Αύγουστος 1891
Η ζέστη
ήταν αφόρητη. Μεσημέρι κι έξω δεν κινιόταν τίποτα. Η Χρυσούλα είχε μπει στον
μήνα της εδώ και δέκα μέρες. Τα δάχτυλα της είχαν πρηστεί τόσο πολύ που πλέον
δεν μπορούσε να κάνει καμία δουλειά και τα πόδια της ήταν τόσο πρησμένα, που πατούμενο
δεν της χωρούσε. Δεν ήταν η πρώτη της γέννα κι είχε ένα παιδί να βαστάει στην
αγκαλιά της.
Ένα είχε
γεννήσει, ένα της είχε πεθάνει πριν ακόμα γεννηθεί και το τελευταίο το είχε
χάσει όταν ήταν δυο ή τριών χρονών, κάπου εκεί. Από μάτι μάλλον πήγε. Καθώς τα
σκεφτόταν όλα αυτά ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη της. Αυτό άραγε τι τύχη
θα είχε; Τι να’ ταν; Αρσενικό ή θηλυκό;
Αν και πάντα ήθελε ένα κορίτσι. Μια τσούπα θα την ξελάφρωνε από όλες τις
δουλειές κι εδώ και στα χωράφια, αλλά ποιος έχασε την τύχη του για να την βρει
αυτή; Αγορομάνα ήταν. Τα δύο που είχε γεννήσει αγόρια κι αυτό απ’ ότι της
έλεγαν αγόρι θα ήταν.
‘Αρκετά χαζολόγησες κυρα-Χρυσούλα’ σκέφτηκε δυνατά
και σηκώθηκε να μαζέψει τα πιάτα για να τα πλύνει και μετά να πάει στο χωράφι
και να βρει τον άντρα της μαζί τον μικρό της μήπως βοηθήσει κι αυτή όπου
μπορεί. Έτσι είχε μάθει από μικρή. Χρόνος υπάρχει μόνο για δουλειά.
Έπλενε τα πιάτα έξω στην αυλή κι αυτός ο φριχτός
ήλιος της προκαλούσε ίλιγγο.
Έκανε το στόμα της να ξεραίνεται, αλλά συνέχιζε την δουλειά της αμίλητη κι
απολύτως συγκεντρωμένη.
Ξαφνικά αισθάνθηκε μια σουβλιά χαμηλά στην κοιλιά.
Ανάσανε βαριά και συνέχισε. Δεν ήταν τίποτα. Στον πρωτότοκό της πονούσε 15
μέρες πριν γεννήσει κι όλο έλεγε στον Σπήλιο ότι γεννάει κι ο καημένος έτρεχε
στην μαμή. Τελικά τον μικρό της, τον Θανασάκη, τον γέννησε στα χωράφια, κοντά
στ’ αμπέλια, κάτω από το πλατάνι. Κι
άλλος πόνος τώρα. Αυτή την φορά στην μέση. Και πάλι πήρε μια βαθιά ανάσα και
συνέχισε. Δυο πιάτα της είχαν μείνει και θα τέλειωνε. Τέλειωσε. Ήταν ιδρωμένη
από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Πήγε τα πιάτα μέσα, βρήκε το τράστο της, το
φόρεσε και κίνησε για τα χωράφια.
Περπατούσε ξελιγωμένη από τον ήλιο. Το νερό δεν της
έφτανε πουθενά. Συνεχώς τα χείλια της ξεραίνονταν από την δίψα. Δεν είχε
προχωρήσει πολύ από το σπίτι όταν πάλι
ένας δυνατός πόνος στην μέση την έριξε στο χώμα. Έπεσε προς τα πίσω κι όχι με
την κοιλιά. Οι πόνοι τώρα ήταν πιο έντονοι, τόσο πολύ που δεν άντεξε, μια
δυνατή στριγκλιά ξέφυγε από το στόμα της, τα πόδια της βράχηκαν. Μια ηρεμούσε
και μια σφάδαζε σαν να της ξερίζωναν τα σωθικά.
Γεννούσε. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Είχαν σπάσει τα
νερά. Φώναζε μήπως και την ακούσει κανένας εργάτης ή καμιά γυναίκα από το χωριό
κι έρθει να την βοηθήσει. Ερημιά. Ψυχή δεν φαινόταν. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα
είχαν σχηματιστεί στο μέτωπό της. Έβαλε όλη της την δύναμη να σπρώχνει για να
ξεσφηνώσει αυτό το πράγμα που ερχόταν και την έστελνε στην κόλαση από τους πόνους.
Προσπαθούσε να δώσει δύναμη στον εαυτό της, αλλά αυτοί οι πόνοι ήταν
αλλιώτικοι. Στην πρώτη της γέννα μέσα σε μισή ώρα το παιδί είχε βγει, ενώ αυτό
την βασάνιζε κι αυτή δεν ήξερε για πόση ώρα. Ίσως για μια αιωνιότητα,
Δεν άντεχε άλλο. Έχανε σιγά σιγά τις αισθήσεις της.
Μπορεί και να πέθαινε. Ήθελε απλά να κοιμηθεί και να ησυχάσει από όλον αυτόν
τον πόνο.
‘ Ξύπνα ωρή, ξύπνα. Σπρώξε για το παιδί. Θα το
πνίξεις το παιδί σου ωρή’ άκουσε μια φωνή, μάλλον γνωστή, να της λέει.
Ναι το παιδί της. Έπρεπε να συνεχίσει για το παιδί
της.
‘Θέμη, Θέμη λέω. Φέρε από μέσα ένα σεντόνι και τις
κουτάλες. Έχει σφηνώσει το άτιμο και δεν βγαίνει’ άκουσε η Χρυσούλα πάλι την
ίδια φωνή.
Δεν ήξερε τι γινόταν γύρω της. Είχε επικεντρωθεί στη
δουλειά που έπρεπε να κάνει. Να σπρώχνει.
Φώναζε, ούρλιαζε. Νόμιζε ότι έπαιρνε δύναμη από τις ίδιες της τις κραυγές.
Ξαφνικά ο πόνος έγινε πιο δυνατός. Πάγωσαν τα σωθικά της, ξεσκίστηκε η σάρκα
της. Έβγαλε μια δυνατή στριγκλιά και μετά σαν ένα χέρι να την πήρε μακριά. Δεν
άκουσε το κλάμα του μωρού, δεν άκουσε τίποτα. Το κορμί της ήταν πλέον χαλαρό.
Εντελώς παραδομένη έκλεισε τα μάτια.
Άνοιξε τα μάτια της. Βρισκόταν στο κρεβάτι του σπιτιού
της. Όνειρο ήταν αυτό τελικά; Έπιασε την κοιλιά της. Δεν ήταν τόσο φουσκωμένη πλέον,
αλλά το ένιωθε κιόλας πως είχε γίνει πάλι μάνα. Ένιωθε πως μέσα σε αυτό το
δωμάτιο χτυπούσε μια καρδούλα φτιαγμένη από εκείνη.
‘Σπήλιο, Σπήλιο… πού είσαι;’ είπε και η φωνή της
ακουγόταν ξέπνοη.
‘Εδώ είμαι Χρυσούλα. Είχες δύσκολη γέννα’ της είπε
ένας άντρας μετρίου αναστήματος με
κοιλίτσα, αλλά πολύ γλυκό πρόσωπο και μάτια καταγάλανα σαν του ουρανού.
‘Το παιδί; Πού είναι το παιδί;’ ρώτησε αυτή ανήσυχα
και προσπάθησε να ανασηκωθεί στα χέρια της.
‘Ηρέμησε, ηρέμησε. Καλά είναι. Αγόρι έκανες. Άργησε
να κλάψει κι η Αννιώ το χτύπησε αρκετά, αλλά τώρα είναι καλά. Κοιμάται. Μόνο
που υπήρξε ένα πρόβλημα… όχι σοβαρό…’
‘Τι Σπήλιο; Τι έγινε; Μην μου παίρνεις την ψυχή…’
‘Το μικρό του δάχτυλο στο ένα χέρι είναι κοκαλωμένο,
σαν να είναι ξένο. Έτσι γεννήθηκε.’