Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Πατρίδα...ποια πατρίδα (Ι)



Αύγουστος 1891

    Η ζέστη ήταν αφόρητη. Μεσημέρι κι έξω δεν κινιόταν τίποτα. Η Χρυσούλα είχε μπει στον μήνα της εδώ και δέκα μέρες. Τα δάχτυλα της είχαν πρηστεί τόσο πολύ που πλέον δεν μπορούσε να κάνει καμία δουλειά και τα   πόδια της ήταν τόσο πρησμένα, που πατούμενο δεν της χωρούσε. Δεν ήταν η πρώτη της γέννα κι είχε ένα παιδί να βαστάει στην αγκαλιά της.
   Ένα είχε γεννήσει, ένα της είχε πεθάνει πριν ακόμα γεννηθεί και το τελευταίο το είχε χάσει όταν ήταν δυο ή τριών χρονών, κάπου εκεί. Από μάτι μάλλον πήγε. Καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη της. Αυτό άραγε τι τύχη θα είχε; Τι να’ ταν; Αρσενικό ή θηλυκό;   Αν και πάντα ήθελε ένα κορίτσι. Μια τσούπα θα την ξελάφρωνε από όλες τις δουλειές κι εδώ και στα χωράφια, αλλά ποιος έχασε την τύχη του για να την βρει αυτή; Αγορομάνα ήταν. Τα δύο που είχε γεννήσει αγόρια κι αυτό απ’ ότι της έλεγαν αγόρι θα ήταν.
‘Αρκετά χαζολόγησες κυρα-Χρυσούλα’ σκέφτηκε δυνατά και σηκώθηκε να μαζέψει τα πιάτα για να τα πλύνει και μετά να πάει στο χωράφι και να βρει τον άντρα της μαζί τον μικρό της μήπως βοηθήσει κι αυτή όπου μπορεί. Έτσι είχε μάθει από μικρή. Χρόνος υπάρχει μόνο για δουλειά.
Έπλενε τα πιάτα έξω στην αυλή κι αυτός ο φριχτός ήλιος της            προκαλούσε ίλιγγο. Έκανε το στόμα της να ξεραίνεται, αλλά συνέχιζε την δουλειά της αμίλητη κι απολύτως συγκεντρωμένη.
Ξαφνικά αισθάνθηκε μια σουβλιά χαμηλά στην κοιλιά. Ανάσανε βαριά και συνέχισε. Δεν ήταν τίποτα. Στον πρωτότοκό της πονούσε 15 μέρες πριν γεννήσει κι όλο έλεγε στον Σπήλιο ότι γεννάει κι ο καημένος έτρεχε στην μαμή. Τελικά τον μικρό της, τον Θανασάκη, τον γέννησε στα χωράφια, κοντά στ’   αμπέλια, κάτω από το πλατάνι. Κι άλλος πόνος τώρα. Αυτή την φορά στην μέση. Και πάλι πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. Δυο πιάτα της είχαν μείνει και θα τέλειωνε. Τέλειωσε. Ήταν ιδρωμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Πήγε τα πιάτα μέσα, βρήκε το τράστο της, το φόρεσε και κίνησε για τα χωράφια.
Περπατούσε ξελιγωμένη από τον ήλιο. Το νερό δεν της έφτανε πουθενά. Συνεχώς τα χείλια της ξεραίνονταν από την δίψα. Δεν είχε προχωρήσει πολύ από το σπίτι  όταν πάλι ένας δυνατός πόνος στην μέση την έριξε στο χώμα. Έπεσε προς τα πίσω κι όχι με την κοιλιά. Οι πόνοι τώρα ήταν πιο έντονοι, τόσο πολύ που δεν άντεξε, μια δυνατή στριγκλιά ξέφυγε από το στόμα της, τα πόδια της βράχηκαν. Μια ηρεμούσε και μια σφάδαζε σαν να της ξερίζωναν τα σωθικά.
Γεννούσε. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Είχαν σπάσει τα νερά. Φώναζε μήπως και την ακούσει κανένας εργάτης ή καμιά γυναίκα από το χωριό κι έρθει να την βοηθήσει. Ερημιά. Ψυχή δεν φαινόταν. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα είχαν σχηματιστεί στο μέτωπό της. Έβαλε όλη της την δύναμη να σπρώχνει για να ξεσφηνώσει αυτό το πράγμα που ερχόταν και την έστελνε στην κόλαση από τους πόνους. Προσπαθούσε να δώσει δύναμη στον εαυτό της, αλλά αυτοί οι πόνοι ήταν αλλιώτικοι. Στην πρώτη της γέννα μέσα σε μισή ώρα το παιδί είχε βγει, ενώ αυτό την βασάνιζε κι αυτή δεν ήξερε για πόση ώρα. Ίσως για μια αιωνιότητα,
Δεν άντεχε άλλο. Έχανε σιγά σιγά τις αισθήσεις της. Μπορεί και να πέθαινε. Ήθελε απλά να κοιμηθεί και να ησυχάσει από όλον αυτόν τον πόνο.
‘ Ξύπνα ωρή, ξύπνα. Σπρώξε για το παιδί. Θα το πνίξεις το παιδί σου ωρή’ άκουσε μια φωνή, μάλλον γνωστή, να της λέει.
Ναι το παιδί της. Έπρεπε να συνεχίσει για το παιδί της.
‘Θέμη, Θέμη λέω. Φέρε από μέσα ένα σεντόνι και τις κουτάλες. Έχει σφηνώσει το άτιμο και δεν βγαίνει’ άκουσε η Χρυσούλα πάλι την ίδια φωνή.
Δεν ήξερε τι γινόταν γύρω της. Είχε επικεντρωθεί στη δουλειά που    έπρεπε να κάνει. Να σπρώχνει. Φώναζε, ούρλιαζε. Νόμιζε ότι έπαιρνε δύναμη από τις ίδιες της τις κραυγές. Ξαφνικά ο πόνος έγινε πιο δυνατός. Πάγωσαν τα σωθικά της, ξεσκίστηκε η σάρκα της. Έβγαλε μια δυνατή στριγκλιά και μετά σαν ένα χέρι να την πήρε μακριά. Δεν άκουσε το κλάμα του μωρού, δεν άκουσε τίποτα. Το κορμί της ήταν πλέον χαλαρό. Εντελώς παραδομένη έκλεισε τα μάτια.


Άνοιξε τα μάτια της. Βρισκόταν στο κρεβάτι του σπιτιού της. Όνειρο ήταν αυτό τελικά; Έπιασε την κοιλιά της. Δεν ήταν τόσο φουσκωμένη πλέον, αλλά το ένιωθε κιόλας πως είχε γίνει πάλι μάνα. Ένιωθε πως μέσα σε αυτό το δωμάτιο χτυπούσε μια καρδούλα φτιαγμένη από εκείνη.
‘Σπήλιο, Σπήλιο… πού είσαι;’ είπε και η φωνή της ακουγόταν ξέπνοη.
‘Εδώ είμαι Χρυσούλα. Είχες δύσκολη γέννα’ της είπε ένας άντρας   μετρίου αναστήματος με κοιλίτσα, αλλά πολύ γλυκό πρόσωπο και μάτια καταγάλανα σαν του ουρανού.
‘Το παιδί; Πού είναι το παιδί;’ ρώτησε αυτή ανήσυχα και προσπάθησε να ανασηκωθεί στα χέρια της.
‘Ηρέμησε, ηρέμησε. Καλά είναι. Αγόρι έκανες. Άργησε να κλάψει κι η Αννιώ το χτύπησε αρκετά, αλλά τώρα είναι καλά. Κοιμάται. Μόνο που υπήρξε ένα πρόβλημα… όχι σοβαρό…’
‘Τι Σπήλιο; Τι έγινε; Μην μου παίρνεις την ψυχή…’
‘Το μικρό του δάχτυλο στο ένα χέρι είναι κοκαλωμένο, σαν να είναι   ξένο. Έτσι γεννήθηκε.’


Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Η γελωτοποιός που έτρεχε....

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα κάστρο, που βρισκόταν πολύ μακριά από την δική μας χώρα ζούσε μια μικρή γελωτοποιός. Η οικογένεια της ήταν γνωστή οικογένεια γελωτοποιών και δεν της χαλούσαν ποτέ χατίρι. Όταν πέρασαν τα χρόνια κι αποφάσισε να σπουδάσει ένα επάγγελμα, διάλεξε αυτό του γελωτοποιού. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ήταν οικογενειακή της κληρονομιά, αλλά της άρεσε να κάνει τον κόσμο να γελάει και να ξεχνάει τα προβλήματα του. Η μικρή μας γελωτοποιός ήταν καλή, χρυσή κι είχε όλα τα καλά του κόσμου, είχε ένα μεγάλο κακό όμως...πάντα βιαζόταν...τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Τελείωσε, λοιπόν την μεγάλη σχολή των γελωτοποιών κι ήρθε η ώρα να ψάξει για δουλειά, αλλά δεν μπορούσε να περιμένει καθόλου μέχρι να βρει, ήθελε σώνει και ντε να βρει την επόμενη μέρα. Τι να κάνει λοιπόν κι ο καημένος ο πατέρας της ο μεγαλογελωτοποιός πήγε και παρακάλεσε τον βασιλιά του κάστρου να δεχτεί την κόρη του στην δούλεψη του. Ο βασιλιάς δέχτηκε με χαρά, γιατί χρόνια συνεργαζόταν με την οικογένεια των γελωτοποιών. Η μικρή τα πήγαινε καλά στην δουλειά κι όταν ο βασιλιάς της πέταξε ένα χάλκινο φλουρί γιατί του άρεσαν τα κόλπα της αυτή πήγε χωρίς δεύτερη σκέψη κι αγόρασε ένα καπέλο, ξέρετε αυτό με τα τρελά κουδουνάκια που κάνουν περίεργους ήχους όταν χοροπηδάς. Κι η δουλειά συνεχιζόταν κι ο βασιλιάς έμενε ευχαριστημένος και μετά από κάμποσες μέρες της πέταξε ένα ασημένιο φλουρί. Χωρίς δεύτερη σκέψη η μικρή μας γελωτοποιός πήγε και πήρε μπογιές για να ζωγραφίζει στο πρόσωπο της αστείες γκριμάτσες, οι γονείς της όμως την συμβούλεψαν να μην χαλάει όλα της τα χρήματα και να κρατάει κάτι στην άκρη. Σιγά μην τους άκουγε όμως...αυτή ήξερε τι έκανε. Είχε δουλειά κι αφού είχε δουλειά θα είχε και πάντα λεφτά. Έτσι λοιπόν όταν ο βασιλιάς της πέταξε ένα χρυσό φλουρί, αυτή πήγε κι αγόρασε μια ρόδα με πετάλι για να κάνει κόλπα και φιγούρα, γιατί η μικρή μας φίλη είχε ρόδα, αλλά δεν ήταν καινούρια και δεν γυάλιζε. Κι η ρόδα αγοράστηκε. Σε ένα κόλπο περίπλοκο πολύ όμως, που είχε σάλτο στον αέρα και δυο τούμπες ακούστηκε ένα ξαφνικό κρατς, ένα πολύ δυνατό κρατς και τα ρούχα της μικρής γελωτοποιού σχίστηκαν. Τότε σκέφτηκε πως εάν είχε κρατήσει τα χρήματα που είχε μαζέψει θα μπορούσε να πάρει μια νέα αλλαξιά ρούχα και να συνεχίσει την δουλειά της...τώρα τι έγινε μετά δηλαδή εάν η μικρή μας γελωτοποιός βρήκε τα λεφτά να πάρει καινούρια ρούχα ή εάν έχασε την δουλειά της γιατί ο λαγός που μου έλεγε την ιστορία βιαζόταν  κάπου να πάει κι έφυγε τρέχοντας...τώρα εάν μου είπε ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω..

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Η φωτιά που άλλαξε χρώμα...

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα δάσος μεγάλο και πυκνό πολύ μακριά από την δική μας χώρα υπήρχε ένα μικρό ξύλινο σπίτι. Περισσότερο με καλύβα έμοιαζε. Σε αυτή την καλύβα λοιπόν ζούσε μια μικρή γελωτοποιός, ξέρετε από αυτές με τα περίεργα κουδουνάκια που όταν κάνουν τούμπες, αυτά κουδουνίζουν περίεργα. Στο σπίτι είχε πολλά λουλούδια γιατί τους άρεσε η συντροφιά τους και δυο ζωάκια μικρά. Μια γάτα κι έναν λαγό. Κάθε πρωί όλοι πήγαιναν στις δουλειές του και το βράδυ γύριζαν, έτρωγαν και κάθονταν μπροστά στο τζάκι κι έλεγαν πως τα πέρασαν. Η μικρή γελωτοποιός εδώ και πολύ καιρό είχε αρχίσει να είναι κατσούφα, της έλειπε μια ανθρώπινη συντροφιά, αγαπούσε τα λουλούδια της, αγαπούσε τα ζωάκια της αλλά ήθελε κάποιον άλλο γελωτοποιό ή μπορεί και τον πρίγκιπα του κάστρου όπου δούλευε να παίζει, να χορεύει, να του λέει τα αστεία της. Οι φίλοι της, προσπαθούσαν να της συμπαρασταθούν. Η γάτα της έφερε ένα ποντίκι να δώσει παράσταση μήπως και να της φτιάξει το κέφι, τίποτα. Ο λαγός διοργάνωσε αγώνα δρόμου με την χελώνα και την άφησε να κερδίσει, μα πάλι τίποτα. Η μικρή μας γελωτοποιός γινόταν μέρα με την μέρα όλο και χειρότερα. Τόσο που δεν κατάλαβε ότι οι φίλοι της τα ζώα είχαν φύγει και τα λουλούδια της είχαν μαραθεί. Ένα βράδυ λοιπόν που συνέχισε να γκρινιάζει στην φωτιά, αυτή άλλαξε χρώμα κι από κόκκινη έγινε πράσινη και της μίλησε. Της είπε να κοιτάξει γύρω της και να δει τι είχε καταφέρει με την γκρίνια της. Ούτε ανθρώπινη συντροφιά είχε βρει, αλλά είχε διώξει και τους φίλους της από δίπλα της. Κι αυτή ξαφνικά κατάλαβε τι είχε κάνει κι έτρεξε στην πόρτα. Τώρα τι έγινε καλά μου παιδιά δεν ξέρω, εάν δηλαδή βρήκε τους παλιούς της φίλους, ή βρήκε την ανθρώπινη συντροφιά που τόσο έψαχνε ή βρήκε άλλους καινούριους γιατί το ποντίκι που μου έλεγε την ιστορία το είχαν καλέσει να δώσει κάπου μια χριστουγεννιάτικη παράσταση και βιαζόταν να φύγει. Τώρα εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Ο καλικάντζαρος που κατέστρεφε τα Χριστούγεννα

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακρινό από την δική μας χώρα υπήρχε ένα μικρό κι όμορφο χωριό. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τις δουλειές τους και αγαπούσαν ο ένας τον άλλον. Η καλύτερη εποχή του χρόνου ήταν γι' αυτούς τα Χριστούγεννα γιατί στόλιζαν το μεγάλο δέντρο της πλατείας, έψελναν χριστουγεννιάτικα τραγούδια και μοίραζαν γλυκά, ζεστά χαμόγελα και αγκαλιές. Κάτω από αυτό το χωριό, όμως ζούσε ένας μικρός καλικάντζαρος. Είχε μυτερά αυτιά και μακριά μουσούδα και φορούσε ένα πράσινο σκουφί. Αυτός λοιπόν ο καλικάντζαρος έβγαινε στην επιφάνεια της γης και γινόταν φίλος με κάποιο παιδάκι, μετά έλεγε ότι ήταν μόνος του κι έκλαιγε και τα παιδιά τον φιλοξενούσαν σπίτι τους. Ο κύριος καλικάντζαρος λοιπόν, σηκωνόταν το βράδυ κι έτρωγε τα μπισκότα και το γάλα που άφηναν τα παιδιά για τον Αη Βασίλη, αυτός δεν τα έβρισκε και δεν άφηνε τα δώρα του, οπότε την άλλη μέρα τα παιδιά έψαχναν κάτω από το έλατο, μέσα στις κάλτσες του τζακιού και δεν έβρισκαν τίποτα. στεναχωρούνταν κι έτσι τα Χριστούγεννα τους χαλούσαν. Ο καλικάντζαρος έτριβε τα χέρια του από ικανοποιήση και εξαφανιζόταν στα έγκατα της γης μέχρι την νέα χρόνια. Έτσι και φέτος, λοιπόν βγήκε στην επιφάνεια της γης και το πρώτο παιδάκι που είδε του έπιασε την κουβέντα. Με τα πολλά και τα λίγα καλά μου παιδιά έγιναν φίλοι με το παιδάκι κι αυτό προθυμοποιήθηκε να τον φιλοξενήσει σπίτι του. Το μικρό μας παιδάκι όμως την είχε πατήσει από τον καλικάντζαρο  και δεν ήθελε να την πατήσει και δεύτερη φορά, έτσι το βράδυ ενώ έκανε πως κοιμόταν άκουσε τον καλικάντζαρο σιγά σιγά να σηκώνεται από το κρεβάτι του και να πηγαίνει να φάει τα μπισκότα και το γάλα και ξαφνικά το έπιασε στα πράσα. Αυτός ξεκίνησε να τρέχει κι από πίσω του το παιδάκι κι από πίσω του η μαμά του κι από πίσω ο μπαμπάς του κι από πίσω του ο θείος του και για να μην τα πολυλογώ ολόκληρο το χωριό. Τώρα εάν τον έπιασαν τον καλικάντζαρο δεν ξέρω γιατί ο Ρούντολφ που μου έλεγε την ιστορία έχει γεράσει λίγο και δεν θυμόταν καλά. Τώρα εάν μου είπε ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω...

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Το ροζ μπαλόνι...

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα πολύ μακριά από την δική μας υπήρχε ένα τεράστιο δάσος. Σε
αυτό το δάσος υπήρχαν δυο μικρά σπίτια, ξύλινα και φτωχικά. Στα δυο αυτά σπίτια ζούσαν οι γιαγιάδες με τα εγγόνια τους, βλέπετε  καιροί δύσκολοι κι οι γονείς έπρεπε να φύγουν να πάνε κάπου αλλού να βρουν δουλειά. Κάθε Κυριακή οι γιαγιάδες έντυναν με τα καλύτερά τους ρούχα τα δυο μικρά παιδάκια και τα πήγαιναν στο λούνα παρκ, να παίξουν με τα αυτοκινητάκια, να φάνε μαλλί της γριάς και να πάρουν από ένα μεγάλο μπαλόνι. Ένα ροζ για το κορίτσι κι ένα γαλάζιο για το αγόρι. Και τα χρόνια πέρασαν και τα δυο παιδιά μεγάλωσαν, αλλά την συνήθεια να πηγαίνουν στο λούνα παρκ δεν την σταμάτησαν. Μια όμορφη Κυριακή είπε το κορίτσι στο αγόρι ο,τι τον είδε στο όνειρό της, αλλά αυτός δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό. Δεν είχε δει ποτέ όνειρο στην ζωή του. Στεναχωρήθηκε αρκετά και μετά από πολύ σκέψη αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο, μήπως και καταφέρει να βρει λύση στο πρόβλημά του. Το κορίτσι ήθελε να πάει μαζί του, αλλά αυτός δεν ήθελε να την βάλει σε κίνδυνο. Δικό του ήταν το πρόβλημα, αυτός έπρεπε να βρει την λύση. Ξεκίνησε λοιπόν την περιπλάνηση του. Πέρασε ποτάμια, βουνά, πόλεις και δάση και κάποτε έφτασε σε ένα μικρό χωριό. Όλοι του είπαν να πάει στον γέροντα του χωριού, που ήταν τόσο μεγάλος σε ηλικία που κι ο ίδιος είχε ξεχάσει πότε γεννήθηκε. Πήγε λοιπόν και του είπε το πρόβλημά του. Ο γέροντας όμως δεν τον ρώτησε περισσότερα γι'αυτό παρά τον ρώτησε ιστορίες από το χωριό του. Πως ήταν η γιαγιά του, πώς ήταν η φίλη του και πως ήταν κι η άλλη γιαγιά. Το παλικάρι του διηγήθηκε την ιστορία του. Μιλούσε πολλές ώρες ακατάπαυστα μέχρι που βράδιασε και στο τέλος ένιωσε τόσο κουρασμένος που ζήτησε συγγνώμη κι έφυγε να πάει να κοιμηθεί. Καθώς πλάγιασε κι έκλεισε τα μάτια του είδε ένα μεγάλο ροζ μπαλόνι να πετάει στον ουρανό και ξύπνησε μέσα στον ύπνο του. Ξύπνησε χαρούμενος γιατί είχε δει το πρώτο του όνειρο και τότε κατάλαβε πως τα όνειρα είναι η νοσταλγία, τα όνειρα είναι για να μας αγρυπνούν. Τώρα εάν είδε κι άλλα όνειρα το αγόρι της ιστορίας μας δεν ξέρω γιατί το ποντικάκι που μου έλεγε την ιστορία σταμάτησε στην μέση κι άρχισε να τρέχει. Είχε δει από μακριά μια γάτα να έρχεται ορεξάτη και φοβήθηκε. Τώρα εάν μου είπε ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω...

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Το μεγάλο ζογκλερικό κόλπο...

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα κάστρο πολύ μακριά από την δική μας χώρα ζούσε μια μικρή γελωτοποιός. Ξέρετε από αυτές που φοράνε τα περίεργα καπελάκια με τα κουδουνάκια, που κάνουν ήχους πολύ περίεργους καθώς περπατάνε και κάνουν τα κόλπα τους για να γελάνε οι άλλοι. Η γελωτοποιός μας αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι για να ανακαλύψει τον κόσμο και να μάθει καινούρια κόλπα και μαγικά. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε. Πέρασε δάση, βουνά, ποτάμια και ρυάκια. Γνώριζε διάφορα μικρά ζωάκια που την μάθαιναν διάφορα κόλπα, αλλά όλα αυτά τα κόλπα ήταν πολύ μικρά και δεν θα μπορούσαν να στηρίξουν ένα μεγάλο ζογκλερικό νούμερο. Περπατούσε λοιπόν με την ελπίδα να γνωρίσει κάποιον που θα της έδειχνε ένα πολύ όμορφο και πολύπλοκο κόλπο, που θα την έκανε ξεχωριστή. Βυθισμένη στις σκέψεις της έφτασε μπροστά στο μεγαλύτερο και το πιο πυκνοφυτεμένο δάσος του κόσμου. Είχε ακούσει πολλά για αυτό το δάσος και πραγματικά φοβόταν να μπει. Αλλά τι μπορούσε να κάνει; Έσφιξε τα χέρια της και άρχισε να προχωράει. Πέρασαν μέρες περπατώντας και δεν είχε συναντήσει κανέναν. Ούτε ένα περιστέρι, ούτε ένα σκίουρο, ούτε καν ένα μυρμήγκι. Μετά από κάμποσο καιρό έφτασε σε ένα ξέφωτο. Ήταν τεράστιο και γύρω γύρω δεν υπήρχαν δέντρα, μόνο μερικά κούτσουρα. Με την άκρη του ματιού της έπιασε έναν γελωτοποιό σαν κι αυτήν ντυμένο να παίζει με τις φωτιές και να κάνει περίεργα κόλπα και μορφασμούς τόσο πολύ αστείους που αυτή δεν κρατήθηκε κι άρχισε να γελάει δυνατά. Αυτός δεν της έδωσε σημασία και συνέχισε να κάνει τα κόλπα του. Κάποια στιγμή που κουράστηκε πήγε κι έκατσε σε ένα κούτσουρο κι άρχισε να σκαλίζει ένα ξύλο. Η μικρή μας γελωτοποιός πήρε το θάρρος και πήγε να του συστηθεί για να της μάθει κι αυτής τα περίεργα κόλπα που έκανε. Μα αυτός δεν της έδωσε καμία σημασία, παρά συνέχιζε να σκαλίζει. Η μικρή μας γελωτοποιός δεν έκανε τίποτε παραπάνω, από το να τον περιμένει να τελειώσει την δουλειά του. Λίγο πριν τελειοποιήσει αυτό που έκανε το σήκωσε ψηλά το κοίταξε και το πέταξε και ξεκίνησε να φτιάχνει κάτι άλλο. Αυτό γινόταν για πολύ καιρό και κάθε φορά η μικρή μας γελωτοποιός τον πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Της είχε κινήσει πολύ την περιέργεια αυτός ο περίεργος συνάδελφος της. Και να μια μέρα βρέθηκε μια ανάσα από δίπλα του. Αυτός συνέχισε να σκαλίζει και με μια κίνηση σήκωσε ψηλά το δημιούργημά του για να το παρατηρήσει. Η μικρή μας φίλη περίμενε ο,τι θα το πετάξει αλλά αυτός με μια μαγική κίνηση και μάλλον κωμική της το έδωσε και για πρώτη φορά είδε ένα μειδίαμα στα χείλη του. Τώρα καλά μου παιδιά δεν ξέρω τι έγινε μετά. Εάν δηλαδή η μικρή μας γελωτοποιός δέχτηκε το δώρο ή εάν ο γελωτοποιός της έδειξε αυτό το πολύπλοκο κόλπο του ή εάν συνέχισαν μαζί το ταξίδι τους γιατί ο τζίτζικας που μου έλεγε την ιστορία είχε όρεξη να τραγουδήσει και πήρε την κιθάρα του κι άρχισε να πετάει από δέντρο σε δέντρο. Τώρα εάν μου είπε ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω...

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Δυο νυχτερίδες στο παραθύρι μου...

Κάποτε εκεί που καθόμουν στο γραφείο μου και προσπαθούσα να θυμηθώ μια ιστορία που μου είπε κάποτε μια γάτα άκουσα ένα χτύπημα στο παράθυρό μου. Σηκώθηκα και πήγα να δω ποιος ήταν. Ήταν  δύο νυχτερίδες. Ξαφνιάστηκα...η μία μου έδωσε ένα χαρτί, η άλλη πρέπει να είχε πιει πολύ πορτοκαλάδα με ανθρακικό και να την είχε ανακατέψει και με κόλα κιόλας, οπότε πρέπει να ήταν λίγο μεθυσμένη γιατί πετούσε πολύ περίεργα σαν να χόρευε στον αέρα. Τις καληνύχτισα κι έκατσα πάλι στο γραφείο μου να διαβάσω τι έλεγε το χαρτί. Το χαρτί ήταν μαύρο με άσπρα γράμματα. Ξέρετε επειδή οι νυχτερίδες κυκλοφορούν το βράδυ κάνουν τα πάντα ανάποδα από ότι οι άνθρωποι. Λοιπόν το χαρτί έγραφε...
Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακρινό από το δικό μας ζούσε ένα μικρό παιδάκι. Έξυπνο πολύ...τετραπέρατο και όμορφο σαν την δροσοσταλιά που υπάρχει το πρωί στα λουλούδια  Αυτό το παιδάκι λοιπόν όμως φημιζόταν όχι για την εξυπνάδα του και την ομορφιά του αλλά για το χαμόγελό του. Ήταν τόσο ζεστό που μπορούσε να λιώσει ακόμα και τους πάγους στον βόρειο πόλο  Μια μέρα όμως ένα σκανταλιάρικο  μικρό ξωτικό τον ξεγέλασε τον φίλο μας και του έκλεψε το χαμόγελο  Γυρνούσε αυτός από εδώ κι από εκεί μήπως το βρει... Έψαξε σε πόλεις, σε χωριά, σε εξοχές και σε βουνά, αλλά τίποτα δεν βρήκε. Ρώτησε νεράιδες, μάγους, ξωτικά και τσαρλατάνους, αλλά και πάλι τίποτα. Πέρασαν τα χρόνια και είχε απογοητευτεί... και ξαφνικά μια μέρα όπως έσκυψε να πιει νερό σε μια λίμνη σε ένα μεγάλο ξέφωτο ενός δάσους το είδε στον βυθό. Βούτηξε αμέσως γρήγορα  Το είχε αποχωριστεί τόσο καιρό κι όταν το ξανά βρήκε ένιωσε τόσο χαρούμενος και το χαμόγελό του ήταν τόσο αληθινό....
Τώρα καλά μου παιδιά δεν ξέρω τι έκανε ο μικρός μας φίλος... Εάν έψαξε δηλαδή να βρει το μικρο σκανταλιάρικο ξωτικό και να του ζητήσει τον λόγο ή εάν  άφησε κάποιον άλλον να του κλέψει το χαμόγελο ξανά γιατί το χαρτί είχε σχιστεί στην άκρη και δεν τέλειωνε την ιστορία...μάλλον η μεθυσμένη από την πορτοκαλάδα νυχτερίδα το είχε σχίσει κατα λάθος...τώρα εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...