Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Ο Ιάσονας, το μικρό ξωτικό....

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια λίμνη, πολύ μακριά από την δική μας χώρα ζούσε ένα μικρό ξωτικό.
Ήταν κοντούλης, ξανθούλης με μεγάλα γαλάζια μάτια. Τον έλεγαν Ιάσονα. Ο  Ιάσονας λοιπόν ζούσε μόνος του με συντροφιά του ένα λουλούδι κι ένα κουνέλι. Ούτε το λουλούδι, ούτε το κουνέλι ήξερε από πότε τα είχε συντροφιά του. Ήταν σαν να γεννήθηκε και να τα είχε πάντα δίπλα του. Γενικότερα ήταν χαρούμενο ξωτικό. Φρόντιζε το λουλούδι του και με έναν περίεργο τρόπο το λουλούδι του φρόντιζε κι αυτόν. Κάποια στιγμή το κουνέλι που είχε δίπλα του τον άφησε. Του είπε πως έπρεπε να γυρίσει τον κόσμο και να δουν τα μάτια του κάποια πράγματα, αλλά θα του έστελνε κάρτες από όπου κι αν ήταν. Έτσι έμεινε το μικρό μας ξωτικό με το λουλούδι του κι ο καιρός περνούσε ήρεμα κι όμορφα. Μια μέρα το ξωτικό μας βγήκε να πάει στην λίμνη για ψάρεμα. Έλειπε αρκετές ώρες. Γυρίζοντας στο σπίτι πήγε κατευθείαν να δει εάν το λουλούδι του ήταν καλά...και τότε το είδε με τα πέταλα ριγμένα στο πάτωμα και τα φύλλα του μαραμένα. Το λουλούδι του είχε πεθάνει. Αυτό που ένιωσε μέσα του καλά μου παιδιά δεν μπορώ να το περιγράψω γιατί δεν έχω νιώσει ακόμα κάτι τέτοιο κι εύχομαι ούτε εσείς να νιώσετε. Συνέχισε να μένει σπίτι του, αλλά του φαινόταν άδειο. Δεν είχε πια νόημα να μένει εκεί μέσα. Ζήλευε αρκετά το κουνέλι του που έκανε το γύρω του κόσμου και έβλεπε πολλά πράγματα, διαφορετικά και μη. Μια μέρα όμως του ήρθε μια κάρτα πολύ περίεργη. Το κουνέλι του δεν ήταν καλά. Κάτι είχε πάθει. Ο Ιάσονας ανησύχησε και πόνεσε πολύ για δεύτερη φορά. Φοβήθηκε μην χάσει και το κουνέλι του κι έτσι πήρε την απόφαση και πήγε να το βρει. Όντως το κουνέλι του δεν ήταν καλά. Αποφάσισε να κάνει κάτι δραστικό. Είχε ακούσει ότι στην χώρα των πολλών βροχών με τα γκρίζα σύννεφα, εκεί που οι άνθρωποι φοράνε πάντα αδιάβροχα και κρατάνε ομπρέλες υπάρχει ένα μυστικό φάρμακο που τους γιατρεύει όλους. Έτσι και το μικρό μας ξωτικό πήρε το κουνέλι του αγκαλιά και κίνησε για την χώρα των βροχών. Έψαξε παντού για το φάρμακο, αλλά τίποτα δεν βρήκε. Δεν απογοητεύτηκε, αλλά συνέχισε να ψάχνει και να ψάχνει για δεύτερη και τρίτη φορά με το κουνέλι του πάντα στην αγκαλιά του, μέχρι που η βροχή στην χώρα των βροχών σταμάτησε για λίγο και παρουσιάστηκε ένα τεράστιο και χρωματιστό ουράνιο τόξο. Ο Ιάσονας θαμπώθηκε, έτρεξε κι ανέβηκε επάνω μέχρι που έφτασε στην άλλη πλευρά κι εκεί ως δια μαγείας το κουνέλι του έγινε καλά κι από τότε δεν άφησε τον Ιάσονα πότε μόνο του. Γύρισαν κι έβλεπαν μαζί όλον τον κόσμο. Τώρα θα μου πείτε πως αυτή η ιστορία έφτασε στα αυτιά μου...δυο μικρά μυρμήγκια που μάζευαν σπόρους ένα μεσημέρι μου την είπαν γιατί τα βοήθησα να βάλουν ένα μεγάλο σπόρο καλαμποκιού μέσα στην φωλιά τους...τώρα εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Η γελωτοποιός, ο πρίγκιπας κι ο μάγειρας....

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακριά από την δική μας χώρα υπήρχε ένα κάστρο. Ξέρετε από αυτά τα τεράστια κάστρα με τους μεγάλους πύργους και τα πολλά δωμάτια. Σε αυτό το κάστρο, λοιπόν εκτός από τον βασιλιά και την βασίλισσα ζούσαν πολλοί ακόμα άνθρωποι που τους εξυπηρετούσαν. Καμαριέρες, μάγειροι, μουσικοί, νταντάδες, γελωτοποιοί. Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους ζούσε και μια μικρή γελωτοποιός, με μια περίεργη μύτη που άνετα την περνούσες για γουρουνάκι. Η γελωτοποιός μας, λοιπόν έκανε παρέα με έναν από τους μάγειρες του κάστρου. Του έλεγε αστεία, τον βοηθούσε στην μαγειρική και του έλεγε όλα της τα μυστικά. Ο μάγειρας ποτέ δεν της εμπιστευόταν κάτι και ποτέ δεν της μίλαγε γι'αυτόν. Την γελωτοποιό μας όμως δεν την πείραζε γιατί ήξερε πως την αγαπούσε. Μια μέρα στο παλάτι έφτασε ένα πριγκιπόπουλο από ένα άλλο βασίλειο κι ο βασιλιάς του πρόσφερε αμέσως φιλοξενία. Αυτός ο πρίγκιπας ενθουσιάστηκε με την γελωτοποιό μας. Περνούσαν ατελείωτες ώρες μαζί, γελούσαν, συζητούσαν, έπαιζαν. Είχαν γίνει δυο καλοί κι αχώριστοι φίλοι. Κι ο καιρός περνούσε ευχάριστα. Αλλά ποτέ δεν περνάει ο καιρός ευχάριστα χωρίς να το διακόψει ένα δυσάρεστο γεγονός. Κι αυτό το γεγονός συνέβη. Ο πρίγκιπας έκλεψε το καπέλο της γελωτοποιού. Ξέρετε αυτό με τα κουδουνάκια που κάνει περίεργους ήχους όταν κουνάς το κεφάλι σου. Η γελωτοποιός μας στεναχωρήθηκε και δε ήξερε τι να κάνει. Έτσι λοιπόν  απευθύνθηκε στον παλιό καλό της φίλο τον μάγειρα. Αυτός έγινε έξω φρενών. Άρχισε να φωνάζει κι άρχισε να απειλεί θεούς και δαίμονες. Αυτή τρομαγμένη έφυγε μακριά. Συγχώρεσε τον πρίγκιπα για  το λάθος που είχε κάνει και συνέχισαν να κάνουν παρέα όπως και πρώτα. Αυτό όμως δεν άρεσε καθόλου στον μάγειρα, που άρχισε να δημιουργεί προβλήματα και να φωνάζει. Μέχρι και στον βασιλιά έφτασε και κατηγόρησε τον πρίγκιπα κι ο βασιλιάς ζήτησε τον πρίγκιπα να τον δει. Ο καημένος ο πρίγκιπας με τρεμάμενα πόδια πήγε και έπρεπε να απολογηθεί για κάτι που δεν αφορούσε κανέναν άλλον πέρα από την καλή του φίλη κι αυτόν κι αισθάνθηκε τόσο άσχημα κι αισθάνθηκε κι η μικρή μας γελωτοποιός άσχημα που τον έφερε σε τέτοια δύσκολη θέση. Το θέμα στον βασιλιά έληξε γιατί κατάλαβε πόσο υπερβολικός ήταν ο μάγειρας σε αυτά που του έλεγε, αλλά ο πρίγκιπας έφυγε από το κάστρο κι η μικρή μας γελωτοποιός σταμάτησε να μιλάει στον μάγειρα, που με την υπερβολική του συμπεριφορά την έκανε να χάσει έναν καλό της φίλο. Μετά αγαπητά μου παιδιά θα σας γελάσω τι έγινε...εάν η γελωτοποιός ξανά μίλησε με τον μάγειρα ή πήγε να βρει τον πρίγκιπα ή έμεινε στο κάστρο μόνη της και συνέχισε να κάνει τους άλλους να γελούν με τα καμώματά της, γιατί μου είχαν τελειώσει τα φουντούκια και τα σκιουράκια που μου έλεγαν την ιστορία έφυγαν. Τώρα εάν μου είπαν ψέματα....ψέματα κι εγώ σας λέω..

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Κατάρα η ασχήμια...κατάρα η ομορφιά....

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα πολύ μακρινή από εδώ που ζούμε τώρα, υπήρχε ένα μικρό χωριό. Ήταν κρυμμένο μέσα στο δάσος κι οι χωρικοί που ζούσαν εκεί δεν έβγαιναν συχνά έξω από το χωριό τους γιατί φοβόντουσαν την κακία και την ασχήμια του έξω κόσμου. Σε αυτό το χωριό ζούσε κι ένα μικρό παιδάκι. Το μοναδικό του χωριού. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 6-7 χρονών. Μια μέρα λοιπόν ξέσπασε μεγάλη φασαρία στο χωριό. Κάτι σοβαρό συνέβαινε κι όλοι έτρεξαν στην πλατεία για να δουν. Το άκουσε κι ο μικρός μας φίλος κι άρχισε να τρέχει κι αυτός. Καθώς ήταν μικρόσωμος και κοντούλης χώθηκε μέσα στο πλήθος. Κι όσο πλησίαζε πιο πολύ στην πλατεία τόσο οι φωνές γίνονταν πιο δυνατές, πιο άγριες, πιο φοβισμένες. Σύρθηκε για να φτάσει όσο πιο κοντά μπορούσε. Σήκωσε το κεφαλάκι του και τι να δει; Ένα πλάσμα που όμοιό του δεν υπήρχε. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις εάν ήταν άντρας ή γυναίκα. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις εάν ήταν ανθρώπινο πλάσμα. Είχε 4 μάτια και ήταν τριχωτή σε όλο της το σώμα και τα χέρια της δεν είχαν δάχτυλα. Όλο το χωριό είχε εξαγριωθεί και της φώναζαν να φύγει και τις πετούσαν πέτρες. Αυτή άρχισε να σέρνεται, μέχρι που χάθηκε από τα μάτια τους. Ο μικρός μας φίλος γύρισε σπίτι του, αλλά όλο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τι να έκανε άραγε αυτή η γυναίκα; Μόνη της και χτυπημένη; Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να ψάχνει στο χωριό. Ήταν μέσα σε ένα στάβλο κι έκλαιγε. Δεν της μίλησε. Πήγε μόνο και την αγκάλιασε και σκούπισε τα δάκρυα της. Δεν την φοβόταν, δεν την σιχαινόταν. Ήξερε ότι αυτό εδώ το πλάσμα ένιωθε, είχε καρδιά κι έκλαιγε. Στεναχωρήθηκε για την ασχήμια της, αλλά δεν είπε τίποτα.
' Κατάρα να σε κοιτούν στα μάτια και να μην καταλαβαίνουν. Κατάρα η ασχήμια.' του είπε αυτή κι εξαφανίστηκε από μπροστά του.
Κι ο καιρός περνούσε. Και μια μέρα ακούστηκε πάλι φασαρία στο χωριό. Όλοι έτρεξαν στην πλατεία. Έτρεξε κι ο μικρός μας φίλος. Σύρθηκε, έσπρωξε και όταν σήκωσε το κεφαλάκι του είδε κάτι θεσπέσιο. Δεν μπορούσε να πει εάν ήταν άντρας ή γυναίκα. Δεν ήξερε εάν ήταν ανθρώπινο πλάσμα. Έλαμπε κι ήταν τόσο όμορφος. Με μαλλιά ξανθά, μπούκλες και μάτια γαλάζια και τεράστια κατάλευκα φτερά. Οι χωρικοί όρμησαν πάνω του και τον φυλάκισαν. Σε ένα μεγάλο σιδερένιο κλουβί για να μην φύγει και να το θαυμάζουν για πάντα.Ο μικρός μας φίλος γύρισε σπίτι του, αλλά όλο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί.Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να ψάχνει στο χωριό. Τον βρήκε μέσα στο κλουβί του. Σκυμμένο να κλαίει. Τον πλησίασε. Δεν του μίλησε. Έφερε το προσωπάκι του κοντά στα κάγκελα και πέρασε το χεράκι του μέσα στο κλουβί. Του σκούπισε τα δάκρυα και τότε το κλουβί άνοιξε κι αυτός βγήκε έξω.
' Κατάρα να σε κοιτούν στα μάτια και να μην καταλαβαίνουν. Κατάρα η ομορφιά.' του είπε αυτός κι εξαφανίστηκε από μπροστά του.
Ο μικρός μας γύρισε στο κρεβάτι του και ξάπλωσε. Ήξερε πως δεν είναι κατάρα η ομορφιά, δεν είναι κατάρα η ασχήμια. Κατάρα είναι να σε κοιτούν στα μάτια και να μην σε καταλαβαίνουν. Τώρα καλά μου παιδιά εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Το πιο άσχημο παραμύθι του κόσμου...

Έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε και ξαφνικά βρέθηκε στο ποτάμι. Ξάπλωσε κάτω και κοίταζε τον ουρανό. Είχε πολλά αστέρια σήμερα. Πάρα πολλά. Άκουγε το χορτάρι δίπλα της να θροΐζει. Ήθελε να κλείσει τα μάτια της, αλλά δεν μπορούσε. Της άρεσαν τα αστέρια που σιγά σιγά είχαν αρχίσει και χόρευαν και χόρευαν πολύ όμορφα. Δεν άκουγε την μουσική. Την έβλεπε. Ήταν κάτι μαγικό. Χάθηκε εκεί να κοιτάει δεν ξέρει κι αυτή για πόση ώρα. Έσφιξε με τα μικρά χεράκια της το χώμα και τότε ένιωσε οτι πήγε πίσω στο παρελθόν. Δεν είδε εικόνες καθαρές. Είδε πόδια να κινούνται γρήγορα σε πανικό. Ξανά στερέωσε το βλέμμα της στον ουρανό κι άφησε την μουσική αυτή και τον χορό των αστεριών να την λούζουν σαν χρυσόσκονη. Το χορτάρι δίπλα της συνέχιζε το τραγούδι του... έμοιαζε με τραγούδι που τους έλεγε η δασκάλα τους στο σχολείο. Και ξαφνικά ένιωσε στο χέρι της το μαχαίρι. Σήκωσε τρομαγμένη να δει τι κρατούσε μα δεν είδε τίποτα, μύρισε απλά τα αίματα. Όχι, δεν της  άρεσε. Προτιμούσε να βλέπει και να νιώθει την μουσική του ουρανού. Λες οι άγγελοι να γνώριζαν τι είχε κάνει; Λες να της κρατούσαν κακία και να σταματούσαν την μουσική; Έδιωξε γρήγορα την σκέψη αυτή από το μυαλό της για να μην την ακούσουν οι άγγελοι. Κι η ώρα περνούσε κι ένιωθε το κορμάκι της να βουλιάζει όλο και πιο πολύ μέσα στο χώμα, αλλά δεν ένιωθε παγωνιά. Και τότε ανάκατα με την μουσική της ήρθαν οι εικόνες. Ο αδελφός της, μικρός, πιο μικρός από εκείνη κι η μάνα της να τον χτυπάει, να τον χτυπάει πολύ. Άκουγε τις κραυγές στα αυτιά της. Φώναζε αυτός, φώναζε κι αυτή και μετά το μαχαίρι και να χτυπάει την μαμά της στην πλάτη για να αφήσει τον αδελφό της. Ήταν μικρό παιδάκι, πιο μικρό από αυτήν. Μπορεί και τρία μπορεί και τέσσερα. Τον αγαπούσε πολύ παρ'όλο που τσακώνονταν συνέχεια. Και μετά να πάλι αυτή η μαγική μουσική να την βλέπει να πέφτει πάνω της. Δεν είδε πίσω της τι έγινε. Έτρεχε, έτρεχε, απλά έτρεχε γιατί ήταν κακό παιδί  Πολύ κακό παιδί. Το σωματάκι της βούλιαζε όλο και πιο πολύ στο χώμα κι αυτή μούδιαζε. Συνέχισε να βλέπει την μουσική να πέφτει πάνω της και τότε  ένιωσε ένα μικρό χεράκι να κρατάει το δικό της χεράκι...δεν χρειαζόταν να γυρίσει να δει ποιος ήταν...ήξερε. Απλά έσφιξε δυνατά το χεράκι....

Το διαμέρισμα


-Ζούσα πολλά χρόνια σε αυτό το διαμερισματάκι. Είχα και την δουλειά μου. Δεν χρειαζόμουν τίποτα παραπάνω. Ένας άνθρωπος μόνος του. Το μπάνιο μου έβλεπε στον ακάλυπτο. Όλα τα μπάνια της πολυκατοικίας έβλεπαν στον ακάλυπτο. Απέναντι από το δικό μου παράθυρο ήταν ήταν το παράθυρο του δίπλα διαμερίσματος. Κι από' κει τα άκουγα όλα....
- Ζούσαμε σε αυτό το διαμέρισμα δεκαεφτά χρόνια. Μέχρι να πάει ο Κωνσταντίνος δευτέρα λυκείου. Μέχρι τα 15 του ο Κωνσταντίνος ήταν ήσυχο παιδί. Του φώναζες κι έσκυβε το κεφάλι. Τον έβριζες κι έσκυβε τον κεφάλι. Τον χτυπούσες κι έσκυβε το κεφάλι. Δεν θυμάμαι πολλά όμως, μην με ρωτάτε άλλα. Τι; Ναι καλός μαθητής ήταν. Του άρεσαν τα γράμματα, το ποδόσφαιρο δεν του άρεσε. Το ποδόσφαιρο άρεσε στον Θανάση...
-Αυτό το διαμέρισμα ήταν το πατρικό μου. Εκεί περπάτησα, εκεί πρώτη φορά άρχισα να κλοτσάω την μπάλα. Εκεί κρυφά από τους δικούς μου ήπια τα πρώτα μου ποτά. Με ένα ποτηράκι ήμουν ο καλύτερος μπαλαδώρος του κόσμου. Δεν τα κατάφερα εγώ, θα τα κατάφερνε ο Κωνσταντίνος. Κι αν δεν ήθελε; Δεν έχει δεν ήθελε. Θα γινόταν ποδοσφαιριστής, όπως άκουσα τον πατέρα μου και δεν έγινα εγώ, έτσι θα άκουγε κι αυτός εμένα...
- Ο Θανάσης έπινε. Στην αρχή που και που μετά σχεδόν κάθε μέρα. Δύσκολα παιδικά χρόνια, δεν θα τον κρίνω εγώ. Κάπου, κάπου έτρωγα κι εγώ τα χαστούκια μου, αλλά έφταιγα. Η δουλεία μου ήταν να μαγειρεύω, να καθαρίζω και να έχω κόκκινο κρασί. Δεν είχα πάρει κόκκινο κρασί. Ο Κωνσταντίνος της έτρωγε κανονικά. Μα εάν δεν της φάει πώς θα μάθει; Δεν θυμάμαι πότε τον χτύπησε για πρώτη φορά....
-Δεν ήμουν μέθυσος. Έπινα γιατί με ανέβαζε. Ήμουν σημαντικός με αυτό. Ο Κωνσταντίνος δεν καταλάβαινε οτι με λίγη προσπάθεια ακόμα θα μπορούσε να μπει σε μια ακαδημία. Όταν ο προπονητής του μου είπε οτι δεν το'χε, θόλωσα. Με δυο σφαλιάρες θα έστρωνε. Θα ήταν τέσσερα πέντε τότε. Εάν το μετάνιωσα; Ναι, αλλά ο σκοπός αγιάζει τα μέσα δεν λένε;
- Και ξαφνικά από την μια μέρα στην άλλη ο Κωνσταντίνος άλλαξε. Δεν είχε πάει στην προπόνηση κι ο Θανάσης το είχε μάθει Γύρισε από το σπίτι ήρεμος, με την τσάντα στον ώμο. Ο Θανάσης τον περίμενε στην πόρτα και με το που μπήκε άρχισε να τον φωνάζει και τον έσπρωξε. Δεν θέλω να γίνω αυτό που θες, του φώναξε και σηκώθηκε κι έφυγε...το παιδί έφυγε από το σπίτι...
-Πολλούς καυγάδες. Πολύ ξύλο. Μια μέρα άκουγα μουσική και ξαφνικά άκουσα μουγκρίσματα. Σταμάτησα την μουσική. Άκουγα το παιδί που μούγκριζε. Το είχε πιάσει από τον λαιμό. Έκλεισα τα μάτια μου. Έκλεισα τα αυτιά μου. Θα τον έπνιγε. Δεν ήθελα να είμαι μάρτυρας. Ήθελα να με αφήσουν στην ησυχία μου. Δεν μου έπεφτε λόγος εάν το σκότωνε. Τι έγινε εκείνη την μέρα; Για πρώτη φορά άκουσα την φωνή του παιδιού. Δεν κατάλαβα τι είπε. Έκλεισα μάτια και αυτιά. Κίνηση συνηθισμένη. Και μετά....και μετά σιωπή. Τι με ρωτάτε τώρα; Δεν ήθελα μπελάδες. Δεν με ένοιαζε για τους δίπλα, δεν ήθελα να μαθαίνω για τους δίπλα. Ένας άνθρωπος ήμουν. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Τουλάχιστον μεγάλωσε κι έφυγε μόνος του...έφυγε με μια σύριγγα στο χέρι...

Ο Τζακ κι η φασολιά ήταν ένα ψέμα....


Λοιπόν καλά μου παιδιά, ότι ξέρατε για τον Τζακ και την φασολιά είναι όλα ένα ψέμα, για τον απλούστατο λόγο οτι ποτέ δεν φύτεψε ο Τζακ φασολιά! Ο Τζάκι είχε μαζί του σπόρους μουχρίτσας! Μόλις τους έριξε στο έδαφος αυτή φύτρωσε  αμέσως! Ο κορμός της ήταν πολύ χοντρός και τα φύλλα της είχαν σκούρο πρασινο χρώμα και ηταν τόσο χοντρά και γερά που μπορούσε ολόκληρος στρατός να ανέβει και να μην πάθουν τίποτα! Τα υπόλοιπα είναι γνωτά με το τι έγινε με τον Τζακ και τον γίγαντα! Τα χρόνια όμως περνούσαν κι η μουχρίτσα είχε βαρεθεί να κάθεται τόσα χρόνια....μπορεί και αιώνες ακίνητη! Έτσι απευθύνθηκε στον Θεό.
''Ε, ψιτ, εσύ εκεί πάνω''....καμία απόκριση!
''Εεεεε λέω.....εσύ εκει πάνω'', είπε αυτή την φορά πιο δυνατά, αλλά και πάλι καμία απόκριση!
''Εεεεεεε.....υπάρχεις;'' έβαλε όλη της την φωνή. Τελικά αποκρίθηκε!
''Τι θέλεις μουχρίτσα και φωνάζεις έτσι;''
''Κάνε με άνθρωπο...έχω πιαστεί τόσα χρόνια εδώ πέρα έτσι....να πάω και πουθενά αλλού θέλω.''
''Επειδή είμαι γνωστός για την μεγαλοψυχία μου θα στο κάνω το χατίρι....αλλά επειδή μου χάλασες τον ύπνο θα γίνεις ένας άνθρωπος που κανείς δεν του δίνει αξία και σημασία.'' Έτσι κι έγινε....και τα χρόνια συνέχιζαν να περνάνε κι η μουχρίτσα γυρνούσε από εδώ κι από εκεί! Στην αρχή της άρεσε γιατί μάθαινε πολλά, αλλά κάποια στιγμή  βαρέθηκε κι άρχισε να νιώθει άσχημα και μειονεκτικά....κι αυτό το συναίσθημα που ένιωθε την έκανε ζηλιάρα και να προσπαθεί να δημιουργήσει μπελάδες στους ανθρώπους.
Ένα βράδυ λοιπόν που καθόταν σε ένα καταγώγιο κι έπινε κρασί και προσπαθούσε να σκεφτεί τι ζαβολιά να κάνει άκουσε από το διπλανό τραπέζι να λένε μια ιστορία...ο Τζακ κι η φασολιά!!! Τι;;; Κι η φασολιά;;; Μια φασολιά την είχε αντικαταστήσει κι είχε πάρει όλη την δόξα....βγήκε έξω αλαφιασμένη!
''Εεεεε εσύ εκει πάνω κάνε με πάλι το δέντρο που ήμουν και θα δουν όλοι τι θα πάθουν.''
Ο Θεός όμως που είναι από την φύση του λίγο τεμπέλης δεν είχε καθόλου όρεξη να σώζει εκείνη την εποχή τον κόσμο από καταστροφές και την έκανε ένα μικρό χορταράκι, τις περισσότερες φορές ανεπιθύμητο γιατί βγαίνει μέσα στις καλλιέργειες των σιτηρών και χαλάει την παραγωγή. Προσοχή όμως παιδιά μου γιατί η μουχρίτσα άφησε απογόνους σε τούτη εδώ την γη όσο ήταν άνθρωπος....τα παιδιά της εύκολα τα μπερδεύουμε αλλά συνεχίζουν το έργο της και προκαλούν μπελάδες σε όσους τους δείχνουν λίγη  εμπιστοσύνη!

Ο Βασιλιάς, η Βασίλισσα και τα τριαντάφυλλα...

Μια φορά κι εναν καιρό σε μια χώρα πολύ μακρινή από την δικιά μας ζούσαν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Στην αρχή ήσαν πολυ ευτυχισμένοι. Έπαιζαν στους κήπους του κάστρου, πήγαιναν για πικ νικ και γενικόυετρα ένιωθε χαρούμενος ο ενας δίπλα στον άλλον.Του βασιλιά της ιστορίας μας όμως του άρεσε να φροντίζει και να βλέπει τα τραντάφυλλα του. Δεν τα έβλεπε συχνά,μόνο τρεις-τέσσερις φορές τον χρόνο. Στην βασίλισσα όμως δεν άρεσε αυτό. Κάποτε την είχε τσιμπήσει ένα κι είχε πονέσει πολύ και τώρα φοβόταν μήπως τσιμπήσει κάποιο τον βασιλιά της και τον πονέσει ή τον χάσει. Αλλά δεν φοβόταν μόνο αυτό....ζήλευε κιόλας επειδή ήταν τόσο όμορφα και μπορεί ο βασιλιάς της να σταματούσε να την αγαπάει και να άρχιζε να αγαπάει αυτά. 
Ο μόνος τρόπος που σκέφτηκε, για να κάνει τον βασιλιά να σταματήσει να επισκέπτεται τα τριαντάφυλλα του ήταν να του δείξει την δυσαρέσκειά της με τις φωνές, τους καβγάδες και την γκρίνια. όταν της έλεγε ότι θα πάει στον κήπο να τα δει, το κάστρο διαλυόταν από τις φωνές και τα κλάματα της. Ο βασιλιάς που ήταν ήσυχος άνθρωπος και δεν του άρεσαν οι φωνές δεν μιλούσε, δεν έκανε φασαρίες. Έκανε υπομονή γιατί αγαπούσε την βασίλισσά του. Αποφάσισε λοιπόν να μην της λεει τίποτα, ώστε να είναι τα πράγματα ήσυχα και πραγματικά όλα κυ΄λούσαν όμορφα.
 
Ήταν αρχές της άνοιξης, που τα λουλούδια ανθίζουν κι η φύση φοράει τα πιο όμορφα φορέματα τηςμ όταν ο βασιλιάς αποφάσισε να πάει κρυφά να δει τα τριαντάφυλλα του, χωρίς να της πει τίποτα. Εκεί λοιπόν που καθόταν αυτή και διάβαζε, παρουσιαστηκε μπροστά της ένας υπήκοος της και της είπε ότι είδε τον βασιλιά να μιλάει στα τριαντάφυλλά του, να τα χαιδεύει και να διασκεδάζει μαζί τους. Για άλλη μια φορά το παλάτι, αλλά κι όλο το βασίλειό της σείστηκε απο τις φωνές και τα δάκρυά της.
 
Ο βασιλιάς ο καημένος έκανε υπομονή γιατί την αγαπούσε και σκέφτηκε οτι η βασίλισσαά του κάποτε θα καταλάβαινε ότι δεν και τόσο κακό να επισκέφτεται μια στο τόσο τα τριαντάφυλλά του. Και τα πράγματα για λίγο καιρό έφτιαξαν και τα πήγαιναν καλά κι είχαν αρχίσει να κάνουν όνειρα και σχέδια για το μέλλον,αλλά όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός ξεκαρδίζεται στα γέλια.
 
Μια μέρα λοιπόν εκεί που έτρωγαν με φίλους τους αναφέρθηκε στο τραπέζι το θέμα με τα τριαντάφυλλα. Η φίλη τότε της βασίλισσας χωρίς να γνωρίζει κάτι είπε ότι και τα Χριστούγεννα είχε δει τον βασιλιά μαζί με τα τριαντάφυλλά του. Αμέσως το πρόσωπο της βασίλισσας σκοτείνιασε, άρχισε να βρίζει τον βασιλιά και να του λέει λόγια που θα πρόσβαλλαν και τον πιο άτιμο και χωρίς τσίπα άνθρωπο του κόσμου. Ο καλός ο βασιλιάς όμως κράτησε την ψυχραιμία του κι έκανε πάλι υπομονή, γιατί δεν ήθελε να την προσβάλλει και να την μειώση μπροστά στους φίλους του.
 
Οι μέρες περνούσαν κι ο βασιλιάς δεν μπορούσε να ζήσει άλλο με την βασίλισσα του. Όσο και να την αγαπούσε δεν ήθελε πλέον να μείνει μαζί της και να είναι ανγκασμένος να ανέχεται όλες τις ζήλιες και τις φωνές της. Η βασίλισσα από την άλλη ζούσε σε έναν κόσμο παραμυθένιο και δεν είχε καταλάβει πόσο πολυ είχε πληγώσει τον βασιλιά της. Ένα πρωί κατέβηκε στον κήπο του παλατιού και το μάτι της έπεσε πάνω στα τριαντάφυλλα. Πλησίασε κι έκοψε προσεκτικά ένα. Δεν την τσίμπησε! Ήταν όμορφο και μύριζε τόσο ωραία. Τελικά ήταν άδικη με τον βασιλιά της, που τον φώναζε και του συμπεριφερόταν τόσο άσχημα. Έτρεξε μέσα στο κάστρο για να του πει ότι πλέον είχε καταλάβει. Είχε καταλάβει ότι δεν θα τον έχανε εξαιτίας των τριαντάφυλλων. Άρχισε να τον ψάχνει μέσα στο παλάτι για να του ζητήσει συγγνώμη και να του πει πως είχε αλλάξει και τα πράγματα θα ήταν όπως παλιά. Ο βασιλιάς της όμως είχε φύγει. Είχε εξαντλήσει την υπομονή του και τώρα αυτή είχε μείνει μόνη της κρατώντας ένα τριαντάφυλλο στο χέρι.............