Κάποτε εκεί που καθόμουν στο γραφείο μου και προσπαθούσα να θυμηθώ μια ιστορία που μου είπε κάποτε μια γάτα άκουσα ένα χτύπημα στο παράθυρό μου. Σηκώθηκα και πήγα να δω ποιος ήταν. Ήταν δύο νυχτερίδες. Ξαφνιάστηκα...η μία μου έδωσε ένα χαρτί, η άλλη πρέπει να είχε πιει πολύ πορτοκαλάδα με ανθρακικό και να την είχε ανακατέψει και με κόλα κιόλας, οπότε πρέπει να ήταν λίγο μεθυσμένη γιατί πετούσε πολύ περίεργα σαν να χόρευε στον αέρα. Τις καληνύχτισα κι έκατσα πάλι στο γραφείο μου να διαβάσω τι έλεγε το χαρτί. Το χαρτί ήταν μαύρο με άσπρα γράμματα. Ξέρετε επειδή οι νυχτερίδες κυκλοφορούν το βράδυ κάνουν τα πάντα ανάποδα από ότι οι άνθρωποι. Λοιπόν το χαρτί έγραφε...
Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακρινό από το δικό μας ζούσε ένα μικρό παιδάκι. Έξυπνο πολύ...τετραπέρατο και όμορφο σαν την δροσοσταλιά που υπάρχει το πρωί στα λουλούδια Αυτό το παιδάκι λοιπόν όμως φημιζόταν όχι για την εξυπνάδα του και την ομορφιά του αλλά για το χαμόγελό του. Ήταν τόσο ζεστό που μπορούσε να λιώσει ακόμα και τους πάγους στον βόρειο πόλο Μια μέρα όμως ένα σκανταλιάρικο μικρό ξωτικό τον ξεγέλασε τον φίλο μας και του έκλεψε το χαμόγελο Γυρνούσε αυτός από εδώ κι από εκεί μήπως το βρει... Έψαξε σε πόλεις, σε χωριά, σε εξοχές και σε βουνά, αλλά τίποτα δεν βρήκε. Ρώτησε νεράιδες, μάγους, ξωτικά και τσαρλατάνους, αλλά και πάλι τίποτα. Πέρασαν τα χρόνια και είχε απογοητευτεί... και ξαφνικά μια μέρα όπως έσκυψε να πιει νερό σε μια λίμνη σε ένα μεγάλο ξέφωτο ενός δάσους το είδε στον βυθό. Βούτηξε αμέσως γρήγορα Το είχε αποχωριστεί τόσο καιρό κι όταν το ξανά βρήκε ένιωσε τόσο χαρούμενος και το χαμόγελό του ήταν τόσο αληθινό....
Τώρα καλά μου παιδιά δεν ξέρω τι έκανε ο μικρός μας φίλος... Εάν έψαξε δηλαδή να βρει το μικρο σκανταλιάρικο ξωτικό και να του ζητήσει τον λόγο ή εάν άφησε κάποιον άλλον να του κλέψει το χαμόγελο ξανά γιατί το χαρτί είχε σχιστεί στην άκρη και δεν τέλειωνε την ιστορία...μάλλον η μεθυσμένη από την πορτοκαλάδα νυχτερίδα το είχε σχίσει κατα λάθος...τώρα εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...