω ανάπηρος και γράφω αγράμματος και ξεχνάω προσπαθώντας να θυμηθώ τι έκανα μια φορά κι έναν καιρό... και έζησαν αυτοί καλά κι εγώ ξεκίνησα να κοιτάζω με μισό μάτι αυτούς που προσπαθούσαν να αλλάξουν τον κόσμο..κι έζησαν αυτοί καλά κι εγώ ξεκίνησαν να χλευάζω τους ιδεολόγους...κι έζησαν αυτοί καλά...έζησαν αυτοί καλά κι εγώ τώρα...εγώ τώρα είμαι ασφαλής μέσα στις παρωπίδες μου, και μου είπαν ψέμματα και ψέμματα σας λέω...

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Θάνατος και τέχνη

- Θα ήθελα να μπορώ να ζωγραφίζω. Η μαγεία των χρωμάτων πάνω στο χαρτί με συνεπαίρνει. Κάνεις τις σκέψεις εικόνα, τα συναισθήματα  εκφράσεις, τα λόγια βλέμματα σπινθηροβόλα. Δεν ξέρω εάν μαθαίνει κανείς να ζωγραφίζει ή εάν πρέπει να έχεις κάποιο ταλέντο. Κάπου έχω διαβάσει ότι υπάρχει και το σχέδιο που υπακούει σε κανόνες και μπορεί να το κάνει ο καθένας, αλλά αυτό μου φαίνεται άχρωμο, άνοστο...η τέχνη δεν μπαίνει σε καλούπια...Πρέπει να γυρίσω όμως στο δικό μου καλούπι και στην ρουτίνα μου τώρα. Γι'αυτό ίσως δεν μπόρεσα ποτέ να ζωγραφίσω...

-Ωραία ερώτηση αυτή..δεν μου την έχουν κάνει ξανά. Θα ήθελα να μπορώ να χορέψω μπαλέτο. Ολόκληρο το σώμα στηριγμένο πάνω στις μύτες και η κίνηση των χεριών να δίνει μια εικόνα που να γεννά συγκίνηση, χαρά εμπειρία. Ακούς μια μουσική τόσο παραμυθένια, απόκοσμη και την ντύνεις με συναίσθημα, συναισθήματα που έχεις, που δημιουργείς...νομίζω οτι τα δικά μου συναισθήματα χάθηκαν κάπου στο πέρασμα των. Γι'αυτό ίσως δεν μπόρεσα ποτέ να χορέψω..

- Ο θάνατος; Είναι πολύ μακριά από μένα. Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Θα ήθελα να μπορώ να γραψω όλα αυτά που σκέφτομαι. Να γραφω με τις  ώρες κι αυτά κάποτε να διαβαστούν. Να περάσουν οι ιδέες μου, τα συναισθήματα μου, οι εμπειρίες μου σε κάποιον άλλον, και σε κάποιον άλλον και σε κάποιον άλλον κι από εκεί στην αιωνιότητα, ματαιοδοξία σωστά; Γι'αυτό ίσως ποτέ δεν μπόρεσα να γράψω...

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Πατρίδα...ποια πατρίδα (Ι)



Αύγουστος 1891

    Η ζέστη ήταν αφόρητη. Μεσημέρι κι έξω δεν κινιόταν τίποτα. Η Χρυσούλα είχε μπει στον μήνα της εδώ και δέκα μέρες. Τα δάχτυλα της είχαν πρηστεί τόσο πολύ που πλέον δεν μπορούσε να κάνει καμία δουλειά και τα   πόδια της ήταν τόσο πρησμένα, που πατούμενο δεν της χωρούσε. Δεν ήταν η πρώτη της γέννα κι είχε ένα παιδί να βαστάει στην αγκαλιά της.
   Ένα είχε γεννήσει, ένα της είχε πεθάνει πριν ακόμα γεννηθεί και το τελευταίο το είχε χάσει όταν ήταν δυο ή τριών χρονών, κάπου εκεί. Από μάτι μάλλον πήγε. Καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη της. Αυτό άραγε τι τύχη θα είχε; Τι να’ ταν; Αρσενικό ή θηλυκό;   Αν και πάντα ήθελε ένα κορίτσι. Μια τσούπα θα την ξελάφρωνε από όλες τις δουλειές κι εδώ και στα χωράφια, αλλά ποιος έχασε την τύχη του για να την βρει αυτή; Αγορομάνα ήταν. Τα δύο που είχε γεννήσει αγόρια κι αυτό απ’ ότι της έλεγαν αγόρι θα ήταν.
‘Αρκετά χαζολόγησες κυρα-Χρυσούλα’ σκέφτηκε δυνατά και σηκώθηκε να μαζέψει τα πιάτα για να τα πλύνει και μετά να πάει στο χωράφι και να βρει τον άντρα της μαζί τον μικρό της μήπως βοηθήσει κι αυτή όπου μπορεί. Έτσι είχε μάθει από μικρή. Χρόνος υπάρχει μόνο για δουλειά.
Έπλενε τα πιάτα έξω στην αυλή κι αυτός ο φριχτός ήλιος της            προκαλούσε ίλιγγο. Έκανε το στόμα της να ξεραίνεται, αλλά συνέχιζε την δουλειά της αμίλητη κι απολύτως συγκεντρωμένη.
Ξαφνικά αισθάνθηκε μια σουβλιά χαμηλά στην κοιλιά. Ανάσανε βαριά και συνέχισε. Δεν ήταν τίποτα. Στον πρωτότοκό της πονούσε 15 μέρες πριν γεννήσει κι όλο έλεγε στον Σπήλιο ότι γεννάει κι ο καημένος έτρεχε στην μαμή. Τελικά τον μικρό της, τον Θανασάκη, τον γέννησε στα χωράφια, κοντά στ’   αμπέλια, κάτω από το πλατάνι. Κι άλλος πόνος τώρα. Αυτή την φορά στην μέση. Και πάλι πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. Δυο πιάτα της είχαν μείνει και θα τέλειωνε. Τέλειωσε. Ήταν ιδρωμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Πήγε τα πιάτα μέσα, βρήκε το τράστο της, το φόρεσε και κίνησε για τα χωράφια.
Περπατούσε ξελιγωμένη από τον ήλιο. Το νερό δεν της έφτανε πουθενά. Συνεχώς τα χείλια της ξεραίνονταν από την δίψα. Δεν είχε προχωρήσει πολύ από το σπίτι  όταν πάλι ένας δυνατός πόνος στην μέση την έριξε στο χώμα. Έπεσε προς τα πίσω κι όχι με την κοιλιά. Οι πόνοι τώρα ήταν πιο έντονοι, τόσο πολύ που δεν άντεξε, μια δυνατή στριγκλιά ξέφυγε από το στόμα της, τα πόδια της βράχηκαν. Μια ηρεμούσε και μια σφάδαζε σαν να της ξερίζωναν τα σωθικά.
Γεννούσε. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Είχαν σπάσει τα νερά. Φώναζε μήπως και την ακούσει κανένας εργάτης ή καμιά γυναίκα από το χωριό κι έρθει να την βοηθήσει. Ερημιά. Ψυχή δεν φαινόταν. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα είχαν σχηματιστεί στο μέτωπό της. Έβαλε όλη της την δύναμη να σπρώχνει για να ξεσφηνώσει αυτό το πράγμα που ερχόταν και την έστελνε στην κόλαση από τους πόνους. Προσπαθούσε να δώσει δύναμη στον εαυτό της, αλλά αυτοί οι πόνοι ήταν αλλιώτικοι. Στην πρώτη της γέννα μέσα σε μισή ώρα το παιδί είχε βγει, ενώ αυτό την βασάνιζε κι αυτή δεν ήξερε για πόση ώρα. Ίσως για μια αιωνιότητα,
Δεν άντεχε άλλο. Έχανε σιγά σιγά τις αισθήσεις της. Μπορεί και να πέθαινε. Ήθελε απλά να κοιμηθεί και να ησυχάσει από όλον αυτόν τον πόνο.
‘ Ξύπνα ωρή, ξύπνα. Σπρώξε για το παιδί. Θα το πνίξεις το παιδί σου ωρή’ άκουσε μια φωνή, μάλλον γνωστή, να της λέει.
Ναι το παιδί της. Έπρεπε να συνεχίσει για το παιδί της.
‘Θέμη, Θέμη λέω. Φέρε από μέσα ένα σεντόνι και τις κουτάλες. Έχει σφηνώσει το άτιμο και δεν βγαίνει’ άκουσε η Χρυσούλα πάλι την ίδια φωνή.
Δεν ήξερε τι γινόταν γύρω της. Είχε επικεντρωθεί στη δουλειά που    έπρεπε να κάνει. Να σπρώχνει. Φώναζε, ούρλιαζε. Νόμιζε ότι έπαιρνε δύναμη από τις ίδιες της τις κραυγές. Ξαφνικά ο πόνος έγινε πιο δυνατός. Πάγωσαν τα σωθικά της, ξεσκίστηκε η σάρκα της. Έβγαλε μια δυνατή στριγκλιά και μετά σαν ένα χέρι να την πήρε μακριά. Δεν άκουσε το κλάμα του μωρού, δεν άκουσε τίποτα. Το κορμί της ήταν πλέον χαλαρό. Εντελώς παραδομένη έκλεισε τα μάτια.


Άνοιξε τα μάτια της. Βρισκόταν στο κρεβάτι του σπιτιού της. Όνειρο ήταν αυτό τελικά; Έπιασε την κοιλιά της. Δεν ήταν τόσο φουσκωμένη πλέον, αλλά το ένιωθε κιόλας πως είχε γίνει πάλι μάνα. Ένιωθε πως μέσα σε αυτό το δωμάτιο χτυπούσε μια καρδούλα φτιαγμένη από εκείνη.
‘Σπήλιο, Σπήλιο… πού είσαι;’ είπε και η φωνή της ακουγόταν ξέπνοη.
‘Εδώ είμαι Χρυσούλα. Είχες δύσκολη γέννα’ της είπε ένας άντρας   μετρίου αναστήματος με κοιλίτσα, αλλά πολύ γλυκό πρόσωπο και μάτια καταγάλανα σαν του ουρανού.
‘Το παιδί; Πού είναι το παιδί;’ ρώτησε αυτή ανήσυχα και προσπάθησε να ανασηκωθεί στα χέρια της.
‘Ηρέμησε, ηρέμησε. Καλά είναι. Αγόρι έκανες. Άργησε να κλάψει κι η Αννιώ το χτύπησε αρκετά, αλλά τώρα είναι καλά. Κοιμάται. Μόνο που υπήρξε ένα πρόβλημα… όχι σοβαρό…’
‘Τι Σπήλιο; Τι έγινε; Μην μου παίρνεις την ψυχή…’
‘Το μικρό του δάχτυλο στο ένα χέρι είναι κοκαλωμένο, σαν να είναι   ξένο. Έτσι γεννήθηκε.’


Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Η γελωτοποιός που έτρεχε....

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα κάστρο, που βρισκόταν πολύ μακριά από την δική μας χώρα ζούσε μια μικρή γελωτοποιός. Η οικογένεια της ήταν γνωστή οικογένεια γελωτοποιών και δεν της χαλούσαν ποτέ χατίρι. Όταν πέρασαν τα χρόνια κι αποφάσισε να σπουδάσει ένα επάγγελμα, διάλεξε αυτό του γελωτοποιού. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ήταν οικογενειακή της κληρονομιά, αλλά της άρεσε να κάνει τον κόσμο να γελάει και να ξεχνάει τα προβλήματα του. Η μικρή μας γελωτοποιός ήταν καλή, χρυσή κι είχε όλα τα καλά του κόσμου, είχε ένα μεγάλο κακό όμως...πάντα βιαζόταν...τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Τελείωσε, λοιπόν την μεγάλη σχολή των γελωτοποιών κι ήρθε η ώρα να ψάξει για δουλειά, αλλά δεν μπορούσε να περιμένει καθόλου μέχρι να βρει, ήθελε σώνει και ντε να βρει την επόμενη μέρα. Τι να κάνει λοιπόν κι ο καημένος ο πατέρας της ο μεγαλογελωτοποιός πήγε και παρακάλεσε τον βασιλιά του κάστρου να δεχτεί την κόρη του στην δούλεψη του. Ο βασιλιάς δέχτηκε με χαρά, γιατί χρόνια συνεργαζόταν με την οικογένεια των γελωτοποιών. Η μικρή τα πήγαινε καλά στην δουλειά κι όταν ο βασιλιάς της πέταξε ένα χάλκινο φλουρί γιατί του άρεσαν τα κόλπα της αυτή πήγε χωρίς δεύτερη σκέψη κι αγόρασε ένα καπέλο, ξέρετε αυτό με τα τρελά κουδουνάκια που κάνουν περίεργους ήχους όταν χοροπηδάς. Κι η δουλειά συνεχιζόταν κι ο βασιλιάς έμενε ευχαριστημένος και μετά από κάμποσες μέρες της πέταξε ένα ασημένιο φλουρί. Χωρίς δεύτερη σκέψη η μικρή μας γελωτοποιός πήγε και πήρε μπογιές για να ζωγραφίζει στο πρόσωπο της αστείες γκριμάτσες, οι γονείς της όμως την συμβούλεψαν να μην χαλάει όλα της τα χρήματα και να κρατάει κάτι στην άκρη. Σιγά μην τους άκουγε όμως...αυτή ήξερε τι έκανε. Είχε δουλειά κι αφού είχε δουλειά θα είχε και πάντα λεφτά. Έτσι λοιπόν όταν ο βασιλιάς της πέταξε ένα χρυσό φλουρί, αυτή πήγε κι αγόρασε μια ρόδα με πετάλι για να κάνει κόλπα και φιγούρα, γιατί η μικρή μας φίλη είχε ρόδα, αλλά δεν ήταν καινούρια και δεν γυάλιζε. Κι η ρόδα αγοράστηκε. Σε ένα κόλπο περίπλοκο πολύ όμως, που είχε σάλτο στον αέρα και δυο τούμπες ακούστηκε ένα ξαφνικό κρατς, ένα πολύ δυνατό κρατς και τα ρούχα της μικρής γελωτοποιού σχίστηκαν. Τότε σκέφτηκε πως εάν είχε κρατήσει τα χρήματα που είχε μαζέψει θα μπορούσε να πάρει μια νέα αλλαξιά ρούχα και να συνεχίσει την δουλειά της...τώρα τι έγινε μετά δηλαδή εάν η μικρή μας γελωτοποιός βρήκε τα λεφτά να πάρει καινούρια ρούχα ή εάν έχασε την δουλειά της γιατί ο λαγός που μου έλεγε την ιστορία βιαζόταν  κάπου να πάει κι έφυγε τρέχοντας...τώρα εάν μου είπε ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω..

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Η φωτιά που άλλαξε χρώμα...

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα δάσος μεγάλο και πυκνό πολύ μακριά από την δική μας χώρα υπήρχε ένα μικρό ξύλινο σπίτι. Περισσότερο με καλύβα έμοιαζε. Σε αυτή την καλύβα λοιπόν ζούσε μια μικρή γελωτοποιός, ξέρετε από αυτές με τα περίεργα κουδουνάκια που όταν κάνουν τούμπες, αυτά κουδουνίζουν περίεργα. Στο σπίτι είχε πολλά λουλούδια γιατί τους άρεσε η συντροφιά τους και δυο ζωάκια μικρά. Μια γάτα κι έναν λαγό. Κάθε πρωί όλοι πήγαιναν στις δουλειές του και το βράδυ γύριζαν, έτρωγαν και κάθονταν μπροστά στο τζάκι κι έλεγαν πως τα πέρασαν. Η μικρή γελωτοποιός εδώ και πολύ καιρό είχε αρχίσει να είναι κατσούφα, της έλειπε μια ανθρώπινη συντροφιά, αγαπούσε τα λουλούδια της, αγαπούσε τα ζωάκια της αλλά ήθελε κάποιον άλλο γελωτοποιό ή μπορεί και τον πρίγκιπα του κάστρου όπου δούλευε να παίζει, να χορεύει, να του λέει τα αστεία της. Οι φίλοι της, προσπαθούσαν να της συμπαρασταθούν. Η γάτα της έφερε ένα ποντίκι να δώσει παράσταση μήπως και να της φτιάξει το κέφι, τίποτα. Ο λαγός διοργάνωσε αγώνα δρόμου με την χελώνα και την άφησε να κερδίσει, μα πάλι τίποτα. Η μικρή μας γελωτοποιός γινόταν μέρα με την μέρα όλο και χειρότερα. Τόσο που δεν κατάλαβε ότι οι φίλοι της τα ζώα είχαν φύγει και τα λουλούδια της είχαν μαραθεί. Ένα βράδυ λοιπόν που συνέχισε να γκρινιάζει στην φωτιά, αυτή άλλαξε χρώμα κι από κόκκινη έγινε πράσινη και της μίλησε. Της είπε να κοιτάξει γύρω της και να δει τι είχε καταφέρει με την γκρίνια της. Ούτε ανθρώπινη συντροφιά είχε βρει, αλλά είχε διώξει και τους φίλους της από δίπλα της. Κι αυτή ξαφνικά κατάλαβε τι είχε κάνει κι έτρεξε στην πόρτα. Τώρα τι έγινε καλά μου παιδιά δεν ξέρω, εάν δηλαδή βρήκε τους παλιούς της φίλους, ή βρήκε την ανθρώπινη συντροφιά που τόσο έψαχνε ή βρήκε άλλους καινούριους γιατί το ποντίκι που μου έλεγε την ιστορία το είχαν καλέσει να δώσει κάπου μια χριστουγεννιάτικη παράσταση και βιαζόταν να φύγει. Τώρα εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Ο καλικάντζαρος που κατέστρεφε τα Χριστούγεννα

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακρινό από την δική μας χώρα υπήρχε ένα μικρό κι όμορφο χωριό. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τις δουλειές τους και αγαπούσαν ο ένας τον άλλον. Η καλύτερη εποχή του χρόνου ήταν γι' αυτούς τα Χριστούγεννα γιατί στόλιζαν το μεγάλο δέντρο της πλατείας, έψελναν χριστουγεννιάτικα τραγούδια και μοίραζαν γλυκά, ζεστά χαμόγελα και αγκαλιές. Κάτω από αυτό το χωριό, όμως ζούσε ένας μικρός καλικάντζαρος. Είχε μυτερά αυτιά και μακριά μουσούδα και φορούσε ένα πράσινο σκουφί. Αυτός λοιπόν ο καλικάντζαρος έβγαινε στην επιφάνεια της γης και γινόταν φίλος με κάποιο παιδάκι, μετά έλεγε ότι ήταν μόνος του κι έκλαιγε και τα παιδιά τον φιλοξενούσαν σπίτι τους. Ο κύριος καλικάντζαρος λοιπόν, σηκωνόταν το βράδυ κι έτρωγε τα μπισκότα και το γάλα που άφηναν τα παιδιά για τον Αη Βασίλη, αυτός δεν τα έβρισκε και δεν άφηνε τα δώρα του, οπότε την άλλη μέρα τα παιδιά έψαχναν κάτω από το έλατο, μέσα στις κάλτσες του τζακιού και δεν έβρισκαν τίποτα. στεναχωρούνταν κι έτσι τα Χριστούγεννα τους χαλούσαν. Ο καλικάντζαρος έτριβε τα χέρια του από ικανοποιήση και εξαφανιζόταν στα έγκατα της γης μέχρι την νέα χρόνια. Έτσι και φέτος, λοιπόν βγήκε στην επιφάνεια της γης και το πρώτο παιδάκι που είδε του έπιασε την κουβέντα. Με τα πολλά και τα λίγα καλά μου παιδιά έγιναν φίλοι με το παιδάκι κι αυτό προθυμοποιήθηκε να τον φιλοξενήσει σπίτι του. Το μικρό μας παιδάκι όμως την είχε πατήσει από τον καλικάντζαρο  και δεν ήθελε να την πατήσει και δεύτερη φορά, έτσι το βράδυ ενώ έκανε πως κοιμόταν άκουσε τον καλικάντζαρο σιγά σιγά να σηκώνεται από το κρεβάτι του και να πηγαίνει να φάει τα μπισκότα και το γάλα και ξαφνικά το έπιασε στα πράσα. Αυτός ξεκίνησε να τρέχει κι από πίσω του το παιδάκι κι από πίσω του η μαμά του κι από πίσω ο μπαμπάς του κι από πίσω του ο θείος του και για να μην τα πολυλογώ ολόκληρο το χωριό. Τώρα εάν τον έπιασαν τον καλικάντζαρο δεν ξέρω γιατί ο Ρούντολφ που μου έλεγε την ιστορία έχει γεράσει λίγο και δεν θυμόταν καλά. Τώρα εάν μου είπε ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω...