Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Συλλογίζομαι κι αυτό...

Χθες γεννήθηκε το μωρό,
τρία πεντακόσια ήταν παχουλό,
την χαρά μου δεν βαστώ
και σε όλους θα το πω...

Τρέχω αμέσως στο σχολειό.
'Παιδιά ελάτε εδώ....η θεία μου γέννησε μωρό.''
Ήταν βέβαια λιγάκι παχουλοκομψό.

Έκανα ξαδέρφη πιο μικρή,
όμορφη και ζωηρή.
Συλλογίζομαι κι αυτό,
εγώ εννιά κι αυτή μωρό!

Υ.Γ γιατί τα παιδικά ποιηματάκια από εννιάχρονα παιδάκια δείχνουν με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο την αγάπη τους για κάτι τόσο δα μικρό ή και μεγάλο.... ποιος ξέρει;

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Όταν γυρίζουν τα ρολόγια πίσω...

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα βασίλειο πολύ μακριά από την δική μας χώρα. Οι άνθρωποι φορούσαν τα ίδια ρούχα όπως κι εμείς, έτρωγαν όπως κι εμείς και έκαναν όλες τις δουλειές τους όπως κι ο υπόλοιπος κόσμος. Είχαν όμως μια ιδιαιτερότητα. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να γυρίσουν πίσω τα ρολόγια τους και να διορθώσουν οτιδήποτε λάθος είχαν κάνει. Ήταν ευτυχισμένοι γιατί διόρθωναν τα λάθη τους και δεν σκεφτόντουσαν πολύ τι απόφαση θα πάρουν, γιατί πολύ απλά θα μπορούσαν να γυρίσουν πίσω στο παρελθόν και να την αλλάξουν.  Μια μέρα, λοιπόν σε αυτό το παράξενο βασίλειο ήρθε ένας γίγαντας. Ήταν ψηλός όσο ένα ψηλό έλατο, και το σακάκι που φορούσε μπορούσε άνετα να χωρέσει 40 ανθρώπους. Όπως καταλαβαίνεται εξαιτίας του μεγέθους του έκανε πολλές ζημιές. Στην αρχή γκρέμισε ένα στάβλο καθώς περνούσε κι όταν κουράστηκε και πήγε να ξαποστάσει στο μεγάλο ρολόι της πλατείας του χωριού το γκρέμισε κι αυτό. Αυτός στεναχωρήθηκε πολύ μα οι κάτοικοι του είπαν ότι θα μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω κι όλα θα ήταν όπως πριν. Ο γίγαντας μας προσπαθούσε αρκετές μέρες να γυρίσει τον χρόνο πίσω, αλλά δεν τα κατάφερνε. Τελικά κατάλαβε ότι επειδή δεν ήταν από εκείνο το βασίλειο δεν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Έτσι έμαθε σιγά σιγά από ποιον δρόμο θα πήγαινε για να μην γκρεμίσει τα σπίτια ή που θα ακουμπούσε για να  ξεκουραστεί χωρίς να χρειαστεί να ξεριζώσει ένα ολόκληρο δάσος ή να γκρεμίσει ολόκληρο το χωριό. Ο γίγαντας μας μάθαινε από τα λάθη του. Αυτό άρχισε να παραξενεύει τους κατοίκους του βασιλείου. Μα πως ήταν δυνατόν να είναι ευτυχισμένος από την στιγμή που δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω  στον χρόνο και να μην διορθώσει τα λάθη του; Και τότε κατάλαβαν. Κατάλαβαν πως  αυτοί πήγαιναν πίσω στον χρόνο αλλά δεν τους ένοιαζε να μάθουν από τα λάθη που έκαναν. Για παράδειγμα ο ράφτης του χωριού ποτέ δεν θυμόταν πως να ράψει από την αρχή ένα παντελόνι γιατί δεν έδινε σημασία στο λάθος που έκανε, έτσι κανένας δεν μάθαινε από τα λάθη του και συνέχιζαν να τα κάνουν ξανά και ξανά. Όταν όμως είδαν ότι τελικά δεν ήταν και τόσο κακό να κάνεις λάθη και να μαθαίνεις μέσα από αυτά σταμάτησαν να γυρίζουν πίσω το χρόνο κι έμαθαν να ζουν και να μαθαίνουν μέσα από τα λάθη τους και στο τέλος να είναι κι ευτυχισμένοι κάνοντας τα αυτά. Τώρα εάν οι κάτοικοι του βασιλείου μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Ο Ιάσονας, το μικρό ξωτικό....

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια λίμνη, πολύ μακριά από την δική μας χώρα ζούσε ένα μικρό ξωτικό.
Ήταν κοντούλης, ξανθούλης με μεγάλα γαλάζια μάτια. Τον έλεγαν Ιάσονα. Ο  Ιάσονας λοιπόν ζούσε μόνος του με συντροφιά του ένα λουλούδι κι ένα κουνέλι. Ούτε το λουλούδι, ούτε το κουνέλι ήξερε από πότε τα είχε συντροφιά του. Ήταν σαν να γεννήθηκε και να τα είχε πάντα δίπλα του. Γενικότερα ήταν χαρούμενο ξωτικό. Φρόντιζε το λουλούδι του και με έναν περίεργο τρόπο το λουλούδι του φρόντιζε κι αυτόν. Κάποια στιγμή το κουνέλι που είχε δίπλα του τον άφησε. Του είπε πως έπρεπε να γυρίσει τον κόσμο και να δουν τα μάτια του κάποια πράγματα, αλλά θα του έστελνε κάρτες από όπου κι αν ήταν. Έτσι έμεινε το μικρό μας ξωτικό με το λουλούδι του κι ο καιρός περνούσε ήρεμα κι όμορφα. Μια μέρα το ξωτικό μας βγήκε να πάει στην λίμνη για ψάρεμα. Έλειπε αρκετές ώρες. Γυρίζοντας στο σπίτι πήγε κατευθείαν να δει εάν το λουλούδι του ήταν καλά...και τότε το είδε με τα πέταλα ριγμένα στο πάτωμα και τα φύλλα του μαραμένα. Το λουλούδι του είχε πεθάνει. Αυτό που ένιωσε μέσα του καλά μου παιδιά δεν μπορώ να το περιγράψω γιατί δεν έχω νιώσει ακόμα κάτι τέτοιο κι εύχομαι ούτε εσείς να νιώσετε. Συνέχισε να μένει σπίτι του, αλλά του φαινόταν άδειο. Δεν είχε πια νόημα να μένει εκεί μέσα. Ζήλευε αρκετά το κουνέλι του που έκανε το γύρω του κόσμου και έβλεπε πολλά πράγματα, διαφορετικά και μη. Μια μέρα όμως του ήρθε μια κάρτα πολύ περίεργη. Το κουνέλι του δεν ήταν καλά. Κάτι είχε πάθει. Ο Ιάσονας ανησύχησε και πόνεσε πολύ για δεύτερη φορά. Φοβήθηκε μην χάσει και το κουνέλι του κι έτσι πήρε την απόφαση και πήγε να το βρει. Όντως το κουνέλι του δεν ήταν καλά. Αποφάσισε να κάνει κάτι δραστικό. Είχε ακούσει ότι στην χώρα των πολλών βροχών με τα γκρίζα σύννεφα, εκεί που οι άνθρωποι φοράνε πάντα αδιάβροχα και κρατάνε ομπρέλες υπάρχει ένα μυστικό φάρμακο που τους γιατρεύει όλους. Έτσι και το μικρό μας ξωτικό πήρε το κουνέλι του αγκαλιά και κίνησε για την χώρα των βροχών. Έψαξε παντού για το φάρμακο, αλλά τίποτα δεν βρήκε. Δεν απογοητεύτηκε, αλλά συνέχισε να ψάχνει και να ψάχνει για δεύτερη και τρίτη φορά με το κουνέλι του πάντα στην αγκαλιά του, μέχρι που η βροχή στην χώρα των βροχών σταμάτησε για λίγο και παρουσιάστηκε ένα τεράστιο και χρωματιστό ουράνιο τόξο. Ο Ιάσονας θαμπώθηκε, έτρεξε κι ανέβηκε επάνω μέχρι που έφτασε στην άλλη πλευρά κι εκεί ως δια μαγείας το κουνέλι του έγινε καλά κι από τότε δεν άφησε τον Ιάσονα πότε μόνο του. Γύρισαν κι έβλεπαν μαζί όλον τον κόσμο. Τώρα θα μου πείτε πως αυτή η ιστορία έφτασε στα αυτιά μου...δυο μικρά μυρμήγκια που μάζευαν σπόρους ένα μεσημέρι μου την είπαν γιατί τα βοήθησα να βάλουν ένα μεγάλο σπόρο καλαμποκιού μέσα στην φωλιά τους...τώρα εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Η γελωτοποιός, ο πρίγκιπας κι ο μάγειρας....

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακριά από την δική μας χώρα υπήρχε ένα κάστρο. Ξέρετε από αυτά τα τεράστια κάστρα με τους μεγάλους πύργους και τα πολλά δωμάτια. Σε αυτό το κάστρο, λοιπόν εκτός από τον βασιλιά και την βασίλισσα ζούσαν πολλοί ακόμα άνθρωποι που τους εξυπηρετούσαν. Καμαριέρες, μάγειροι, μουσικοί, νταντάδες, γελωτοποιοί. Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους ζούσε και μια μικρή γελωτοποιός, με μια περίεργη μύτη που άνετα την περνούσες για γουρουνάκι. Η γελωτοποιός μας, λοιπόν έκανε παρέα με έναν από τους μάγειρες του κάστρου. Του έλεγε αστεία, τον βοηθούσε στην μαγειρική και του έλεγε όλα της τα μυστικά. Ο μάγειρας ποτέ δεν της εμπιστευόταν κάτι και ποτέ δεν της μίλαγε γι'αυτόν. Την γελωτοποιό μας όμως δεν την πείραζε γιατί ήξερε πως την αγαπούσε. Μια μέρα στο παλάτι έφτασε ένα πριγκιπόπουλο από ένα άλλο βασίλειο κι ο βασιλιάς του πρόσφερε αμέσως φιλοξενία. Αυτός ο πρίγκιπας ενθουσιάστηκε με την γελωτοποιό μας. Περνούσαν ατελείωτες ώρες μαζί, γελούσαν, συζητούσαν, έπαιζαν. Είχαν γίνει δυο καλοί κι αχώριστοι φίλοι. Κι ο καιρός περνούσε ευχάριστα. Αλλά ποτέ δεν περνάει ο καιρός ευχάριστα χωρίς να το διακόψει ένα δυσάρεστο γεγονός. Κι αυτό το γεγονός συνέβη. Ο πρίγκιπας έκλεψε το καπέλο της γελωτοποιού. Ξέρετε αυτό με τα κουδουνάκια που κάνει περίεργους ήχους όταν κουνάς το κεφάλι σου. Η γελωτοποιός μας στεναχωρήθηκε και δε ήξερε τι να κάνει. Έτσι λοιπόν  απευθύνθηκε στον παλιό καλό της φίλο τον μάγειρα. Αυτός έγινε έξω φρενών. Άρχισε να φωνάζει κι άρχισε να απειλεί θεούς και δαίμονες. Αυτή τρομαγμένη έφυγε μακριά. Συγχώρεσε τον πρίγκιπα για  το λάθος που είχε κάνει και συνέχισαν να κάνουν παρέα όπως και πρώτα. Αυτό όμως δεν άρεσε καθόλου στον μάγειρα, που άρχισε να δημιουργεί προβλήματα και να φωνάζει. Μέχρι και στον βασιλιά έφτασε και κατηγόρησε τον πρίγκιπα κι ο βασιλιάς ζήτησε τον πρίγκιπα να τον δει. Ο καημένος ο πρίγκιπας με τρεμάμενα πόδια πήγε και έπρεπε να απολογηθεί για κάτι που δεν αφορούσε κανέναν άλλον πέρα από την καλή του φίλη κι αυτόν κι αισθάνθηκε τόσο άσχημα κι αισθάνθηκε κι η μικρή μας γελωτοποιός άσχημα που τον έφερε σε τέτοια δύσκολη θέση. Το θέμα στον βασιλιά έληξε γιατί κατάλαβε πόσο υπερβολικός ήταν ο μάγειρας σε αυτά που του έλεγε, αλλά ο πρίγκιπας έφυγε από το κάστρο κι η μικρή μας γελωτοποιός σταμάτησε να μιλάει στον μάγειρα, που με την υπερβολική του συμπεριφορά την έκανε να χάσει έναν καλό της φίλο. Μετά αγαπητά μου παιδιά θα σας γελάσω τι έγινε...εάν η γελωτοποιός ξανά μίλησε με τον μάγειρα ή πήγε να βρει τον πρίγκιπα ή έμεινε στο κάστρο μόνη της και συνέχισε να κάνει τους άλλους να γελούν με τα καμώματά της, γιατί μου είχαν τελειώσει τα φουντούκια και τα σκιουράκια που μου έλεγαν την ιστορία έφυγαν. Τώρα εάν μου είπαν ψέματα....ψέματα κι εγώ σας λέω..

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Κατάρα η ασχήμια...κατάρα η ομορφιά....

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα πολύ μακρινή από εδώ που ζούμε τώρα, υπήρχε ένα μικρό χωριό. Ήταν κρυμμένο μέσα στο δάσος κι οι χωρικοί που ζούσαν εκεί δεν έβγαιναν συχνά έξω από το χωριό τους γιατί φοβόντουσαν την κακία και την ασχήμια του έξω κόσμου. Σε αυτό το χωριό ζούσε κι ένα μικρό παιδάκι. Το μοναδικό του χωριού. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 6-7 χρονών. Μια μέρα λοιπόν ξέσπασε μεγάλη φασαρία στο χωριό. Κάτι σοβαρό συνέβαινε κι όλοι έτρεξαν στην πλατεία για να δουν. Το άκουσε κι ο μικρός μας φίλος κι άρχισε να τρέχει κι αυτός. Καθώς ήταν μικρόσωμος και κοντούλης χώθηκε μέσα στο πλήθος. Κι όσο πλησίαζε πιο πολύ στην πλατεία τόσο οι φωνές γίνονταν πιο δυνατές, πιο άγριες, πιο φοβισμένες. Σύρθηκε για να φτάσει όσο πιο κοντά μπορούσε. Σήκωσε το κεφαλάκι του και τι να δει; Ένα πλάσμα που όμοιό του δεν υπήρχε. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις εάν ήταν άντρας ή γυναίκα. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις εάν ήταν ανθρώπινο πλάσμα. Είχε 4 μάτια και ήταν τριχωτή σε όλο της το σώμα και τα χέρια της δεν είχαν δάχτυλα. Όλο το χωριό είχε εξαγριωθεί και της φώναζαν να φύγει και τις πετούσαν πέτρες. Αυτή άρχισε να σέρνεται, μέχρι που χάθηκε από τα μάτια τους. Ο μικρός μας φίλος γύρισε σπίτι του, αλλά όλο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τι να έκανε άραγε αυτή η γυναίκα; Μόνη της και χτυπημένη; Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να ψάχνει στο χωριό. Ήταν μέσα σε ένα στάβλο κι έκλαιγε. Δεν της μίλησε. Πήγε μόνο και την αγκάλιασε και σκούπισε τα δάκρυα της. Δεν την φοβόταν, δεν την σιχαινόταν. Ήξερε ότι αυτό εδώ το πλάσμα ένιωθε, είχε καρδιά κι έκλαιγε. Στεναχωρήθηκε για την ασχήμια της, αλλά δεν είπε τίποτα.
' Κατάρα να σε κοιτούν στα μάτια και να μην καταλαβαίνουν. Κατάρα η ασχήμια.' του είπε αυτή κι εξαφανίστηκε από μπροστά του.
Κι ο καιρός περνούσε. Και μια μέρα ακούστηκε πάλι φασαρία στο χωριό. Όλοι έτρεξαν στην πλατεία. Έτρεξε κι ο μικρός μας φίλος. Σύρθηκε, έσπρωξε και όταν σήκωσε το κεφαλάκι του είδε κάτι θεσπέσιο. Δεν μπορούσε να πει εάν ήταν άντρας ή γυναίκα. Δεν ήξερε εάν ήταν ανθρώπινο πλάσμα. Έλαμπε κι ήταν τόσο όμορφος. Με μαλλιά ξανθά, μπούκλες και μάτια γαλάζια και τεράστια κατάλευκα φτερά. Οι χωρικοί όρμησαν πάνω του και τον φυλάκισαν. Σε ένα μεγάλο σιδερένιο κλουβί για να μην φύγει και να το θαυμάζουν για πάντα.Ο μικρός μας φίλος γύρισε σπίτι του, αλλά όλο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί.Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να ψάχνει στο χωριό. Τον βρήκε μέσα στο κλουβί του. Σκυμμένο να κλαίει. Τον πλησίασε. Δεν του μίλησε. Έφερε το προσωπάκι του κοντά στα κάγκελα και πέρασε το χεράκι του μέσα στο κλουβί. Του σκούπισε τα δάκρυα και τότε το κλουβί άνοιξε κι αυτός βγήκε έξω.
' Κατάρα να σε κοιτούν στα μάτια και να μην καταλαβαίνουν. Κατάρα η ομορφιά.' του είπε αυτός κι εξαφανίστηκε από μπροστά του.
Ο μικρός μας γύρισε στο κρεβάτι του και ξάπλωσε. Ήξερε πως δεν είναι κατάρα η ομορφιά, δεν είναι κατάρα η ασχήμια. Κατάρα είναι να σε κοιτούν στα μάτια και να μην σε καταλαβαίνουν. Τώρα καλά μου παιδιά εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Το πιο άσχημο παραμύθι του κόσμου...

Έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε και ξαφνικά βρέθηκε στο ποτάμι. Ξάπλωσε κάτω και κοίταζε τον ουρανό. Είχε πολλά αστέρια σήμερα. Πάρα πολλά. Άκουγε το χορτάρι δίπλα της να θροΐζει. Ήθελε να κλείσει τα μάτια της, αλλά δεν μπορούσε. Της άρεσαν τα αστέρια που σιγά σιγά είχαν αρχίσει και χόρευαν και χόρευαν πολύ όμορφα. Δεν άκουγε την μουσική. Την έβλεπε. Ήταν κάτι μαγικό. Χάθηκε εκεί να κοιτάει δεν ξέρει κι αυτή για πόση ώρα. Έσφιξε με τα μικρά χεράκια της το χώμα και τότε ένιωσε οτι πήγε πίσω στο παρελθόν. Δεν είδε εικόνες καθαρές. Είδε πόδια να κινούνται γρήγορα σε πανικό. Ξανά στερέωσε το βλέμμα της στον ουρανό κι άφησε την μουσική αυτή και τον χορό των αστεριών να την λούζουν σαν χρυσόσκονη. Το χορτάρι δίπλα της συνέχιζε το τραγούδι του... έμοιαζε με τραγούδι που τους έλεγε η δασκάλα τους στο σχολείο. Και ξαφνικά ένιωσε στο χέρι της το μαχαίρι. Σήκωσε τρομαγμένη να δει τι κρατούσε μα δεν είδε τίποτα, μύρισε απλά τα αίματα. Όχι, δεν της  άρεσε. Προτιμούσε να βλέπει και να νιώθει την μουσική του ουρανού. Λες οι άγγελοι να γνώριζαν τι είχε κάνει; Λες να της κρατούσαν κακία και να σταματούσαν την μουσική; Έδιωξε γρήγορα την σκέψη αυτή από το μυαλό της για να μην την ακούσουν οι άγγελοι. Κι η ώρα περνούσε κι ένιωθε το κορμάκι της να βουλιάζει όλο και πιο πολύ μέσα στο χώμα, αλλά δεν ένιωθε παγωνιά. Και τότε ανάκατα με την μουσική της ήρθαν οι εικόνες. Ο αδελφός της, μικρός, πιο μικρός από εκείνη κι η μάνα της να τον χτυπάει, να τον χτυπάει πολύ. Άκουγε τις κραυγές στα αυτιά της. Φώναζε αυτός, φώναζε κι αυτή και μετά το μαχαίρι και να χτυπάει την μαμά της στην πλάτη για να αφήσει τον αδελφό της. Ήταν μικρό παιδάκι, πιο μικρό από αυτήν. Μπορεί και τρία μπορεί και τέσσερα. Τον αγαπούσε πολύ παρ'όλο που τσακώνονταν συνέχεια. Και μετά να πάλι αυτή η μαγική μουσική να την βλέπει να πέφτει πάνω της. Δεν είδε πίσω της τι έγινε. Έτρεχε, έτρεχε, απλά έτρεχε γιατί ήταν κακό παιδί  Πολύ κακό παιδί. Το σωματάκι της βούλιαζε όλο και πιο πολύ στο χώμα κι αυτή μούδιαζε. Συνέχισε να βλέπει την μουσική να πέφτει πάνω της και τότε  ένιωσε ένα μικρό χεράκι να κρατάει το δικό της χεράκι...δεν χρειαζόταν να γυρίσει να δει ποιος ήταν...ήξερε. Απλά έσφιξε δυνατά το χεράκι....

Το διαμέρισμα


-Ζούσα πολλά χρόνια σε αυτό το διαμερισματάκι. Είχα και την δουλειά μου. Δεν χρειαζόμουν τίποτα παραπάνω. Ένας άνθρωπος μόνος του. Το μπάνιο μου έβλεπε στον ακάλυπτο. Όλα τα μπάνια της πολυκατοικίας έβλεπαν στον ακάλυπτο. Απέναντι από το δικό μου παράθυρο ήταν ήταν το παράθυρο του δίπλα διαμερίσματος. Κι από' κει τα άκουγα όλα....
- Ζούσαμε σε αυτό το διαμέρισμα δεκαεφτά χρόνια. Μέχρι να πάει ο Κωνσταντίνος δευτέρα λυκείου. Μέχρι τα 15 του ο Κωνσταντίνος ήταν ήσυχο παιδί. Του φώναζες κι έσκυβε το κεφάλι. Τον έβριζες κι έσκυβε τον κεφάλι. Τον χτυπούσες κι έσκυβε το κεφάλι. Δεν θυμάμαι πολλά όμως, μην με ρωτάτε άλλα. Τι; Ναι καλός μαθητής ήταν. Του άρεσαν τα γράμματα, το ποδόσφαιρο δεν του άρεσε. Το ποδόσφαιρο άρεσε στον Θανάση...
-Αυτό το διαμέρισμα ήταν το πατρικό μου. Εκεί περπάτησα, εκεί πρώτη φορά άρχισα να κλοτσάω την μπάλα. Εκεί κρυφά από τους δικούς μου ήπια τα πρώτα μου ποτά. Με ένα ποτηράκι ήμουν ο καλύτερος μπαλαδώρος του κόσμου. Δεν τα κατάφερα εγώ, θα τα κατάφερνε ο Κωνσταντίνος. Κι αν δεν ήθελε; Δεν έχει δεν ήθελε. Θα γινόταν ποδοσφαιριστής, όπως άκουσα τον πατέρα μου και δεν έγινα εγώ, έτσι θα άκουγε κι αυτός εμένα...
- Ο Θανάσης έπινε. Στην αρχή που και που μετά σχεδόν κάθε μέρα. Δύσκολα παιδικά χρόνια, δεν θα τον κρίνω εγώ. Κάπου, κάπου έτρωγα κι εγώ τα χαστούκια μου, αλλά έφταιγα. Η δουλεία μου ήταν να μαγειρεύω, να καθαρίζω και να έχω κόκκινο κρασί. Δεν είχα πάρει κόκκινο κρασί. Ο Κωνσταντίνος της έτρωγε κανονικά. Μα εάν δεν της φάει πώς θα μάθει; Δεν θυμάμαι πότε τον χτύπησε για πρώτη φορά....
-Δεν ήμουν μέθυσος. Έπινα γιατί με ανέβαζε. Ήμουν σημαντικός με αυτό. Ο Κωνσταντίνος δεν καταλάβαινε οτι με λίγη προσπάθεια ακόμα θα μπορούσε να μπει σε μια ακαδημία. Όταν ο προπονητής του μου είπε οτι δεν το'χε, θόλωσα. Με δυο σφαλιάρες θα έστρωνε. Θα ήταν τέσσερα πέντε τότε. Εάν το μετάνιωσα; Ναι, αλλά ο σκοπός αγιάζει τα μέσα δεν λένε;
- Και ξαφνικά από την μια μέρα στην άλλη ο Κωνσταντίνος άλλαξε. Δεν είχε πάει στην προπόνηση κι ο Θανάσης το είχε μάθει Γύρισε από το σπίτι ήρεμος, με την τσάντα στον ώμο. Ο Θανάσης τον περίμενε στην πόρτα και με το που μπήκε άρχισε να τον φωνάζει και τον έσπρωξε. Δεν θέλω να γίνω αυτό που θες, του φώναξε και σηκώθηκε κι έφυγε...το παιδί έφυγε από το σπίτι...
-Πολλούς καυγάδες. Πολύ ξύλο. Μια μέρα άκουγα μουσική και ξαφνικά άκουσα μουγκρίσματα. Σταμάτησα την μουσική. Άκουγα το παιδί που μούγκριζε. Το είχε πιάσει από τον λαιμό. Έκλεισα τα μάτια μου. Έκλεισα τα αυτιά μου. Θα τον έπνιγε. Δεν ήθελα να είμαι μάρτυρας. Ήθελα να με αφήσουν στην ησυχία μου. Δεν μου έπεφτε λόγος εάν το σκότωνε. Τι έγινε εκείνη την μέρα; Για πρώτη φορά άκουσα την φωνή του παιδιού. Δεν κατάλαβα τι είπε. Έκλεισα μάτια και αυτιά. Κίνηση συνηθισμένη. Και μετά....και μετά σιωπή. Τι με ρωτάτε τώρα; Δεν ήθελα μπελάδες. Δεν με ένοιαζε για τους δίπλα, δεν ήθελα να μαθαίνω για τους δίπλα. Ένας άνθρωπος ήμουν. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Τουλάχιστον μεγάλωσε κι έφυγε μόνος του...έφυγε με μια σύριγγα στο χέρι...