Μια φορά κι έναν καιρό σε μια λίμνη, πολύ μακριά από την δική μας χώρα ζούσε ένα μικρό ξωτικό.
Ήταν κοντούλης, ξανθούλης με μεγάλα γαλάζια μάτια. Τον έλεγαν Ιάσονα. Ο Ιάσονας λοιπόν ζούσε μόνος του με συντροφιά του ένα λουλούδι κι ένα κουνέλι. Ούτε το λουλούδι, ούτε το κουνέλι ήξερε από πότε τα είχε συντροφιά του. Ήταν σαν να γεννήθηκε και να τα είχε πάντα δίπλα του. Γενικότερα ήταν χαρούμενο ξωτικό. Φρόντιζε το λουλούδι του και με έναν περίεργο τρόπο το λουλούδι του φρόντιζε κι αυτόν. Κάποια στιγμή το κουνέλι που είχε δίπλα του τον άφησε. Του είπε πως έπρεπε να γυρίσει τον κόσμο και να δουν τα μάτια του κάποια πράγματα, αλλά θα του έστελνε κάρτες από όπου κι αν ήταν. Έτσι έμεινε το μικρό μας ξωτικό με το λουλούδι του κι ο καιρός περνούσε ήρεμα κι όμορφα. Μια μέρα το ξωτικό μας βγήκε να πάει στην λίμνη για ψάρεμα. Έλειπε αρκετές ώρες. Γυρίζοντας στο σπίτι πήγε κατευθείαν να δει εάν το λουλούδι του ήταν καλά...και τότε το είδε με τα πέταλα ριγμένα στο πάτωμα και τα φύλλα του μαραμένα. Το λουλούδι του είχε πεθάνει. Αυτό που ένιωσε μέσα του καλά μου παιδιά δεν μπορώ να το περιγράψω γιατί δεν έχω νιώσει ακόμα κάτι τέτοιο κι εύχομαι ούτε εσείς να νιώσετε. Συνέχισε να μένει σπίτι του, αλλά του φαινόταν άδειο. Δεν είχε πια νόημα να μένει εκεί μέσα. Ζήλευε αρκετά το κουνέλι του που έκανε το γύρω του κόσμου και έβλεπε πολλά πράγματα, διαφορετικά και μη. Μια μέρα όμως του ήρθε μια κάρτα πολύ περίεργη. Το κουνέλι του δεν ήταν καλά. Κάτι είχε πάθει. Ο Ιάσονας ανησύχησε και πόνεσε πολύ για δεύτερη φορά. Φοβήθηκε μην χάσει και το κουνέλι του κι έτσι πήρε την απόφαση και πήγε να το βρει. Όντως το κουνέλι του δεν ήταν καλά. Αποφάσισε να κάνει κάτι δραστικό. Είχε ακούσει ότι στην χώρα των πολλών βροχών με τα γκρίζα σύννεφα, εκεί που οι άνθρωποι φοράνε πάντα αδιάβροχα και κρατάνε ομπρέλες υπάρχει ένα μυστικό φάρμακο που τους γιατρεύει όλους. Έτσι και το μικρό μας ξωτικό πήρε το κουνέλι του αγκαλιά και κίνησε για την χώρα των βροχών. Έψαξε παντού για το φάρμακο, αλλά τίποτα δεν βρήκε. Δεν απογοητεύτηκε, αλλά συνέχισε να ψάχνει και να ψάχνει για δεύτερη και τρίτη φορά με το κουνέλι του πάντα στην αγκαλιά του, μέχρι που η βροχή στην χώρα των βροχών σταμάτησε για λίγο και παρουσιάστηκε ένα τεράστιο και χρωματιστό ουράνιο τόξο. Ο Ιάσονας θαμπώθηκε, έτρεξε κι ανέβηκε επάνω μέχρι που έφτασε στην άλλη πλευρά κι εκεί ως δια μαγείας το κουνέλι του έγινε καλά κι από τότε δεν άφησε τον Ιάσονα πότε μόνο του. Γύρισαν κι έβλεπαν μαζί όλον τον κόσμο. Τώρα θα μου πείτε πως αυτή η ιστορία έφτασε στα αυτιά μου...δυο μικρά μυρμήγκια που μάζευαν σπόρους ένα μεσημέρι μου την είπαν γιατί τα βοήθησα να βάλουν ένα μεγάλο σπόρο καλαμποκιού μέσα στην φωλιά τους...τώρα εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...
Ήταν κοντούλης, ξανθούλης με μεγάλα γαλάζια μάτια. Τον έλεγαν Ιάσονα. Ο Ιάσονας λοιπόν ζούσε μόνος του με συντροφιά του ένα λουλούδι κι ένα κουνέλι. Ούτε το λουλούδι, ούτε το κουνέλι ήξερε από πότε τα είχε συντροφιά του. Ήταν σαν να γεννήθηκε και να τα είχε πάντα δίπλα του. Γενικότερα ήταν χαρούμενο ξωτικό. Φρόντιζε το λουλούδι του και με έναν περίεργο τρόπο το λουλούδι του φρόντιζε κι αυτόν. Κάποια στιγμή το κουνέλι που είχε δίπλα του τον άφησε. Του είπε πως έπρεπε να γυρίσει τον κόσμο και να δουν τα μάτια του κάποια πράγματα, αλλά θα του έστελνε κάρτες από όπου κι αν ήταν. Έτσι έμεινε το μικρό μας ξωτικό με το λουλούδι του κι ο καιρός περνούσε ήρεμα κι όμορφα. Μια μέρα το ξωτικό μας βγήκε να πάει στην λίμνη για ψάρεμα. Έλειπε αρκετές ώρες. Γυρίζοντας στο σπίτι πήγε κατευθείαν να δει εάν το λουλούδι του ήταν καλά...και τότε το είδε με τα πέταλα ριγμένα στο πάτωμα και τα φύλλα του μαραμένα. Το λουλούδι του είχε πεθάνει. Αυτό που ένιωσε μέσα του καλά μου παιδιά δεν μπορώ να το περιγράψω γιατί δεν έχω νιώσει ακόμα κάτι τέτοιο κι εύχομαι ούτε εσείς να νιώσετε. Συνέχισε να μένει σπίτι του, αλλά του φαινόταν άδειο. Δεν είχε πια νόημα να μένει εκεί μέσα. Ζήλευε αρκετά το κουνέλι του που έκανε το γύρω του κόσμου και έβλεπε πολλά πράγματα, διαφορετικά και μη. Μια μέρα όμως του ήρθε μια κάρτα πολύ περίεργη. Το κουνέλι του δεν ήταν καλά. Κάτι είχε πάθει. Ο Ιάσονας ανησύχησε και πόνεσε πολύ για δεύτερη φορά. Φοβήθηκε μην χάσει και το κουνέλι του κι έτσι πήρε την απόφαση και πήγε να το βρει. Όντως το κουνέλι του δεν ήταν καλά. Αποφάσισε να κάνει κάτι δραστικό. Είχε ακούσει ότι στην χώρα των πολλών βροχών με τα γκρίζα σύννεφα, εκεί που οι άνθρωποι φοράνε πάντα αδιάβροχα και κρατάνε ομπρέλες υπάρχει ένα μυστικό φάρμακο που τους γιατρεύει όλους. Έτσι και το μικρό μας ξωτικό πήρε το κουνέλι του αγκαλιά και κίνησε για την χώρα των βροχών. Έψαξε παντού για το φάρμακο, αλλά τίποτα δεν βρήκε. Δεν απογοητεύτηκε, αλλά συνέχισε να ψάχνει και να ψάχνει για δεύτερη και τρίτη φορά με το κουνέλι του πάντα στην αγκαλιά του, μέχρι που η βροχή στην χώρα των βροχών σταμάτησε για λίγο και παρουσιάστηκε ένα τεράστιο και χρωματιστό ουράνιο τόξο. Ο Ιάσονας θαμπώθηκε, έτρεξε κι ανέβηκε επάνω μέχρι που έφτασε στην άλλη πλευρά κι εκεί ως δια μαγείας το κουνέλι του έγινε καλά κι από τότε δεν άφησε τον Ιάσονα πότε μόνο του. Γύρισαν κι έβλεπαν μαζί όλον τον κόσμο. Τώρα θα μου πείτε πως αυτή η ιστορία έφτασε στα αυτιά μου...δυο μικρά μυρμήγκια που μάζευαν σπόρους ένα μεσημέρι μου την είπαν γιατί τα βοήθησα να βάλουν ένα μεγάλο σπόρο καλαμποκιού μέσα στην φωλιά τους...τώρα εάν μου είπαν ψέματα...ψέματα κι εγώ σας λέω...